Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Το θαύμα της προσευχής των θλιμμένων και ταπεινών. ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ



   «Ο Κύριος, δεν ευαρεστείται με την προσευχή των υπερηφάνων. Όταν όμως θλίβεται η ψυχή του ταπεινού ανθρώπου, ο
Κύριος πάντα την εισακούει.

     Ένας γέρος ασκητής, που ζούσε στις πλαγιέςτου όρους Άθω, είδε ότι οι προσευχές των μοναχών ανέβαιναν στους ουρανούς· και
εγώ δεν εκπλήττομαι γι’ αυτό. Ο ίδιος γέροντας, όταν ήταν μικρός και έβλεπε την στεναχώρια του πατέρα του για την ανομβρία που απειλούσε να καταστρέψει την
συγκομιδή, απομακρύνθηκε στο βάθος του κήπου και προσευχήθηκε: 

    ‘‘Κύριε, Εσύ είσαι Ελεήμων, Εσύ μας δημιούργησες, Εσύ μας τρέφεις και μας ενδύεις όλους. Βλέπεις, Κύριε, πώς στενοχωριέται ο πατέρας μου για την ανομβρία. Ρίξε τώρα βροχή στην γη!’’. 

     Και τα σύννεφα κάλυψαν τον ουρανό και κατέβηκε η βροχή και πότισε την γη. 

     Ένας άλλος γέροντας που ζούσε κοντά στην θάλασσα, μου διηγήθηκε το εξής: 

     ‘‘Ήταν μια νύχτα σκοτεινή… Ο αρσανάς, ήταν γεμάτος από ψαρόβαρκες. Ξέσπασε θύελλα και πολύ γρήγορα δυνάμωσε. Οι βάρκες, άρχισαν να χτυπούν η μία την άλλη. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να τις συγκρατήσουν, αλλ’ αυτό ήταν αδύνατον μέσα στην βροχή και την θύελλα. Επικρατούσε μεγάλη σύγχυση. Οι ψαράδες, φώναζαν με όλη τους την δύναμη και ήταν φοβερό να ακούς κραυγές φοβισμένων ανθρώπων! Λυπήθηκα τον λαό του Θεού και άρχισα να
προσεύχομαι με δάκρυα: 

     ‘Κύριε, κάνε την θύελλα να κοπάσει! Σταμάτησε τα κύματα! Λυπήσου τους πονεμένους ανθρώπους Σου και σώσε τους!’. 

     Και σταμάτησε η θύελλα, γαλήνεψε η θάλασσα, και οι άνθρωποι, με ειρήνη πλέον, ευχαριστούσαν τον Θεό’’. 


     Υπήρξε εποχή που νόμιζα ότι ο Κύριος κάνει θαύματα μόνο με τις προσευχές των αγίων. Τώρα όμως έμαθα ότι ο Κύριος θα κάνει
το θαύμα Του και στον αμαρτωλό, αμέσως μόλις ταπεινωθεί η ψυχή του. Γιατί, όταν ο άνθρωπος μάθει την ταπείνωση, τότε ο Κύριος εισακούει τις προσευχές του

     Πολλοί λένε, από έλλειψη πείρας, ότι ‘‘ο τάδε άγιος έκανε θαύμα’’, αλλά εγώ έμαθα ότι το Άγιο Πνεύμα που ζει μέσα στον άνθρωπο κάνει τα θαύματα. Ο Κύριος ‘‘πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι’’ (Α΄ Τιμ. β΄ 4) για να μένουν αιώνια μαζί Του. Γι’ αυτό και ακούει τις προσευχές του αμαρτωλού ανθρώπου και, αυτό, ή για το όφελος των άλλων ή για αυτού του ίδιου που προσεύχεται». 



ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ
(1866–1938)

[Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ (1896–1993): «Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», μέρος β΄, Λόγος κ΄ («Ασκητικές σκέψεις, συμβουλές και
παρατηρήσεις
»), σελ. 583–584, 10η έκδοση, Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2003.] 

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Κάρλ Γιάσπερς Αποκάλυψη και Στοχασμός Απόδοση : Στέλιου Σ. Κωσταρόπουλου




Η κατανόηση της αρχέγονης αποκαλύψεως είναι αυτό που αποκαλούμε θεολογία. Η ύπαρξή της σημαίνει και ύπαρξη της αποκαλύψεως. Από πού το συμπεραίνουμε;

Μπορεί κανείς να σκεφθεί ότι αυτή βασίζεται στην πραγματικότητα του Ιησού, όπως τον ανακαλύπτεις στα συνοπτικά Ευαγγέλια με την βοήθεια της κριτικής της ιστορίας. Αλλά ο αληθινός Ιησούς ήταν ανθρώπινος, τελευταίος από τους Εβραίους προφήτες, κήρυκας, εκφραστής της θελήσεως του Θεού, άγγελος κρίσεως, καταδίκης και τιμωρίας. Δεν ήταν ούτε αυτοδιορισμένος Μεσσίας, ούτε αυτοδημιούργητο μυστήριο, ούτε τέλος ο ιδρυτής μιας Εκκλησίας.

Η αποκάλυψη πιστεύεται επίσης ότι βασίζεται στο «κήρυγμα», στη πρώτη διδαχή των Αποστόλων, που αρχίζει με την έννοια του Ιησού ως Χριστού, της μεσσιανικής σημασίας του, βασισμένης στην αποδοχή της αναστάσεώς του.

Εκεί διακρίνουμε την αποκάλυψη από την κατανόησή της. Η Θεολογία προϋποθέτει κατανόηση του κηρύγματος, κι' αυτή η θεολογική κατανόηση
-απαρχή, αναφορικά με την αποκάλυψη καθαυτή, στη Καινή Διαθήκη- επιτρέπει και απαιτεί κριτική και συζήτηση για το αν κατανοούμε σωστά.

Αφότου το κήρυγμα μεταδίδεται με ανθρώπινους όρους, απολήγει αναπότρεπτα στην κατανόηση και συνακόλουθα στη Θεολογία, άσχετα με το πόσο πίσω πηγαίνουμε. Το ακούμε με μέτρα ανθρώπινα. Δεν μπορούμε να σύρουμε διαχωριστική γραμμή μεταξύ της απαιτούμενης υπακοής και της συνακόλουθα απαιτούμενης κριτικής συζητήσεως, μεταξύ αποκαλύψεως και κατανοήσεως. Βέβαια, η απαίτηση για υπακοή, που εμπεριέχεται στην αποκάλυψη, προηγείται της τάσεως να γίνει το κήρυγμα γενικά καταληπτό, όμως με την απαρχή ακριβώς της κατανοήσεως πέφτει σε λανθάνουσα κατάσταση. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι μένει σα σημείο συσχετίσεως, όπως νοείται τούτο στη γλώσσα, αν και καθαυτό εξεταζόμενο από καθαρά γλωσσική άποψη στερείται μεταδοτικότητος.