Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

Πρότυπο Αγίου, διδασκάλου του αγώνος κατά των παθών μας και κατά της αιρέσως της εποχής του, καθώς Αποτειχίστηκε από τον Πατριάρχη Καλέκα.



Κυριακή Β΄ Νηστειών, Αγίου Γρηγορίου Παλαμά


 

Του Δημήτρη Μπάτση
 

 
Την Κυριακή της δεύτερης εβδομάδος της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η Εκκλησία τιμά το πρόσωπο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1297-1359). Η μνήμη του τιμάται και στις 14 Νοεμβρίου, ημέρα της κοίμησής του. Η Εκκλησία τοποθέτησε την μνήμη του, την δεύτερη Κυριακή της Σαρακοστής καθώς η συγκεκριμένη εορτή αποτελεί συνέχεια της Κυριακής της Ορθοδοξίας.
 
       Στις δύο αυτές Κυριακές της Μεγάλης Σαρακοστής, τιμάμε όσους αγωνίστηκαν εναντίον των αιρέσεων κάτι που καταδεικνύεται από την ανάγνωση του «Συνοδικού» της Ορθοδοξίας στην απόλυση της Θείας Λειτουργίας της πρώτης Κυριακής των Νηστειών καθώς και το ότι την επόμενη Κυριακή τιμά, έναν μεγάλο αγωνιστή της Ορθόδοξης πίστης, τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Χαρμόσυνο και πανηγυρικό το ύφος των δύο πρώτων Κυριακών, κάτι που μας βοηθάει στο να εντείνουμε τον πνευματικό αγώνα μας στο στάδιο των αρετών, της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
 
       Η Εκκλησία μας προβάλλει την προσωπικότητα του Αγίου Γρηγορίου τόσο πολύ καθώς η όλη θεολογική προσφορά του ήταν ιδιαιτέρως σημαντική, κυρίως όμως, η όλη βιοτή του αποτελεί πρότυπο για όλους μας. Αν και γόνος πλούσιας οικογένειας και με ιδιαίτερα αξιόλογη μόρφωση, αφιερώθηκε μαζί με τους αδερφούς του σε νεαρή ηλικία, στον Θεό, στο όρος του Άθωνα, το οποίο έχει καταστεί συνώνυμο της αγιότητας. Εκεί αφοσιώθηκε στη νοερά προσευχή, στην μελέτη της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας και στην καλλιέργεια των ευαγγελικών αρετών. Καρποί της άσκησής του, ήταν η εμφάνιση σε όραμα της Υπεραγίας Θεοτόκου και του Ευαγγελιστού Ιωάννου, του Θεολόγου, οι οποίοι του εγγυήθηκαν ότι θα τον στηρίζουν στους πνευματικούς του αγώνες.

"Ο αντιπαπικός Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και το φιλοπαπικό παράληρημα των οικουμενιστών"!


 "Ο αντιπαπικός  Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
και το φιλοπαπικό παράληρημα
των οικουμενιστών"!

Πρωτοπρ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος
εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς

Πολύ εύστοχα και θεόπνευστα η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική, Ορθόδοξος Εκκλησία μας προβάλει την Β΄ Κυριακή των Νηστειών, για δεύτερη φορά την μορφή του εν αγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου του Παλαμά αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, του κήρυκος της Χάριτος και θεατού του ακτίστου Φωτός. Πρώτη φορά η μνήμη του, η κοίμησή του εορτάζεται στις 14 Νοεμβρίου.
Την τοποθέτησε, μάλιστα, μετά την Κυριακή της Ορθοδοξίας, γιατί, κατά κάποιο τρόπο, αυτή η Κυριακή είναι η δεύτερη Κυριακή της Ορθοδοξίας. Και εάν θέλαμε πολύ περιληπτικά να διευκρινίσουμε για ποιόν λόγο η Εκκλησία μας τοποθέτησε αυτή την δεύτερη Κυριακή της Ορθοδοξίας, μπορούμε να πούμε ότι την προηγουμένη Κυριακή, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, η Εκκλησία μας απέφυγε τον κίνδυνο του εξανατολισμού, δηλ. των αιρέσεων από την Ανατολή, από ιουδαϊκές και ισλαμικές επιρροές.

Είναι γνωστό ότι η αίρεση της εικονομαχίας είχε τις ρίζες της στον Ισλαμισμό και τον Ιουδαϊσμό, οι οποίες είναι ανεικονικές θρησκείες, δηλ. δεν έχουν εικόνες. Και αυτή τη μανία τους εναντίον των αγίων εικόνων προσπάθησαν να την περάσουν και μέσα στην πίστη μας, την αγία Ορθοδοξία.
Όμως, οι άγιοι Πατέρες, αγωνιζόμενοι εναντίον των χριστιανοκατηγόρων εικονομάχων, το απέτρεψαν αυτό και έτσι αποφεύχθηκε ο εξανατολισμός της Ορθοδοξίας, δηλ. το να μας παρασύρει η Ανατολή, οι Μουσουλμάνοι και οι Εβραίοι.
Με την δεύτερη Κυριακή της Ορθοδοξίας και με τους ησυχαστικές συνόδους του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά τον 14ο αιώ., οι οποίες αποτελούν την Θ΄ Οικουμενική Σύνοδο, αποφεύχθηκε τώρα όχι ο εξανατολισμός, αλλά ο εκδυτικισμός, ο εκλατινισμός, η φραγκοποίηση της Ορθοδοξίας, τον οποίο εκπροσωπούσε ο εκ της Δύσεως ερχόμενος, επηρμένος, υπερήφανος, αιρετικός και αναθεματισμένος από την Εκκλησία μας, διά του Συνοδικού της Ορθοδοξίας, Βαρλαάμ ο Καλαβρός.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος μαζί με τον Μ. Φώτιο Κων/λεως και τον άγιο Μάρκο Εφέσου τον Ευγενικό αποτελούν τους νέους τρεις Ιεράρχες, τους ονομαζομένους αντίπαπες και παπομάστιγες, ήλεγξε σφοδρότατα και αυστηρότατα στο πρόσωπο του Βαρλαάμ την παναίρεση του Παπισμού και όλες τις καινοτομίες, τους νεωτερισμούς, τις παραχαράξεις, τις διαστρεβλώσεις και αιρέσεις της Δύσεως επί της άπαξ παραδοθείσης πίστεως. Γι’αυτό καί μέχρι τις ημέρες μας οι αιρετικοί Λατίνοι αποστρέφονται και μισούν τον άγιο Γρηγόριο˙ δεν τον θεωρούν άγιο, αλλά αντιθέτως «αιρετικό»!!! Φρίττουν και τρέμουν μόνο στο άκουσμα του αγίου ονόματός του!
Στο έργο του «Λόγος αποδεικτικός περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος» λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς˙ «Πάλιν ο δεινός και αρχέκακος όφις την εαυτού κεφαλήν καθ’ ημών διαίρων, υποψυθιρίζει τα της αληθείας αντίθετα»[1]. «Πάλι ο πρωταίτιος του κακού όφις, ο διάβολος, σηκώνοντας την κεφαλή του εναντίον μας, υποψυθιρίζει τα αντίθετα προς την αλήθεία».
Και παρακάτω, αφού λέει ότι αυτός ο διάβολος είναι, που παρεκίνησε τους Αρείους, τους Απολλιναρίους, τους Ευνομοίους και Μακεδονίους και πολλούς ετέρους αιρετικούς, «ούτος τοίνυν ο νοητός και διά τούτο μάλλον επάρατος όφις, το πρώτον και μέσον και τελευταίον κακόν», «αυτός, λοιπόν, ο νοερός και γι’αυτό περισσότερο καταραμένος διάβολος, που είναι το πρώτο και μεσαίο και το τελευταίο κακό», «μηδαμώς επιλελησμένος της οικείας κακοτεχνίας», «δεν ξέχασε καθόλου την κακοτεχνία του, το κακό έργο του», «διά των αυτώ πειθηνίων Λατίνων, περί Θεου καινάς εισφέρει φωνάς»[2], «με τους λατίνους, που είναι πειθήνια όργανά του, εισαγάγει καινούργιες φωνές σχετικά με τον Θεό».
Ήδη ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει αυτό, που αργότερα θα πει ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ότι ο πάπας είναι αντίχριστος. «Τον πάπα να καταράσθε, γιατί αυτός θα είναι η αιτία όλων των κακών (της Ορθοδόξου πίστεως)».

Το μήνυμα της διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά



ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗΝ ΜΑΣ
1. Ο Ησυχασμός1 είναι η πεμπτουσία της ορθοδόξου παραδόσεως, ταυτιζόμενος με αυτό που περικλείει και εκφράζει ο όρος ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Έξω από την ησυχαστική παράδοση η Ορθοδοξία είναι ανύπαρκτη και αδιανόητη. Η ησυχαστική πράξη, εξ άλλου, είναι η «λυδία λίθος» για την αναγνώριση της αυθεντικής χριστιανικότητας. «Νηστεία, αγρυπνία, προσευχή» -με τις ησυχαστικές πρακτικές- αποκτώνται τα ουράνια χαρίσματα στην ορθοδοξοπατερική παράδοση. Πρέπει δε να αποσαφηνισθεί εξ αρχής, ότι ως ησυχασμός νοείται κυρίως η πορεία προς την θέωση και η εμπειρία της θεώσεως και δευτερευόντως η διερεύνηση και καταγραφή αυτής της πορείας και εμπειρίας, η ακαδημαϊκή δηλαδή νοηματοδότηση του όρου «θεολογία».
Ο Ησυχασμός είναι η βάση και το θεμέλιο των δογματικοθεολογικών αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, ως η αγιοπνευματική πορεία της «καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως» και όχι κάποια διανοητική-στοχαστική-επιστημονική διαδικασία. Γι’ αυτό η γνώση του Θεού ως θέωση είναι υπόθεση όλων, εγγραμμάτων και αγραμμάτων, σοφών και ασόφων και όχι μόνο των φιλοσοφούντων, όπως διετείνετο ο ουνιτίζων Βαρλαάμ ο Καλαβρός (1290-1359), τον 14ο αιώνα. Αυτόν κυρίως αντέκρουσε, ως κύριος εκπρόσωπος και πρόμαχος της Ησυχαστικής παραδόσεως ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-1359)2, ο μεγαλύτερος ορθόδοξος θεολόγος της εποχής του και μέγας Πατήρ της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ο Άγιος Γρηγόριος σπούδασε Θεολογία στην αληθινή Θεολογική Σχολή της Ορθοδοξίας, κατά τα κεφάλαια 12-14 της Α’ Προς Κορινθίους (δόμηση της Εκκλησίας διά των χαρισμάτων), δηλαδή στον χώρο της ασκήσεως και μετανοίας. Μέσα στο (κοινοβιακό) Μοναστήρι ο Παλαμάς έγινε Θεολόγος. Πηγή της Θεολογίας του δεν ήταν η σχολική, ακαδημαϊκή, έστω και αν κατείχε και αυτήν στο έπακρον, γνώση, αλλά η αγιοπνευματική ζωή. Με αυτή την προϋπόθεση αναδείχθηκε συνεχιστής των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων και γνήσιος Θεολόγος της παραδόσεως. Με βάση δε τα θαύματά του -βεβαίωση της αναδείξεώς του σε «ναόν του Αγίου Πνεύματος» (Α’ Κορ. 6, 19)- διακηρύχθηκε το 1368 Άγιος της Ορθοδοξίας, σύμφωνα με τα αγιολογικά κριτήρια της, και όχι λόγω των υπέροχων συγγραμμάτων του, όπως θα ήθελε το κοσμικό πνεύμα3.
Οι εκδοτικές και ερευνητικές συμβολές των γνωστών ακαδημαϊκών Θεολόγων μας Παναγιώτου Χρήστου, π. Ιωάννου Ρωμανίδου, π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, π. John Meyendorf, π. Ιουστίνου Πόποβιτς, π. Δημητρίου Στανιλοάε, Γεωργίου Μαντζαρίδου, Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου κ.ά. έκαμαν ευρύτερα γνωστό τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, τον 20ό αιώνα.

Η πατερικότης έναντι της αιρετικής πλάνης

2. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς αναδείχθηκε από την Χάρη του Θεού σε κατ’ εξοχήν ησυχαστή Θεολόγο, που οριοθέτησε σε κρίσιμους καιρούς την πατερικότητα απέναντι στην αιρετική πλάνη, αυθαιρεσία και αλλοτρίωση της Δυτικής Χριστιανοσύνης. Η πρώτη σπουδαία επισήμανση έγινε από τον Μέγα Φώτιο (±820-±891) στο πλαίσιο της Θεολογίας (Filioque) και Εκκλησιολογίας (κανονική τάξη), αλλά προσδιορίσθηκε σαφέστερα και βαθύτερα από τον Γρηγόριο Παλαμά. Φώτιος και Παλαμάς εχάραξαν την στάση έναντι της Δυτικής Χριστιανοσύνης, που έγινε παράδοση της Ορθοδοξίας, στην οποία εβάδισε, επίσης σε κρίσιμους καιρούς, ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός (1394-1445). Καμιά παρέκκλιση στην στάση αυτή δεν είναι δυνατή -όσο η Λατινική Εκκλησία εμμένει στις πλάνες της- χωρίς συνέπειες για την ορθόδοξη πίστη και την σωτηριολογική δυναμική της.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς συνέχισε την πνευματική σκυταλοδρομία, που άρχισε με τον Μέγα Φώτιο στην αντιμετώπιση της δυτικής πλάνης. Ο Μέγας Φώτιος συνέλαβε την προϊούσα αλλοτρίωση του Δυτικού Χριστιανισμού, όπως φαίνεται στο σπουδαίο θεολογικό έργο του «Περί της του Αγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας»4, που συνιστά έκτοτε την βασική πηγή για την κατανόηση του βάρους της αιρετικής διδασκαλίας του Filioque. Αναδείχθηκε δε πατέρας της Η’ Οικουμενικής Συνόδου (Κωνσταντινούπολις, 879/880)5, που κατεδίκασε το Filioque και την προσθήκη του στο ιερό σύμβολο. Ο Παλαμάς με την διεύρυνση των δυτικών προκλήσεων στην εποχή του, μετά μάλιστα το τραγικό 1204[6], συνειδητοποίησε πλέον καθαρά ότι είχε προκύψει στη Δύση ένας χριστιανισμός άλλου είδους, εντελώς ξένος προς το πνεύμα της πατερικής παραδόσεως. Ο Παλαμάς αναδείχθηκε σε πατέρα της Θ’ Οικουμενικής Συνόδου, δηλαδή των ησυχαστικών συνόδων των ετών 1341, 1347 και 1351, ιδιαίτερα δε της τελευταίας7, που διεκήρυξαν το άκτιστο της θείας Χάριτος, οριοθετώντας την πίστη της Εκκλησίας μας εν αναφορά προς την αιρετική σχολαστική διδασκαλία περί κτιστής Χάριτος (gratia creata) (Θωμάς Ακινάτης). Είναι ψευδοεπιχείρημα, συνεπώς, ότι δεν υπάρχει Οικουμενική Σύνοδος, που έχει καταδικάσει ως αιρετική την Λατινική Εκκλησία. Αυτό αναμένεται να το δεχθεί και διακηρύξει η προετοιμαζόμενη Πανορθόδοξος Σύνοδος -για μας οικουμενική- αναγνωρίζοντας ως οικουμενικές την Η’ και Θ’ Σύνοδο επί Φωτίου και Παλαμά. Αν δεν πράξει αυτό, θα συγκαταριθμηθεί -ο μη γένοιτο- με τις ψευδοσυνόδους της Εφέσου (449) και της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438/39).

Ο άγων διά την διάσωση της διδασκαλίας
περί διακρίσεως ουσίας – ενεργείας

3. Σε τί όμως συνίσταται συγκεκριμένα η προσφορά του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στον χώρο της Θεολογίας; Η συμβολή του, που έχει ιδιαίτερη σημασία και σήμερα λόγω του οικουμενικού διαλόγου, μπορεί να συνοψισθεί στα ακόλουθα βασικά σημεία:

Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ο επιφανής διδάσκαλος της θέωσης Αλέξανδρος Χριστοδούλου, Θεολόγος


Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (14 Νοεμβρίου)
Ο άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στην Κωνσταντι­νούπολη το 1296 από γονείς αριστοκράτες που ανήκαν στην αυλή του ευσεβούς αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου (1282-1328). Ο πατέρας του Κωνσταν­τίνος ήταν άνθρωπος αφοσιωμένος στον Θεό και την προσευχή και κοιμήθηκε όταν ο Γρηγόριος ήταν ακόμη νέος, αφού έγινε μοναχός. Η μητέρα του, Καλλονή, επιθυμούσε επίσης να γίνει μοναχή, αλλά περίμενε να εξασφαλίσει τη μόρφωση των επτά παιδιών της. Εμπιστεύθηκε τον Γρηγόριο, στους καλύτερους δασκάλους των θύραθεν επιστημών και εκείνος σε μερικά χρόνια απέκτησε τέλεια γνώση της φιλοσο­φικής σκέψεως. Ο Γρηγόριος όμως είχε στραμμένο το ενδιαφέρον του στα πράγματα του Θεού. Έκανε πνευματικό του πατέρα τον Θεόληπτο Φιλαδελφείας ο οποίος του δίδαξε την ιερά νήψη και τη νοερά προσευχή.
gregoriopalama2
Περί το 1316, ο Γρηγόριος εγκατέλειψε τον κόσμο και πήρε μαζί του στον μοναχικό βίο τη μητέρα του, δύο αδελφές, δύο αδελφούς και πλήθος υπηρετών του. Πηγαίνοντας στο Άγιο Όρος, ο Γρηγόριος και οι δύο αδελ­φοί του εγκαταστάθηκαν στη περιοχή της Μονής Βατοπαιδίου, υπό την καθοδήγηση του Γέροντος Νικοδήμου. Γυμνασμένος από παιδί στην υπακοή, την ταπεινοφροσύνη, την πραό­τητα, τη νηστεία, την αγρυπνία και στις διάφορες σκληραγωγίες έκανε γρή­γορες προόδους στην άσκηση της προσευχής. Μέρα και νύχτα συνεχώς προσευχόταν με λυγμούς λέγοντας: «Φώτισόν μου το σκό­τος!». Η Θεοτόκος προς την οποία προσέφευγε ήδη από τη νεότητά του, του έστειλε τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο για να του υποσχεθεί την προστασία της στη ζωή αυτή και την άλλη.
Τρία χρόνια μόλις αργότερα μετά το θάνατο του Γέροντος Νικοδήμου, ώθησε τον Γρηγόριο να μπει στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας. Παρ’ ότι τέλειος στην κοινοβιακή ζωή, η ψυχή του ποθούσε την ησυχία. Για τον λόγο αυτό αποσύρθηκε μετά από τρία χρόνια στη σκήτη την ονομαζόμενη Γλωσσία (σημ. Προβάτα), υπό την καθοδήγηση ενός περιβόητου μοναχού, του Γρηγορίου από το Βυζάντιο. Ο Γρηγόριος κρατούσε διαρκώς προσηλωμένη τη διάνοιά του στα βάθη της καρ­διάς του για να επικαλείται εκεί τον Κύριο Ιησούν με κατάνυξη, έτσι ώστε γινόταν όλος μια προσευχή.
Οι αδιάκοπες όμως επιδρομές των Τούρκων πειρατών ανάγκασαν σύντομα τον Γρηγόριο με τη συνοδεία του να εγκαταλείψουν τον τόπο. Έμεινε για λίγο στη Θεσσαλο­νίκη. Το 1326 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, αφού έλαβε σε μια οπτασία τη διαβεβαίωση ότι ήταν θέλημα Θεού. Αναχώρησε κατόπιν για την περιοχή της Βέροιας και συνέστησε σκήτη σε τόπο ήδη αγιασμένο από τον όσιο Αντώνιο τον Νέο, όπου για πέντε χρόνια αποδύθηκε σε μία πιο αυστηρή ακόμη άσκηση: έμενε έγκλειστος τις πέντε ημέρες της εβδομάδας νηστεύοντας, αγρυπνώντας και προσευχόμενος. Εμφανιζόταν μό­νον το Σάββατο και την Κυριακή για να τελέσει τη θεία Λειτουρ­γία. Συνέχιζε έτσι να ανεβάζει τον νου του στη θεωρία και να έρχεται σε άμεση κοι­νωνία με τον Θεό μέσα στην καρδιά του.
Επέστρεψε στον Άθω και εγκαταστάθηκε στο κελλί του Αγίου Σάββα, λίγο πιο πάνω από τη Μεγίστη Λαύρα. Ο Γρηγόριος έφθασε στη θεοπτία μέσα στο φως του Αγίου Πνεύματος και στη θέωση. Σε όνειρο πληροφορήθηκε ότι είχε φθάσει ο καιρός να διδάξει στους αδελφούς του τα μυστήρια που του αποκάλυψε ο Θεός. Συνέταξε τότε μερικές ασκητικές πραγματείες και το 1335 ορίσθηκε ηγούμενος της Μονής Εσφιγμένου. Ο ζήλος του όμως και οι απαιτήσεις του δεν κατανοήθηκαν από τους διακόσιους μοναχούς που ζούσαν εκεί και έτσι μετά από ένα χρόνο επέστρεψε στο ερημητήριό του.
Ο άγιος Γρηγόριος στη σύγκρουσή του με τον Βαρλαάμ, μοναχό από τη Καλαβρία, διατύπωσε την ορθόδοξη διδασκαλία για την θεία Ουσία και τις θείες Ενέργειες και τη δυνατότητα θεώσεως του ανθρώπου, την μετοχή του δηλ. στις θείες ενέργειες. Ο Βαρλαάμ υποστήριζε τη γνώση του Θεού διά μέσου των συλλογισμών. Ο άγιος Γρηγόριος έδειχνε ότι η άσκηση και η προσευχή είναι η απόληξη ολόκληρου του μυστηρίου της Σωτη­ρίας και αποτελούν το μέσον που διαθέτει ο κάθε πιστός για να κάνει να ανθίσει εντός του η χάρις που του έχει χορηγηθεί κατά το άγιο Βάπτισμα. Μετά από την Ενανθρώπηση του Κυρίου, οφείλουμε να αναζητούμε τη χάρη του Πνεύματος στα σώματά μας, τα καθαγιασμένα από τα άχραντα Μυστήρια και ενοφθαλμισμένα διά της Ευχαριστίας στο Σώμα του Χριστού. Η χάρη αυτή είναι η ίδια η δόξα του Θεού που αναβλύζοντας από το σώμα του Χριστού την ημέρα της Μεταμορφώσεως θάμβωσε τους μαθητές και η οποία, απαστράπτοντας τώρα μέσα στην καθαρισμένη από τα πάθη καρδιά, μας ενώνει πραγματικά με τον Θεό, μας φωτίζει, μας θεώνει και ως αρραβώνας της δόξης που θα λάμψει στα σώματα των αγίων μετά την Ανάσταση των πάντων. Ακολουθώντας τους παλαιούς Πατέρες, αλλά με σαφέστερο τρόπο, διακρίνει στον Θεό την αμέθεκτη ουσία και τις αιώνιες, δημιουργικές και προνοιακές ενέργειες διά των οποίων ο Κύριος κάνει τα κτιστά όντα να μετέχουν στο είναι Του, στη ζωή Του και στο φως Του, δίχως ωστόσο να εισάγει κανένα μερισμό στην ενότητα της θείας φύσεως. Οι θέσεις του αγίου, αφού αναγνωρίσθηκαν πρώτα από τους ηγέτες της αθωνικής πολι­τείας στον Αγιορειτικό Τόμο (1340) που είχε συνταχθεί από τον Γρη­γόριο, υιοθετήθηκαν εν συνεχεία, από την Εκκλησία, η οποία καταδί­κασε τον Βαρλαάμ σε δύο Συνόδους που συγκαλέσθηκαν στην Αγία Σοφία το 1341.
Οι συζητήσεις επαναλήφθηκαν με τον Ακίνδυνο που υποστήριζε τα επιχειρήματα του Βαρλαάμ και κίνησε δίκη ώστε να αφορισθεί ο άγιος και να καταδικαστεί σε φυλάκιση επί πατριάρχου Ιωάννη Καλέκα. Επί Καντακουζηνού με τη σύγκληση το 1351 νέας Συνόδου το δόγμα του Γρηγορίου για τις άκτιστες ενέργειες και τη θεία Χάρη αναγνωρίσθηκε ως κανόνας πίστεως για την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο πατριάρχης Ισίδωρος εμπιστεύτηκε στον Γρηγόριο τον θρόνο της Θεσσαλονίκης (Μάρ­τιος 1347). Ο νέος μητροπολίτης δεν μπόρεσε να εγκατασταθεί στην έδρα του. Βρίσκοντας καταφύγιο στη Λήμνο για λίγο καιρό, όπου επέδειξε ηρωική αφοσίωση κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας, ο Γρηγόριος μπόρεσε τελικά να επιστρέφει στην πόλη, ανευφημούμενος ως εικόνα του τροπαιούχου Χριστού με πασχάλιους ύμνους. Στις πολυάριθμες ποιμαντικές του δραστηριότητες έδωσε την ευκαιρία στους πιστούς να επωφεληθούν από τα άφθονα χαρίσματα που απέκτησε στην ερημία. Με τη δύναμη του Χριστού, έκανε επίσης πλήθος θαυμάτων και θεράπευσε πολλούς.
Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού προς την Κωνσταντινούπολη, έπεσε στα χέρια των Τούρκων και κρατήθηκε αιχμάλωτος στη Μικρά Ασία ένα χρόνο. Απελευθερώθηκε χάρη σε λύτρα που ήρθαν από τη Σερβία, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου συνέχισε το έργο του ποιμενάρχη και θαυματουργού. Στα τέλη του 1354, ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη και ανάγκασε τον Καντακουζηνό να παραιτηθεί, καθαίρεσε τον πατριάρχη άγιο Φιλόθεο και στράφηκε εναντίον των οπαδών του αγίου Γρηγορίου. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς, που είχε καταδικαστεί από τη Σύνοδο του 1351, επανέλαβε τις κατηγορίες του ισχυριζόμενος ότι δεν έπρεπε να αποδίδεται στον Θεό παρά μία απλή ουσία. Ο αυτοκράτορας διοργάνωσε δημόσια συζήτηση μεταξύ του τελευταίου αυτού και του Γρηγορίου, παρουσία ενός λεγάτου του πάπα, η οποία κατέληξε στην επιβεβαίωση της συνοδικής αποφάσεως (1355).
Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη, ο άγιος ανέλαβε εκ νέου τα ποιμαντικά του καθήκοντα. Καθώς δοκιμαζόταν από μια μακροχρόνια και βαρειά ασθένεια, του φανερώθηκε ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για να τον καλέσει να τον συναντήσει εν μέσω του χορού των αγίων ιεραρχών, την ημέρα μετά από την εορτή του. Και πράγματι, ο άγιος παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό στις 14 Νοεμβρίου 1359. Όταν κοιμήθηκε, το πρόσωπό του ακτινοβολούσε φως. Ο Θεός έδειξε με αυτόν τον τρόπο, στο πρόσωπο του δούλου του, την αλήθεια της διδασκαλίας του για την πραγματικότητα της θεώσεως του ανθρώπου, διά του ακτίστου φωτός του Αγίου Πνεύ­ματος. Ο Γρηγόριος ανακηρύχθηκε άγιος το 1368 και για το πλήθος των θαυμάτων του τιμάται έως σήμερα ως συμπολιούχος της Θεσσαλονίκης μαζί με τον άγιο Δημήτριο.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΖΒΕΡΕΦ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΒΟΡΟΝΕΖ. ΠΩΣ ΔΙΗΓΗΘΗΚΕ ΕΝΑ ΘΑΥΜΑΣΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΣΕ ΕΝΑ ΟΡΦΑΝΟ ΠΑΙΔΑΚΙ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ.




 Όταν αποφάσισε να ανταλλάξει μερικά πολύτιμα εκκλησιαστικά αντικείμενα μέ τρόφιμα για τούς πεινασμένους, κάποιοι τον επέκριναν. Αλλά εκείνος τούς είπε:
-       Στην εκκλησία τά αντικείμενα αυτά απλώς υπάρχουν, μένοντας αναξιοποίητα. Και από την άλλη μεριά, οι άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα. Είναι, λοιπόν, περιττά- δεν μάς χρειάζονται.
Σ’ ένα από τά κηρύγματά του διηγήθηκε το ακόλουθο συγκινητικό και διδακτικό γεγονός:
-       Από την πείνα πέθανε ό πατέρας ενός παιδιού. Λίγο αργότερα πέθανε και ή μητέρα του. Καθώς οι γείτονες μετέφεραν τη νεκρή στο κοιμητήριο, το παιδί συντετριμμένο βάδιζε πίσω από το φέρετρο. Μετά την ταφή, όλοι έφυγαν. Μόνο το παιδί κάθισε πάνω στον τάφο και άρχισε να κλαίει γοερά. Ανάμεσα στ’ αναφιλητά του, Απευθύνθηκε μέ παράπονο στον Θεό, λέγοντας: “Κύριε, Κύριε! Ή μητέρα μου, λίγο πριν πεθάνει, μου είπε ότι θα έρθεις Εσύ να μέ βοηθήσεις. Αλλά δεν έρχεσαι. Γιατί; Σε περιμένω... Σε περιμένω... και δεν έρχεσαι!”. "Ύστερα, καθώς τά δάκρυά του πότιζαν το χώμα του μνήματος, στράφηκε στη μητέρα του σαν να ήταν ζωντανή. “Μαμά”, της είπε, “μ’ ακούς;
 Ό Κύριος δεν έρχεται!”. ’Έτσι κλαίγοντας και μονολογώντας, Αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε μ’ ένα ελαφρό σκούντημα. Άνοιξε τά μάτια του και είδε ένα καλοσυνάτο πρόσωπο να τον κοιτάζει. “Γιατί κοιμάσαι εδώ;”, ρώτησε το παιδί ό άγνωστος. Εκείνο, κλαίγοντας πάλι, του διηγήθηκε τί είχε συμβεί. “Ώστε έτσι!”, είπε ό περαστικός. “Μάθε, λοιπόν, ότι ό Κύριος μέ έστειλε να σε συναντήσω”. Πήρε το παιδί στο σπίτι του και το ανέθρεψε σαν δικό του... Βλέπετε πώς πρέπει να επικαλούμαστε τον Κύριο και πώς ή παιδική προσευχή φτάνει ως τον ουρανό;
 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. ΡΩΣΟΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018

Ο σοφός γέροντας Δανιήλ.

Ό Γέροντας αυτός Δανιήλ, κατά κόσμο λέγονταν Δημήτριος Ισιδώρου και κατάγονταν από τη Σμύρνη της Μ. Ασίας, αφού τελείωσε τη λεγόμενη «Ευαγγελική Σχολή» της Σμύρνης, από υπερβολικό ζήλο στην αρετή και τον Μοναχισμό, νέος ακόμη σε ηλικία 19 ετών εγκατέλειψε τα εγκόσμια, έφυγε κρυφά από τους γονείς και συγγενείς του και πήγε στην Πάρο. Στο νησί ‘κείνο βρήκε τον άγιο Αρσένιο, ό όποιος είχε κάνει χρόνια στο Αγιον Όρος, από το όποιον εξαναγκάσθηκε να φύγει λόγω των πολλών τότε σκανδάλων και κατά τις θείες βουλές του Υψίστου ήταν ηγούμενος στην Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου, ή οποία ήταν μετόχι της εν Νάξο Ιεράς Μονής «Φανερωμένης». Στην Πάρο κοντά στον άγιο Αρσένιο δεν έμεινε πολύ, διότι αυτός προέτρεψε τον Δημήτριο να μεταβεί το συντομότερο στο Αγιον Όρος, εφόσον θέλει να γίνει και να είναι πραγματικός Καλόγερος.
Έτσι ό Δημήτριος Ισιδώρου, με την ευχή και ευλογία του αγίου Αρσενίου ήλθε στο Αγιον Όρος κατά το σωτήριον έτος 1864′ Στην αρχή κοινοβίασε στην ιερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, ή οποία είχε στους κόλπους της πολλούς σοφούς και ενάρετους Μοναχούς, από διάφορα μέρη της Ελλάδος και της Μικρας Ασίας, φλογερούς Μοναχούς με μεγάλη πίστη και αυταπάρνηση.
Ό Δημήτριος, ακολούθησε όλους τους Κανόνες και την τυπική διάταξη του Ιερού αυτού Κοινοβίου και υστέρα από σκληρή δοκιμή, έγινε Μοναχός και πήρε το όνομα Δανιήλ. Πολύ σύντομα όμως ξέσπασε ό πόλεμος και τα σκάνδαλα στο Κοινόβιο αυτό, όταν από το 1850 άρχισαν να κοινοβιάζουν σ’ αυτό Ρώσοι ορθόδοξοι χριστιανοί και να γίνονται Μοναχοί, τόσοι δε πολλοί εισέρευσαν στο Μοναστήρι αυτό Ρώσοι, ώστε σε λίγο χρονικό διάστημα πέρασαν σε αριθμό τους Έλληνες Μοναχούς και ακολούθησαν μετά τα γνωστά γεγονότα, κατά τα οποία με την επέμβαση του Πατριαρχείου ξεδιώχθηκαν σχεδόν όλοι οι Έλληνες Μοναχοί και ή Μονή έγινε Έλληνορωσική.
Ένας από τους εκδιωχθέντες, από την Μονή αυτή Έλληνας Μοναχούς, ήταν και ό Γέρων Δανιήλ, διότι σαν μορφωμένος είχε γίνει Γραμματέας του Κοινοβίου και ήταν δυναμικό στέλεχος των Ελλήνων Μοναχών. Έτσι στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος έμεινε οκτώ περίπου χρόνια καί άπ’ αυτήν βρήκε καταφύγιο στην Ιερά Μονή του Βατοπαιδίου, οι αδελφοί της οποίας με πολλή χαρά δέχθηκαν να κοινοβιάζουν το Μοναχό Δανιήλ καί στην αρχή τον διόρισαν Γέροντα καί διευθυντή στον Ξενώνα της Μονής, πού λέγεται «Αρχονταρίκι.

Βαρσανούφιου καί Ἰωάννου τόμος Α


Ἕνα Πατερικό κείμενο μεστό ἀπό πνευματικές ἐμπειρίες, πυξίδα ἀπλανής γιά τήν πορεία πού ἔχει νά διανύσει ὁ ἄνθρωπος, ἕως ὅτου γίνει «κατά Χάριν θεάνθρωπος». Οἱ Ὅσιοι Πατέρες μας Βαρσανούφιος καί Ἰωάννης οἱ διακριτικοί αὐτοί καί στοργικοί Πατέρες, μέ ἐπιστολές τους πρός τά πνευματικά τους τέκνα, μᾶς χειραγωγοῦν πρός τήν εὐρύτητα τοῦ ἀληθινά ὀρθοδόξου φρονήματος, πρός τήν ἔμπρακτη ταπείνωση, τή φιλάνθρωπη καί φιλόθεη διάκριση, στό νόημα τοῦ προσωπικοῦ μας σταυροῦ, στά μυστήρια τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἀπόσπασμα
᾿Απόκριση τοῦ ἴδιου, τοῦ μεγάλου Γέροντα, πρός τόν ἴδιο (ἀδελφό), τότε πού ἐκεῖνος (ὁ ἀδελφός) ἔπεσε σέ πολλή λύπη καί ἀθυμία.
᾿Aδελφέ ᾿Ανδρέα, εἴθε νά μήν ἐπιτρέψει ὁ φιλάνθρωπος Θεός μας στό μισόκαλο ἐχθρό νά σπείρει μέσα σου τή λύπη καί τήν ἀθυμία, τήν ὁποία ἐκεῖνος φέρνει στίς ψυχές, γιά νά μή σέ ὁδηγήσει σέ ἀπόγνωση, σχετικά μέ ὅσα ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, ὁ εὐλογητός, διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σέ σένα τόν ἀγαπητό, ἀλλά νά ἀνοίξει τήν καρδιά σου νά κατανοήσεις τίς Γραφές, ὅπως ἄνοιξε τήν καρδιά τῶν μαθητῶν, πού ἦταν μαζί μέ τόν Κλεόπα (Λουκ. 24, 32).
Νά κατανοήσεις δηλαδή, γιατί ὁ Θεός, μετά τίς ὑποσχέσεις πού ἔδωσε στόν ἅγιο Πατριάρχη ᾿Αβραάμ, πάλι ἐπέτρεπε ὥστε αὐτός νά δοκιμάζεται (Γεν. 22, 1). Διότι λέει: Καί μετά ἀπ᾿ αὐτά τά λόγια, δηλαδή τίς ὑποσχέσεις πού ἔδωσε σ᾿ αὐτόν, τό φίλο Του – πού Τοῦ πρόσφερε μιά τόση μεγάλη θυσία, ὁ ὁποῖος δέν ἦταν πρέπον νά πάθει κανένα κακό καί πού γιά τήν πίστη του τή μεγάλη τόν θεώρησε δίκαιο (Γεν. 15, 6), (Ρωμ. 4, 3) – αὐτόν τόν τόσο σπουδαῖο καί μεγάλο, τόν ἄφησε νά πέσει σέ πειρασμό. Καί τόν ἄφησε γιά νά δοκιμαστεῖ, ἀκριβῶς γιά νά κατασταθοῦν ἀναπολόγητες οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους καί νά εἶναι παράδειγμα καί πρότυπο στούς πιστούς, ὅτι “μέ πολλές θλίψεις πρόκειται νά μποῦν στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ” (Πράξ. 14, 22) καί “μέ τήν ὑπομονή τους θά σώσουν τίς ψυχές τους” (Λουκ. 21, 19), “εὐχαριστώντας γιά τό καθετί τό Θεό” (Α’ Θεσ. 5, 18). Μαζί μέ αὐτά, φέρε στό νοῦ σου καί τόν ἅγιο ᾿Ιώβ, τό γνήσιο φίλο τοῦ Θεοῦ, “τόν ἀληθινό, τόν ἄμεμπτο καί δίκαιο, τό θεοσεβή, πού ἀπεῖχε ἀπό κάθε πονηρό πράγμα” (᾿Ιώβ 1, 1). Αὐτόν πού δέν ἔπρεπε νά πάθει κανένα κακό, καί αὐτόν τόν παρέδωσε νά πειραστεῖ, γιά νά δοκιμαστεῖ ἡ ἀρετή του· καί ἀγωνίστηκε τόσο, μέχρι σημείου πού ἄφησε καταντροπιασμένους καί ἀναπολόγητους τούς ἐχθρούς καί τούς κατηγόρους του, καθώς τούς ἔλεγχε μέ τή ζωή του.

Πατερικές διδαχές περί πραότητος


theologia
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος σχετικά μέ τήν ἀρετή τῆς πραότητος στο Γνῶθι σαυτόν, λέγει: «Ἡ πραότητα εἶναι ἠρεμία ψυχῆς, πού ἀγαπά- ει τόν Θεό καί τόν πλησίον της. Ἡ πραότητα εἶναι ἀρετή ἀγαπητή στον Θεό, πού εὐχαριστεῖ ὅσους βλέπουν τήν εἰκόνα της. Ἡ ἡμερότητα τοῦ χαρακτῆρος της ξεχύνεται σάν ὀμορφιά, πού διανθίζει μέ χάρη ὅλο το ἦθος του καί φέρνει εὐχαρίστηση σέ ὅσους τήν βλέπουν. Ἡ πραότητα εἶναι πλοῦτος ἀνεκτίμητος, εἶναι θεϊκό ὄνομα, εἶναι οὐράνιο χάρισμα, εἶναι σκάλα, πού ἀνεβάζει τόν ἄνθρωπο στόν οὐρανό. Ἡ πραότητα κάνει τόν ἄνθρωπο εἰκόνα τοῦ πράου Ἰησοῦ, πού θερμαίνει τήν καρδιά του. Ἡ πραότητα ἀκολουθεῖται ἀπό τήν ταπεινοφροσύνη, τήν ἀνεξικακία καί τήν ὑπομονή. Ὁ πρᾶος εἶναι εὐμενής καί εὐγενικός προς ὅλους, καί σέ ὅσους ἁμαρτάνουν μέ ἐπιείκεια φέρεται. Δέν μαλώνει, δέν βλαστημάει, δέν βρίζει, ἀλλά μέ ἀγάπη διορθώνει ὅσους φταῖνε»1.
Ὁ Μέγας Βασίλειος στίς Ἀσκητικές διατάξεις, ἀναφέρει: «Ἡ ἀγανάκτηση τόν κατάλληλο χρόνο ἁρμόζει καί σέ αὐτούς, πού ἔχουν περί πολλοῦ τήν πραότητα. Γιατί κι ὁ Μωυσῆς, πού μαρτυρήθηκε ὡς ὁ πραότερος ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅταν τό ἀπαίτησε ὁ καιρός, ἀγανάκτησε κι ἔφτασε σέ τέτοιο σημεῖο ταραχῆς, ὥστε νά ἐκδηλώσει τήν ἀγανάκτηση μέσῳ τοῦ φόβου τῶν ὁμοφύλων, ἀφ᾽ ἑνός μέν ὅταν κατασκεύαζαν τόν μόσχο, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ ὅταν μιάνθησαν μέσῳ τοῦ Βεελφεγώρ. Ὥστε εἶναι δυνατόν καί ὁ πρᾶος ἀκόμη νά ἀγανακτεῖ, ὅπως ὁρίζει ἡ λογική, καί νά μή καταστρέφει τήν ἀρετή τῆς πραότητος. Το νά μένει δέ κάποιος ἀσυγκίνητος ἤ νά μή ἀγανακτεῖ, ὅπως ἐπιβάλλεται, δέν σημαίνει πραότητα, ἀλλά ἀργία τῆς φύσεως»2.

ΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΝΟΤΗΣ Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν 1. Ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν




Ἕνα εὔκολο –καὶ πρόχειρο– ἐπιχείρημα, γιὰ νὰ ὑποστηριχθεῖ ἡ συγγένεια τῶν Μεγάλων Θρησκειῶν (Θρησκευμάτων ὀρθότερα), εἶναι ἡ ἀναφορὰ σὲ ἕνα Θεό, πού ἀπὸ κοινοῦ ἀποδέχονται. Καὶ βέβαια ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας. Ὁ ἕνας ὅμως Θεὸς θεωρεῖται ἀπὸ τὰ διάφορα θρησκεύματα μέσα ἀπὸ εἰδικὴ προοπτική, ὥστε τελικὰ νὰ διαφέρει ὁ Θεὸς ἀπὸ θρησκεία σὲ θρησκεία, καὶ τελικὰ νὰ ἀποδεικνύεται, ὅτι δὲν εἶναι ὁ ἴδιος Θεός, στὸν ὁποῖο ἀναφέρονται, ἀκόμη καὶ οἱ λεγόμενες μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες, ἀλλὰ καὶ οἱ χριστιανικὲς «Ὁμολογίες».



Ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν εἶναι μὲν ἕνας, ἀλλὰ διακρίνεται σὲ Τρία Θεῖα Πρόσωπα, κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ Ὁποῖα ἔχει τὸ πλήρωμα τῆς θεότητας, χωρὶς ὅμως νὰ γίνεται λόγος γιὰ «τρεῖς θεούς», ἀλλὰ γιὰ Ἕνα, ὅπως ὁμολογοῦμε καὶ στὸ «σύμβολο τῆς πίστεως, («Πιστεύω εἰς ΕΝΑ Θεόν…»). Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι «ὁ Θεὸς ποὺ ἀποκαλύπτεται στὴν ἱστορία, δὲν εἶναι μία μοναχικὴ ὕπαρξη, αὐτόνομη Μονάδα ἢ ἀτομικὴ Οὐσία. Εἶναι Τριάδα ὑποστάσεων, τρία Πρόσωπα μὲ ἀπόλυτη ὑπαρκτικὴ ἑτερότητα, ἀλλὰ καὶ κοινότητα Οὐσίας, Θέλησης καὶ Ἐνέργειας»1.


Συνοψίζοντας τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ παράδοση καὶ διδασκαλία γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα ὁ νεώτερος πατέρας τῆς Ὀρθοδοξίας ὅσιος Νικόδημος Ἁγιορείτης (†1809) καὶ ἐπαναδιατυπώνοντας τὴ μακραίωνη πατερικὴ διδασκαλία, γράφει: «Κοντά εἰς ἡμᾶς τους Ὀρθοδόξους σέβεται καί λατρεύεται εἷς Θεός τρισυπόστατος, ὃστις εἶναι μονάς ἐν ταυτῷ καί τριάς. Μονάς μέν κατά τήν οὐσίαν καί φύσιν, τριάς δέ κατά τάς ὑποστάσεις καί πρόσωπα· μονάς μέν ἀσύγχυτος καί τριάς ἀδιαίρετος· οὒτε διά τήν Μονάδα συγχεόμενος…, οὒτε διά τήν Τριάδα διαιρούμενος…»2.


Ὁ ἕνας Θεός, συνεπῶς, τῆς χριστιανικῆς ὀρθοδόξου πίστεως εἶναι τριαδικός: Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὸ Πνεῦμα στὴ Γραφὴ ὀνομάζεται καὶ Παράκλητος (Ἰω. 14,16· 15,26 κ.ἄ), ὁδηγός, παρήγορος. Τὸ ὄνομα, βέβαια, κάθε θείου Προσώπου δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸν ἕνα Θεὸ καὶ τὰ τρία θεῖα Πρόσωπα. Ἡ δογματικὴ διδασκαλία δὲν ἀπορρέει ἀπὸ κάποιο φιλοσοφικὸ στοχασμὸ καὶ διανοητικὴ ἀναφορὰ στὸ Θεό. Ἀκόμη καὶ ἡ χρησιμοποιούμενη θεολογικὴ γλώσσα, παρόλο ποὺ ἔχει προέλευση φιλοσοφική, συχνὰ ἀποφορτίζεται καὶ ἀναφορτίζεται ἐννοιολογικά, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ πλησιάσει τὸ θεῖο μυστήριο, χωρὶς βέβαια τὴν κατανόησή (κατάληψη) του3.


Τὰ τρία θεῖα Πρόσωπα τῆς χριστιανικῆς Πίστης εἶναι τρεῖς ἄναρχοι τρόποι ὕπαρξης τῶν ἁγιοτριαδικῶν θείων Προσώπων καὶ τῆς σχέσης μεταξύ τους. Ἑνώνονται ἀδιαίρετα στὴ μία θεία Οὐσία, ἀλλὰ ὄχι ὡς μέρη τῆς μίας θεότητας, ἀφοῦ καὶ τὰ τρία ἔχουν «ὁμοῦ», καὶ τὸ καθένα χωριστά, ὁλόκληρη τὴ μία θεία οὐσία καὶ γι’ αὐτὸ λέγονται «ὁμοούσια» μεταξύ τους. Πάλι θὰ ἐπικαλεσθοῦμε τὸν ὅσιο Νικόδημο: «Εἷς Θεός ἐστιν ἡ Τριάς, μιᾷ προσκυνήσει καί λατρείᾳ προσκυνούμενος καί λατρευόμενος ὑπό πάσης κτίσεως αἰσθητῆς καί νοουμένης». Ἡ ἁγία Τριάδα εἶναι «ὁμοούσιος και ὁμοφυής καί ταυτενεργής καί παντοδύναμιος καί ἡνωμένη πρός ἑαυτήν»4. Τὰ τρία θεῖα Πρόσωπα «ἒχουσι τάς φυσικάς ἐνεργείας τῆς θεότητος… Μᾶλλον δέ καί ἀκριβέστερον εἰπεῖν μίαν καί τήν αὐτήν ἐνέργειαν ἒχουσι καί τά τρία»5.

Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά; Σύμφωνα μὲ ὅσα ὁ ἴδιος ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ἀποκάλυψε στοὺς Προφῆτες καὶ Ἀποστόλους, μέσα ἀπὸ τὴ θέωση, τὴν ἕνωσή τους μαζί Του, δὲν μποροῦμε νὰ συλλάβουμε ἢ νὰ γνωρίσουμε τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μόνο τὸν τρόπο ὕπαρξής Του καὶ τὶς σχέσεις τῶν ἁγιοτριαδικῶν Προσώπων. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνὸ (†πρὶν ἀπὸ τὸ 754), ὁ Θεὸς μᾶς ἀποκάλυψε «ὃ,τι ἦν δυνατόν ἡμῖν γνῶναι καί ἐδυνάμεθα φέρειν»6. Ἔτσι, γνωρίζουμε μὲν τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὄχι τὴν οὐσία Του (τί δηλαδὴ ΕΙΝΑΙ ὁ Θεός). Τὰ ὀνόματα, συνεπῶς: Πατήρ, Υἱός, Ἅγιο Πνεῦμα δὲν δηλώνουν τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸν τρόπο ὕπαρξής του. Ἡ μία θεία Οὐσία παραμένει ἀδιαίρετη καὶ ἀμέριστη, παρὰ τὴ διάκριση τῶν τριῶν Προσώπων στὴν ἁγία Τριάδα.

Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ αἰώνια σχέση τῶν τριῶν Προσώπων; Ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος καὶ «φύσει καὶ ἀϊδίως» (αἰώνια) γεννᾶ τὸν Υἱὸ καὶ ἐκπορεύει τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Υἱός, συνεπῶς, γεννᾶται καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ὁ Πατὴρ εἶναι ρίζα καὶ ἀρχὴ-πηγὴ τῶν δύο ἄλλων Προσώπων καὶ ὁ μόνος αἴτιος τῆς ὕπαρξής τους. Γέννηση (τοῦ Υἱοῦ) καὶ Ἐκπόρευση (τοῦ Πνεύματος) διαφέρουν μεταξύ τους. Διαφορετικὰ θὰ χρησιμοποιεῖτο ὁ ἴδιος ὅρος. Ποιὰ εἶναι ὅμως ἡ οὐσία τῆς διαφορᾶς δὲν γνωρίζουμε, διότι ὑπερβαίνει τὴν ἀντιληπτικὴ δύναμη κάθε ἀνθρώπου. Δὲν εἶναι θέμα ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλὰ ἀποκάλυψης τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.


Ἂς θυμηθοῦμε τὸν παραπάνω λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος συμπληρώνει: «Καί ὃτι μέν ἐστι διαφορά γεννήσεως και ἐκπορεύσεως μεμαθήκαμεν, τίς δέ ὁ τρόπος τῆς διαφορᾶς οὐδαμῶς»7.


Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θὰ πεῖ στοὺς διανοούμενους τῆς ἐποχῆς του (Εὐνομιανούς), ποὺ ἐκαυχῶντο γιὰ τὴ σοφία τους: «Εἰπέ σύ τήν ἀγεννησίαν τοῦ Πατρός, κἀγώ τήν γέννησιν τοῦ Υἱοῦ φυσιολογήσω, καί τήν ἐκπόρευσιν τοῦ Πνεύματος, καί παραπληκτίσομεν ἂμφω εἰς Θεοῦ μυστήρια παρακύπτοντες» (Λόγος Θεολογικὸς Ε΄,8: «Πές μου ἐσὺ τί εἶναι ἡ ἀγεννησία τοῦ Πατρὸς καὶ ἐγὼ θὰ μιλήσω γιὰ τὸ τί εἶναι ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ ἡ ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος, καὶ θὰ τρελαθοῦμε καὶ οἱ δύο μὲ τὸ νὰ σκύψουμε στὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ»). Κάθε ἀθέτηση ἢ παραχάραξη ὅσων ὁ Θεὸς ἔχει ἀποκαλύψει εἶναι βλασφημία καὶ ἀπόρριψη τῆς θείας ἀποκάλυψης.


Ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα δὲν διακρίνονται μόνο ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ καὶ μεταξύ τους, διότι ἄλλος εἶναι ὁ τρόπος ὕπαρξης τοῦ Υἱοῦ καὶ ἄλλος ἐκεῖνος τοῦ Πνεύματος. Στὴν Ἁγία Τριάδα ὑπάρχουν «κοινὰ» καὶ «ἀκοινώνητα». Κάποιες «ἰδιότητες» ἀποδίδονται καὶ στὰ τρία Πρόσωπα λόγῳ τῆς κοινῆς οὐσίας τους. Τὰ κοινὰ στὰ τρία Πρόσωπα εἶναι ἡ οὐσία, ἡ ἐνέργεια, ἡ βασιλεία, ἡ θέληση, ἡ δόξα, ἡ θεότης, τὸ ἄκτιστο, τὸ ἀγέννητο, τὸ ἀπερίγραπτο, τὸ ἀνείδεο, τὸ ἀσχημάτιστο, τὸ προνοητικό, τὸ δημιουργικὸ κ.λπ. Τὸ ἀγέννητο τοῦ Πατέρα, τὸ γεννητὸ τοῦ Υἱοῦ καὶ τὸ ἐκπορευτὸ τοῦ Πνεύματος-Παρακλήτου ἀνήκουν στὰ «ἀκοινώνητα»8. Κάθε σύγχυση στὰ ἀκοινώνητα εἶναι, πάλι, βλασφημία κατὰ τῆς ἁγίας Τριάδος. Στὴν Καινὴ Διαθήκη γίνεται σαφὴς διάκριση τοῦ ἔργου τοῦ Υἱοῦ καὶ ἐκείνου τοῦ Πνεύματος. Ὅπως εἶπε ὁ Υἱὸς (Ἰησοῦς Χριστός), ὁ Παράκλητος θὰ μαρτυρήσει γι’ Αὐτὸν (Ἰω. 15, 26), θὰ «διδάξει (τοὺς Μαθητὲς Του) πάντα» (14, 26), θὰ τοὺς ὁδηγήσει «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (16, 23). Δὲν θὰ μιλήσει «ἀφ’ ἑαυτοῦ» (16, 23), ἀλλά, ὅπως λέγει ὁ Χριστός, «ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν» (16, 14). Αὐτὴ εἶναι ἡ σχέση καὶ συμμετοχὴ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας.



2. Ἅγιο Πνεῦμα καὶ Ἐκκλησία



Τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἀποστολή της στὸν κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «σῶμα Χριστοῦ» (Α΄ Κορ., κεφ. 12), ἡ ἕνωση καὶ ἑνότητα τῶν Πιστῶν στὴ «δοξασμένη»-θεωμένη ἀνθρώπινη φύση (ἀνθρωπότητα) τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Χριστὸς καὶ Ἐκκλησία εἶναι ἑνότητα ἀδιάσπαστη καὶ ἀδιαίρετη, κατὰ τὸν ἱ. Χρυσόστομο: «Γένος ἓν Θεοῦ καί ἀνθρώπων»9. Αὐτὴ ἡ σχέση ὅμως πραγματώθηκε «ἐν ἁγίῳ Πνεύματι». Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἡ «δοξασμένη» (κατὰ φύση ἑνωμένη μὲ τὴ θεότητα) ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἐπανέρχεται στὸν κόσμο, μετὰ τὴν Ἀνάληψή Του, γιὰ νὰ συνεχιστεῖ ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο (βλ. Ματθ. 28, 20: «καί ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας, ἓως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»). Μία παρουσία ὅμως μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Αὐτὸ δηλώνει ἡ φράση «ἐν ἁγίῳ Πνεύματι». Ὁ Παράκλητος, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, στέλνεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, γιὰ νὰ γίνει τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ πραγματικότητα στὸ σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησία, καὶ σὲ κάθε πιστὸ σ’ Αὐτὸν ἄνθρωπο. Ὁ Χριστὸς μίλησε γιὰ ὅλα αὐτὰ στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, δίνοντας στοὺς Μαθητὲς του κάποιες περίεργες φαινομενικὰ ὑποσχέσεις. «Μικρόν καί οὐ θεωρεῖτέ με, καί πάλιν μικρόν καί ὂψεσθέ με» (Ἰω. 16, 16: Γιὰ λίγο χρόνο δὲν θὰ μὲ βλέπετε, ἀλλὰ καὶ πάλι μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο θὰ μὲ δεῖτε). Αὐτὸ πραγματοποιήθηκε μετὰ τὴν ἀνάστασή Του μὲ τὶς ἐμφανίσεις Του. «Πάλιν ἒρχομαι καί παραλήψομαι ὑμᾶς πρός ἐμαυτόν, ἳνα ὃπου εἰμι ἐγώ καί ἡμεῖς ἦτε» (Ἰω. 14, 3: Πάλι θὰ ἔλθω καὶ θὰ σᾶς παραλάβω κοντά μου, διὰ νὰ εἶσθε καὶ σεῖς, ὅπου εἶμαι ἐγώ). Ὁ Χριστός, ἀκόμη, ἀναφέρθηκε στὴν ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία οἱ Μαθητὲς θὰ γνωρίσουν ὅτι Αὐτὸς εἶναι «ἐν τῷ Πατρί», οἱ Μαθητὲς στὸν Χριστό, καὶ ὁ Χριστὸς μέσα σ’ αὐτοὺς (Ἰω. 14, 20). Οἱ Μαθητές, συνεπῶς, καὶ ὅλοι οἱ πιστοὶ (οἱ Ἅγιοι), φθάνοντας στὴ θέωση (τὴν Πεντηκοστή), θὰ ἀποκτήσουν τὴν ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μέσα τους, βλέποντας τὸν Χριστὸ μέσα στὸ ἄκτιστο φῶς Του. Ἀκόμη ὁ Χριστὸς ὑποσχέθηκε νὰ ἐμφανιστεῖ σ’ ὅποιον τὸν ἀγαπᾶ καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς Του (Ἰω. 14, 21) καὶ θὰ ἔλθει νὰ κατοικήσει μέσα του, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα (14, 23). Ὅλα αὐτὰ πραγματοποιοῦνται ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μὲ τὴν ἔλευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος10. Ὅποιος φθάσει στὴ θέωση, μετέχει στὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ μένει μόνιμα ἀνοικτὸ στὴν ἱστορία. Ἡ ἑνότητα τοῦ σώματός Του, ποὺ ἀναφέρει ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατικὴ Προσευχὴ Του («ἳνα ὦσιν ἓν», Ἰω. 17, 11), δὲν εἶναι κάποια συμβατική, κοσμικὴ-πολιτικὴ ἑνότητα, ὅπως ὁ ἴδιος διευκρινίζει: «Πάτερ, οὓς δέδωκάς μοι, θέλω, ἳνα ὃπου εἰμί ἐγώ, κἀκεῖνοι ὦσι μετ’ ἐμοῦ, ἳνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν» (Ἰω. 17,24). Τότε εἶναι ἑνωμένος ὁ πιστὸς μὲ τὸν Χριστό, ὅταν βλέπει τὴν ἄκτιστη δόξα Του, τὸ ἄκτιστο φῶς τῆς θεότητάς Του. Ἡ θέωση εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς ἑνότητας τῶν Χριστιανῶν, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ προορισμός μας. Ἄλλου εἴδους ἑνότητα δὲν ὑπάρχει, μὲ συμβατικὲς συμφωνίες καὶ φραστικὲς ὑποσχέσεις.



Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς δὲν «ἱδρύεται» ἡ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι προαιώνια στὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ συνδεδεμένη μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ-Λόγου, τοῦ Υἱοῦ. Κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ «συγκροτεῖται» ἁγιοπνευματικὰ καὶ φανερώνεται στὸν κόσμο («γεννᾶται») ὡς σῶμα Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία, ἡ κοινωνία τῶν πιστῶν Του. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς ἁγιοτριαδικοῦ Προσώπου.


3. Πνευματομαχία

Ἡ προσπάθεια ὅμως λογικῆς κατανόησης τῆς Ἁγίας Τριάδας μὲ τὶς προϋποθέσεις τῆς (ἑλληνικῆς) φιλοσοφίας, ὁδήγησε σὲ αἱρετικὲς (δηλ. αὐθαίρετες) ἐκδοχὲς γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὶς σχέσεις τῶν ἁγιοτριαδικῶν Προσώπων. Ἡ στοχαστικὴ-φιλοσοφικὴ ἀναφορὰ στὸ Θεὸ ὁδηγεῖ στὴν εἰδωλολατρία, τὴν κατασκευὴ δηλαδὴ Θεοῦ φανταστικοῦ. Ὄχι, ὅπως Ἐκεῖνος ἀποκαλύφθηκε στὴν ἱστορία, ἀλλὰ ὅπως τὸν γεννᾶ καὶ τὸν δέχεται ὁ στοχασμός μας. Στὸ χῶρο τοῦ Θεοῦ ὁ στοχασμὸς ἀποδεικνύεται ὄχι μόνο ἀνίσχυρος, ἀλλὰ καὶ διαστροφικός, διότι τὸ μόνο, ποὺ μπορεῖ νὰ κάμει εἶναι ἡ προβολὴ τῶν προλήψεών μας στὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ μιλοῦμε γιὰ εἰδωλολατρία, γιὰ «κατασκευὴ» Θεοῦ ἀνύπαρκτου, ποὺ λαμβάνει ὑπόσταση μόνο στὴ φαντασία μας.


Οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦν γιὰ τὸ Πνεῦμα καὶ τὴν ὁμοουσιότητά του μὲ τὸν Πατέρα τὴν ὁρολογία, καὶ τὰ ἐπιχειρήματα, ποὺ χρησιμοποιοῦν καὶ γιὰ τὴ σχέση τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα, ἀποδεικνύοντας ἔτσι τὴν ταυτότητα τῆς φύσεώς τους. Μία στοχαστικὴ καὶ φιλοσοφικὴ ὅμως θεώρηση τῆς σχέσης τῶν θείων ἁγιοτριαδικῶν Προσώπων ὁδήγησε σὲ πλάνες, ὅπως π.χ. τοῦ Σαβελλίου (2ος -3ος αἰ.). Ὁ Θεὸς κατ’ αὐτὸν γιὰ χάρη τῆς σωτηρίας, παρουσιάστηκε διαδοχικὰ στὸν κόσμο μὲ τρεῖς διάφορους τρόπους ἐνέργειας. Τὰ τρία πρόσωπα εἶναι τρεῖς διαδοχικοὶ τρόποι ἐνέργειας, τρία πρόσωπα (προσωπεῖα), τρεῖς ρόλοι τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, ποὺ ἐμφανίστηκε ὡς Πατέρας στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὡς Υἱὸς στὴν Καινὴ καὶ ὡς Πνεῦμα στὴν Ἐκκλησία. Ἀλλὰ καὶ ὁ Παῦλος Σαμοσατέας (3ος αἰ.) κήρυττε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνα πρόσωπο, ὁ Υἱὸς δὲ καὶ τὸ Πνεῦμα ἁπλὲς ἀπρόσωπες δυνάμεις11. Οὐσιαστικὴ ὅμως διαστρέβλωση τῆς ταυτότητας τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἔδωσε ἡ μεγάλη αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ (4ος αἰ.)12. Ὁ Ἄρειος καὶ οἱ ὀπαδοὶ του προσέβαλαν πρῶτα τὴ θεότητα τοῦ Υἱοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀποκαλώντας Τον «κτίσμα» (δημιούργημα), «πρὸ πάντων τῶν αἰώνων», μὲ βάση τὴν ἀριστοτελικὴ φιλοσοφία. Ἡ πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (325) ἔδωσε ἀπάντηση στὸ πρόβλημα μὲ τὴν ὁμολογία τῶν ἁγίων Πατέρων, ποὺ διακήρυξαν στὴ Σύνοδο, ὅπως γίνεται σὲ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, τὴν πίστη ὅλων τῶν Ἁγίων, στὴν ἰσότητα καὶ ὁμοουσιότητα τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα. Μετὰ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο διαμορφώθηκαν οἱ ἀκόλουθες ὁμάδες: Οἱ Ὁμοουσιανοὶ (ὀπαδοὶ τοῦ «ὁμοουσίου», δηλαδὴ οἱ Ὀρθόδοξοι), οἱ Ὁμοιουσιανοί, οἱ Ὅμοιοι καὶ οἱ ἀκραῖοι Ἀρειανοί, οἱ Ἀνόμοιοι. Οἱ ὀνομασίες ἔχουν σχέση μὲ τοὺς χαρακτηρισμούς, ποὺ χρησιμοποιοῦνταν γιὰ τὸν Χριστὸ (ὁμοιούσιος, ὅμοιος, ἀνόμοιος –πάντα σὲ σχέση μὲ τὸν Πατέρα).


Παράλληλα ὅμως μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρειανισμοῦ γιὰ τὸν Υἱὸ διατυπώθηκαν ἀνάλογες θέσεις καὶ γιὰ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτοὶ ὀνομάστηκαν Πνευματομάχοι. Βέβαια ὅλοι οἱ Ἀρειανοὶ ἦταν Πνευματομάχοι. Δεχόμενοι τὸν Υἱὸ ὡς κτίσμα, δέχονταν καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα ὡς κτίσμα13. Οἱ ἀκραῖοι Ἀρειανοὶ λ.χ., οἱ ὀνομαζόμενοι Ἀνόμοιοι, ὀνόμαζαν τὸ ἅγιο Πνεῦμα «κτίσμα κτίσματος»14. Κυρίως Πνευματομάχοι ἦταν οἱ Ὁμοιουσιανοί15. Οἱ Πνευματομάχοι16 ὅμως ὀνομάζονταν καὶ Μακεδονιανοὶ ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸ τους Μακεδόνιο, ἐπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Ἦταν μία πτέρυγα τῶν Ὁμοιουσιανῶν. Στὴν Κωνσταντινούπολη οἱ Πνευματομάχοι εἶχαν ἰδιαίτερη καὶ ἰσχυρὴ ὁμάδα. Ἀπάντηση σ’ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀντιπνευματικὲς διδασκαλίες ἔδωσε ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τὸ 381 [17] στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ τὴ συμμετοχὴ μεγάλων Πατέρων ἢ μὲ βάση τὴ διδασκαλία τους, ὅπως λ.χ. τοῦ Μ. Βασιλείου, ποὺ εἶχε «κοιμηθεῖ» τὸ 379. Τὸ Σύμβολο τῆς Συνόδου αὐτῆς, ποὺ ἀπαγγέλλεται στὶς Ἀκολουθίες μας καὶ ἰδιαίτερα στὴ Θεία Λειτουργία («Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν …») εἶναι μία εὐρύτερη ὁμολογία τῆς πίστεως ἀπὸ ἐκείνη τῆς συνόδου τῆς Νικαίας18. Τὶς θέσεις τῶν Πνευματομάχων ἀπέκρουσαν καὶ ἀνέτρεψαν οἱ Καππαδόκες Πατέρες (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης) καὶ ὁ ἐπίσκοπος Κωνσταντίας Κύπρου Ἐπιφάνιος. Ἡ Θεολογία τους βγαλμένη μέσα ἀπὸ τὴν θεοπτικὴ ἐμπειρία τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων καὶ τὴ δική τους, ἀπέδειξε τὴν αἱρετικὴ κακοδοξία καὶ τὴν ἀρνητική της ἐπιρροὴ στὴν εὐστάθεια τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ παραπάνω Πατέρες συνέβαλαν θεολογικὰ στὴν τελικὴ διατύπωση τῆς διδασκαλίας γιὰ τὸ ἅγιο Πνεῦμα19 καὶ τὴν ἀναίρεση τῆς διδασκαλίας τῶν Εὐνομιανῶν. Ἡ τριαδολογία τους ἔγινε πανηγυρικὰ δεκτὴ στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση. Ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἔθεσε τέρμα στὶς ἀρειανικὲς ἔριδες.



Τὸ Σύμβολό της προσφέρει «μία εἰδικότερη θεολογικὴ ἀνάπτυξη τῆς πίστεως γιὰ τὴ φυσικὴ θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος»20, ἀφοῦ τὸ Σύμβολο τῆς Νικαίας (325) τελειώνει μὲ τὴ φράση: «Καὶ εἰς τὸ ἅγιον Πνεῦμα», χωρὶς περαιτέρω ἀνάπτυξη. Τὰ περὶ ἁγίου Πνεύματος ἦταν, συνεπῶς, ἔργο τῶν Πατέρων τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς, ποὺ προσέθεσαν τὶς φράσεις: «τὸ Κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν Προφητῶν», ποὺ δείχνουν τὴν ὁμοουσιότητα τοῦ Πνεύματος μὲ τὰ ἄλλα δύο Πρόσωπα, μὲ τὰ ὁποῖα «συμπροσκυνεῖται καὶ συνδοξάζεται».


4. «Ζωῆς χορηγὸς»



Ποιὸ ὅμως εἶναι τὸ ἔργο καὶ ἡ σημασία τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν καὶ τὴ θέση τους στὸν κόσμο; Θὰ ἐπικαλεσθοῦμε τὴ συναφῆ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου21, ποὺ συνοψίζει τὴ διδασκαλία τῶν ἀρχαιοτέρων Πατέρων. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ πηγὴ (χορηγός) τῆς ζωῆς, κάθε μορφῆς ζωῆς, διότι εἶναι «ζωὴ καὶ αὐτοζωή», ὅπως καὶ ὁ Υἱός. Διὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος πραγματοποιήθηκε ἡ «οὐσίωσις τῶν πάντων», ἦλθαν δηλαδὴ τὰ πάντα στὴν ὕπαρξη22. Ὁ Πατέρας δημιούργησε τὰ πάντα «δι’ Υἱοῦ, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι». Γι’ αὐτὸ καὶ χαρακτηρίζονται «βραχίονες» (χέρια) τοῦ Πατρός. Εἶναι χαρακτηριστική, ὅσο καὶ εὔστοχη, ἡ φράση τοῦ Κανόνος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου (Ἰωσὴφ Ὑμνογράφος): «δακτύλῳ ἐγγέγραπται Πατρὸς ὁ Λόγος» στὴν ἄχραντη κοιλία τῆς Θεοτόκου. «Δάκτυλος» ἐδῶ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα (πρβλ. Λουκ. 11, 20), ποὺ «ἐπεσκίασε» (σκέπασε προστατευτικά), κατὰ τὸ λόγο τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, τὴν Παναγία (Λουκ. 1, 35).


Τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶναι κυρίως ἡ πηγὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς (ἁγιοπνευματικῆς, ὅπως ὀνομάζεται), διότι εἶναι ἡ ζωὴ ἡ αἰώνια, ποὺ κερδίζει ὁ πιστὸς μὲ τὴ συνέργειά του μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὡς χορηγός τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὁ Παράκλητος εἶναι «πηγὴ τῶν χαρισμάτων»23.


Τὰ χαρίσματα, ποὺ χορηγεῖ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι «ἄπειρα, καὶ ἀπειράκις ἄπειρα», κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο24, «διαιροῦνται δὲ ἀδιαιρέτως καὶ διὰ τοῦτο γίνονται χωρητὰ εἰς τὴν κτίσιν»25, «διαμοιράζονται δὲ εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, κατὰ τὸ μέτρον τῆς πίστεως»26, ἀνάλογα δηλαδὴ μὲ τὴ δεκτικότητα τοῦ ἀνθρώπου.


Ἐξ ἄλλου, τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁ κύριος συντελεστὴς τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας. Γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ «θεωρία», ἡ «θεοπτία», ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου φωτὸς τῆς Θεότητος, ποὺ φέρεται καὶ μὲ τὰ ὀνόματα «δοξασμὸς» καὶ «θέωση»27. Ἡ γνώση τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ, ὁμολογεῖ ὁ Νικόδημος, εἶναι τὸ «μεγαλύτερον καὶ τελειότερον» ἀπὸ τὰ ἀγαθά, ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεός. Χωρὶς αὐτὴ τὴ γνώση «ὅλα τὰ ἄλλα ἀγαθὰ εἶναι οὐδὲν»28. Μένουν δηλαδὴ χωρὶς σημασία. Ἡ γνώση ὅμως τοῦ Θεοῦ (θεογνωσία) τότε εἶναι δυνατή, ὅταν ὁ πιστὸς μὲ τὸν πνευματικό του ἀγώνα (ἄσκηση τῶν ἀρετῶν) ἀναδειχθεῖ σὲ «κατοικητήριον τοῦ ἁγίου Πνεύματος», μιμούμενος τὸν τρόπο ζωῆς τῶν Ἁγίων. Αὐτὸ σημαίνει συνέργεια μὲ τὸν Θεό, ἀρχὴ τῆς ὁποίας εἶναι «ἡ κάθαρση τῆς καρδίας» ἀπὸ πάθη καὶ λογισμούς, ποὺ «ὡσὰν νέφαλα σκοτίζουσι τὸν νοῦν (=τὸν ὀφθαλμὸ τῆς ψυχῆς, ὄχι τὴ διάνοια) καὶ δὲν ἀφήνουν νὰ λάμψη εἰς αὐτὸν ἡ ἀκτὶς τοῦ φωτιστικοῦ Παναγίου Πνεύματος»29. Ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ὡς ἀπόλυτη προϋπόθεση τῆς θεογνωσίας, ἀποκτᾶται «διὰ τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν, καὶ μάλιστα τῆς ἀγάπης»30. Αὐτὴ εἶναι κατὰ τὸν Νικόδημο, ἡ μοναδικὴ σωτηριολογικὴ βάση σύνολης τῆς ὀρθοδοξοπατερικῆς παράδοσης. Ἡ καρδιὰ γίνεται ἔτσι κατοικητήριο («ναός», Α΄ Κορ. 3, 16) τοῦ ἁγίου Πνεύματος, «μὲ τὴν προσοχὴν καὶ τὴν ἐν καρδίᾳ ἐπιστροφὴν τοῦ νοὸς καὶ μὲ τὴν «νοεράν προσευχὴν» («Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησόν με»). Ἡ προσευχὴ αὐτή, μὲ τὴν ἄσκηση, γίνεται «ἀδιάλειπτη», μέσα στὴν καρδιὰ (Α΄ Θεσσ. 5,17).


Ἡ διδασκαλία αὐτὴ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου εἶναι ὁ ἀκατάλυτος σύνδεσμος πνευματικότητας καὶ σωτηρίας. Χωρὶς τὴν «μυστικὴν ἐνέργειαν καὶ λατρείαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ καρδίᾳ», μένουν «ἐλλειπεῖς ὅλαι αἱ ἀρεταὶ καὶ τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου»31. Ἡ παρουσία καὶ προσευχητικὴ ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ βεβαίωση τῆς χριστιανικότητάς του. Τότε ὁ χριστιανὸς εἶναι πραγματικὰ «πιστός». Αὐτὴ εἶναι ἡ «τελεία» ἢ «ἐνδιάθετος» πίστη, διότι τὸ «ἐλπιζομένον» (ἡ ἄκτιστη χάρη) ἐνοικεῖ μέσα στὴν καρδιά, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «πίστις ἐστὶν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ. 11, 1). Γι’ αὐτὸ συμπληρώνει ὁ Νικόδημος: «Ὅποιος δὲν ἔχει εἰς τὴν καρδίαν του τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐνεργητικῶς καὶ ἐμφανῶς, αὐτὸς δὲν εἶναι μαθητὴς καὶ οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ»32. Ὁ Νικόδημος ἐπαναλαμβάνει ἐδῶ τὸν Παῦλο (Ρωμ. 8, 9): «Εἴ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἒχει, οὗτος οὐκ ἒστιν αὐτοῦ», δὲν ἀνήκει στὸν Χριστό

Τὸ ὑψηλότερο καὶ πλατύτερο ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, λέγει ὁ Νικόδημος, εἶναι «τὸ χάρισμα τῆς ἱερᾶς θεολογίας»33, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν «θεοπτία». Μόνον ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει τὴν ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὴν καρδιά του, «αὐτὸς εὐθὺς εἶναι καὶ θεολόγος, καὶ θεολόγος ἀπλανὴς καὶ ἀσφαλέστατος. Ὁ δὲ μὴ ἐνεργηθείς ἐν τῇ καρδίᾳ ὑπὸ τοῦ Πνεύματος, αὐτὸς ὅσα θεολογεῖ εἶναι λόγοι ἔξωθεν ἐρχόμενοι, ἐξ ἀκοῆς καὶ οὐχὶ ἐκ καρδίας ἐνεργουμένης ὑπὸ τοῦ Πνεύματος»34. Θὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ παρατηρήσω ἐδῶ ὑπὸ τὴν ἰδιότητά μου ὡς ἀκαδημαϊκοῦ διδασκάλου τῆς Θεολογίας, ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ τραγωδία ἐκείνων ποὺ πιστεύουμε, ὅτι τὸ πτυχίο καὶ οἱ τίτλοι τῆς σχολικῆς παιδείας ἀναδεικνύουν κάποιον Θεολόγο καὶ ὄχι ἡ ἁγιοπνευματικὴ Χάρη, ποὺ ἀποκτᾶται μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή. Ἐμεῖς, στὴν καλύτερη περίπτωση, εἴμαστε θεολόγοι «ἀπὸ δεύτερο καὶ τρίτο χέρι», μὲ τὸ νὰ ἐπαναλαμβάνουμε καὶ σχολιάζουμε τὶς μαρτυρίες γιὰ τὶς πνευματικὲς ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων, ποὺ ἔχουν κατατεθεῖ στὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ παιδεία καὶ ἡ φιλοσοφία (ἡ σχολικὴ κατάρτιση) δίνουν, στὴν καλύτερη περίπτωση, τὴ δυνατότητα ἔκφρασης καὶ χρήσης τους στὴ γλώσσα τοῦ περιβάλλοντός μας, μὲ ὑπαρκτὸ πάντα τὸν κίνδυνο διολίσθησης σὲ αἵρεση ἢ ἀκόμη καὶ στὴν ἀθεΐα.


Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει μία βασικὴ προσευχὴ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶναι ὕμνος τῆς Ἀκολουθίας τῆς Πεντηκοστῆς. Εἶναι τὸ γνωστό: «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας. Ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός. Ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν, καί καθάρισον ἡμᾶς ἀπό πάσης κηλίδος, καί σῶσον, Ἀγαθέ, τάς ψυχάς ἡμῶν». (Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶσαι βασιλιὰς τοῦ οὐρανοῦ, παρηγορητής, πηγὴ καὶ διδάσκαλε τῆς ἀλήθειας. Σὺ ποὺ (ὡς Θεὸς) εἶσαι παντοῦ παρὼν καὶ γεμίζεις μὲ τὴν παρουσία σου τὰ πάντα· σὺ ποὺ εἶσαι ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ χαρίζεις τὴ ζωὴ· ἔλα νὰ κατοικήσεις μέσα στὴν καρδιά μας καὶ καθάρισέ μας ἀπὸ κάθε κηλίδα ἁμαρτίας, καὶ σῶσε, Ἀγαθέ, τὴν ψυχή μας). Μὲ τὴν προσευχὴ αὐτὴ προσεύχεται ὁ Ὀρθόδοξος πιστὸς καὶ ἀρχίζει κάθε λειτουργική του πράξη (Ἀκολουθία).



5. Ἡ κακοδοξία τοῦ “Filioque” καὶ τὸ σχίσμα



Μεγάλη διαμάχη στὴν ἱστορικὴ πορεία τοῦ Χριστιανισμοῦ προκάλεσε ἡ προσθήκη στὸ ἱερὸ Σύμβολο τῆς φράσης “Filioque” (φιλιόκβε=καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ) στὴ Δύση. Μόνο ἐκεῖνος ποὺ ζεῖ τὴν πίστη, ὡς Ὀρθοδοξία, μπορεῖ νὰ κατανοήσει τὴ σημασία τῆς μικρῆς αὐτῆς φράσης καὶ τοῦ θορύβου, ποὺ ἔχει προκαλέσει ἡ προσθήκη της στὴ βασικὴ ὁμολογία τῆς χριστιανικῆς Πίστης, τὸ ἱερὸ Σύμβολο τῆς Β΄ Οἰκου μενικῆς Συνόδου (381). Τὸ ἄρθρο του γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει τὴ μορφή: «Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον (…), τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον», σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, στὸ Ἰω. 15, 26: «... τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται». Καμιὰ μεταβολὴ τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ διανοηθεῖ. Γι’ αὐτὸ ὄχι μόνο στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὴ τὴ Δύση τῶν πρώτων αἰώνων, δὲν ἀποτολμήθηκε μία παρόμοια ἐνέργεια.


Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων (4ος αἰ.) λ.χ., ὅπως καὶ οἱ Καππαδόκες Πατέρες στὴν Ἀνατολὴ δὲν ταύτισαν τὸν ὅρο «ἐκπόρευσις» μὲ τὸν ὅρο «γέννησις», ποὺ σχετίζεται μὲ τὸν Υἱό. Οἱ δύο αὐτοὶ ὅροι, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, ἐκφράζουν τὸν αἰώνιο τρόπο ὕπαρξης τῶν δύο ἁγιοτριαδικῶν Προσώπων. Ἡ μόνη ἐξαίρεση στὴ Δύση ὑπῆρξε ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος (†430), λόγω τῶν διαφορετικῶν θεολογικῶν προϋποθέσεών του (φιλοσοφικὴ θεολόγηση)

Ὁ Αὐγουστῖνος, χωρὶς τὴ θέλησή του, ἔγινε ἡ ἀρχὴ καὶ πηγὴ αὐτῆς τῆς πλάνης. Θεωρεῖ τὸ Πνεῦμα «κοινὸ ἔρωτα (amor) Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, διότι εἶναι ἔρως, φιλία καὶ ἀγάπη Πατρὸς καὶ Υἱοῦ. Ὁ Πατὴρ εἶναι ὁ ἀγαπῶν τὸν Υἱόν, ὁ Υἱὸς ὁ ἀγαπώμενος ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀγαπῶν τὸν Πατέρα, καὶ τὸ Πνεῦμα ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη, σύνδεσμος, Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, πού ἐκπορεύεται καὶ ἀπὸ τοὺς δύο». Αὐτὸ εἶναι τὸ φιλοσοφικὸ συμπέρασμα τοῦ Αὐγουστίνου, ποὺ προϋποθέτει τὴν (ἀνύπαρκτη) ἀναλογία Θεοῦ καὶ τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου. Σημασία ὅμως ἔχει ὅτι μὲ βάση τὴ δική του διδασκαλία προωθήθηκε τὸ «φιλιόκβε» στὴ Δύση

Ὁ Αὐγουστῖνος προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσει, γιατί τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι ἀδελφός τοῦ Λόγου (Υἱοῦ). Βέβαια τὸ ζήτημα αὐτὸ εἶχε λυθεῖ ἤδη στὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἡ ἄγνοια ὅμως τῆς Ἑλληνικῆς ἐμπόδισε τὸν ἱερὸ Πατέρα νὰ φθάσει σὲ ὀρθὰ συμπεράσματα. Ὑποστήριξε δέ, ὅτι τὸ θέμα θὰ βρεῖ ἀπάντηση στὴν ἄλλη ζωή! Μὴ ἐννοώντας τὴ σημασία τῆς διάκρισης οὐσίας καὶ ὑποστάσεως στὸ Θεὸ καὶ πιστεύοντας ὅτι καὶ μετὰ τὴ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ θέμα «περὶ ὑποστατικῆς ἰδιότητος τοῦ Πνεύματος» παρέμενε ἐκκρεμές, πέθανε τὸ 430 μὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν εἶχε δοθεῖ ἀπάντηση, στὸ γιατί τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Ἀδελφός τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὅπως ὀρθὰ παρατηρεῖ ὁ π. Ἰω. Ρωμανίδης35: «Ταῦτα πάντα, διότι κατ’ αὐτὸν σκοπὸς τῆς Θεολογίας εἶναι ἡ ἔρευνα περὶ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀνίχνευσις τοῦ τί εἶναι γέννησις καὶ ἐκπόρευσις»36. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶχε ἀπορρίψει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅπως εἴδαμε. Ἂν ὅμως ὁ Αὐγουστῖνος ὑπῆρξε ὁ αἴτιος τοῦ «Filioque», ὁ μεγάλος σχολαστικὸς θεολόγος Θωμᾶς Ἀκινάτης (†1274) ἔγινε ὁ κύριος ὑποστηρικτής του στὴ Δύση.\

Στὴ Δύση τὸ Filioque, μὲ βάση τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο, ἐπεκτάθηκε ἀρχικὰ στὴν Ἱσπανία, γιὰ τὴν ἰσχυροποίηση τῆς θέσης τοῦ Υἱοῦ στὴν ἁγία Τριάδα καὶ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἐκεῖ Ἀρειανῶν. Τὸ 547 ἔγινε ἡ προσθήκη στὸ σύμβολο τῆς τοπικῆς συνόδου τοῦ Τολέδο καὶ τὸ 589, ἴσως, καὶ στὸ σύμβολο τῆς Κωνσταντινουπόλεως37. Κατὰ τὶς φραγκικὲς πηγὲς ζήτημα προκλήθηκε ἀπὸ κάποιο Φράγκο μοναχὸ Ἰωάννη στὰ Ἱεροσόλυμα, σὲ φραγκικὸ μοναστήρι στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Τὸ 808, μὲ βάση τὸ «φραγκικὸ ἔθιμο», ἔψαλαν τὸ σύμβολο μὲ τὴν προσθήκη. Οἱ Ρωμαῖοι (ἑλληνορθόδοξοι) μοναχοὶ κατηγόρησαν τοὺς Φράγκους ὡς αἱρετικούς. Τὸ 809 ὅμως ὁ Καρλομάγνος (†814) συνεκάλεσε σύνοδο τῆς φραγκικῆς Ἱεραρχίας στὸ Ἀκυΐσγρανον (Ἄαχεν-Aix la Chapelle) καὶ θέσπισε ὡς δόγμα πίστεως τὴν προσθήκη, ποὺ εἶχε γίνει ἤδη περὶ τὸ 780, ἀφορίζοντας τούς μὴ συμφωνοῦντες. «Παραδόξως τὰ Πρακτικὰ δὲν σώζονται» παρατηρεῖ ὁ π. Ρωμανίδης38.


Κύριο ἐπιχείρημα τῶν Λατίνων ἦταν –καὶ εἶναι– ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι «ἐκ τοῦ Πατρὸς» καὶ ἔχει πάντα τὰ τοῦ Πατρὸς καί, «ὡς ἀρχὴ ἐκ τῆς ἀρχῆς», ἐκπορεύει, «ὡς μία μετὰ τοῦ Πατρὸς οὐσία» καὶ αὐτὸς τὸ ἅγιον Πνεῦμα39. Συγχέεται ὅμως ἔτσι ἡ αἰώνια ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν «ἐν χρόνῳ» ἀποστολὴ καὶ πέμψη Του ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ (Ἰω. 15, 26). Ἡ φτώχεια, μάλιστα, τῆς λατινικῆς γλώσσας ἔναντι τῆς ἑλληνικῆς, ὅπως θὰ τονίσει ὁ πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος (†1472), ἐπέτρεπε στὴ Δύση διπλὴ χρήση τοῦ ρήματος procedere, καὶ γιὰ τὴν αἰώνια ἐκπόρευση καὶ γιὰ τὴ χρονικὴ πέμψη τοῦ Πνεύματος.

Βέβαια ὁ Καρλομάγνος στὴν ἀποδοχὴ καὶ δογματοποίηση τοῦ «φιλιόκβε» εἶχε καὶ μία σοβαρὴ πολιτικὴ σκοπιμότητα. Τὴ χρήση τῆς προσθήκης ἀπὸ τοὺς Φράγκους ἐναντίον τῶν «Γραικῶν», τῶν Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων, καὶ τὴ διευκόλυνση τῆς ἐπεκτατικῆς του πολιτικῆς. Μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Καρλομάγνος πρῶτος σχεδίασε μία «Ἑνωμένη Εὐρώπη» ὑπὸ τὴν ἡγεσία τῶν Φράγκων. Συνεχιστὴς τοῦ σχεδίου αὐτοῦ θὰ εἶναι ἀργότερα ὁ Ναπολέων. Τὰ ἔργα «contra Graecos» (Κατὰ Γραικῶν), ποὺ ἐμφανίσθηκαν αὐτὴ τὴν περίοδο προωθοῦσαν τὸ σχέδιο τοῦ Καρλομάγνου γιὰ τὴν ἀποστασιοποίηση τῶν Ρωμαίων (Ὀρθοδόξων) τῆς Δύσης ἀπὸ ἐκείνους τῆς Ἀνατολῆς.



Ἡ προσθήκη τοῦ «Φιλιόκβε» στὸ ἱερὸ Σύμβολο τὸ 809 εἶναι αἵρεση καὶ βλασφημία κατὰ τῆς ἁγίας Τριάδος, ὡς καὶ ἀθέτηση τοῦ λόγου τοῦ

ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο οἱ Δυτικοὶ Ρωμαῖοι (Ὀρθόδοξοι) οὐδέποτε δέχθηκαν τὴν προσθήκη. Παράδειγμα κλασικὸ ὁ πάπας Λέων Γ΄(†816), ὁ ὁποῖος, μετὰ τὴν δογματοποίηση τοῦ «Φιλιόκ βε», τοποθέτησε δύο ἀργυρὲς πλάκες στὴ θύρα τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πέτρου τῆς Ρώμης μὲ τὸ Σύμβολο στὸ πρωτότυπο ἑλληνικὸ (Β΄ Οἰκουμενικὴ) καὶ στὴ λατινικὴ μετάφρασή του χωρὶς τὴν προσθήκη, μὲ τὴν ἐπιγραφή: «Ταῦτα Λέων ἒθηκα δι’ ἀγάπην και  φύλαξιν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως»40. Τί ἄλλο ἀποδεικνύει ἡ ἀποδοκιμασία ἀπὸ τὸν Λέοντα Γ΄ τῆς προσθήκης παρὰ τὸ ὅτι ὑπῆρχε ἡ συνείδηση τοῦ τελεσίδικου τοῦ Συμβόλου τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς καὶ τοῦ ἐγκλήματος τῆς ἀθέτησής του; Ἀλλὰ καὶ ἡ Η΄ (γιὰ τὴν Ἀνατολὴ) Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοῦ ἔτους 879 ἐπὶ Μ. Φωτίου καταδίκασε πανηγυρικὰ τὴν αἵρεση τοῦ «φιλιόκβε», δηλώνοντας ἔτσι τὴ συνεχιζόμενη ταύτιση καὶ συμφωνία τῶν Ὀρθοδόξων Ἀνατολῆς καὶ Δύσης41. Ὁ ὀρθόδοξος Πάπας Ἰωάννης Η΄(†882) μὲ ἐπιστολή του καὶ διὰ τῶν ἀντιπροσώπων του καταδίκασε τὴν προσθήκη ὡς αἱρετική, σὲ συμφωνία μὲ τὸν Μ. Φώτιο καὶ τὴν Ἀνατολή. Ἐνῶ ὅμως στὴ Δύση ἡ προσθήκη ἐπιβλήθηκε ὡς δόγμα πίστεως, στὴν Ἀνατολὴ οὐδέποτε ἔγινε δεκτὸ τὸ «φιλιόκβε». Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τὸν 18ο αἰώνα ὁ ἐπίσκοπος Ἠλίας Μηνιάτης (†1714), ὁ ὁποῖος διερωτᾶται γιὰ τὸν λόγο τῆς προσθήκης: «Ποία ἀνάγκη ἦταν καὶ ἐσάλευσαν τὸ ἅγιον σύμβολον, τὸ ὁποῖον διὰ τόσους αἰῶνας ἐφύλαξεν εὐλαβῶς ἀσάλευτον καὶ ἀπαράλλακτον ἡ Ἐκ κλησία τοῦ Χριστοῦ;»42. Καὶ συμπληρώνει: «Τὸ ἅγιον Σύμβολον εἶναι καὶ κανὼν καὶ γνώμων τῆς πίστεως, ἀλλ’ ὁ κανὼν καὶ γνώμων πρέπει νὰ εἶναι ἀσάλευτος», ἐπαναλαμβάνοντας κατὰ λέξη τὸν Μ. Βασίλειο (Λόγος Κατ’ Εὐνομίου). Μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ ὁ μεγαλύτερος ἐκκλησιαστικὸς ρήτορας τῆς περιόδου τῆς δουλείας διατυπώνει τὴ μόνιμη πίστη καὶ θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς

Τὸ «φιλιόκβε» μαζὶ μὲ τὸ «παπικὸ πρωτεῖο ἐξουσίας» ὑπῆρξαν τὰ κύρια αἴτια τοῦ σχίσματος Ἀνατολῆς καὶ Δύσης (867 καὶ ὁριστικὰ τὸ 1054)43. Ὁ Μ. Φώτιος, ποὺ πρῶτος ἀντιμετώπισε στὴν Ἀνατολὴ τὸ ζήτημα τῆς προσθήκης καὶ διδασκαλίας τοῦ φιλιόκβε στὸ κλασικὸ ἔργο του «Περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μυσταγωγίας»44, τὸ χαρακτηρίζει «ἄθεον γνώμην», «κιβδήλευμα τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου», «καινὴν δυσσέβειαν», «ὑπερβολὴν βλασφημίας» κ.λπ. Ὁ πατριάρχης Φώτιος συνέλαβε τὴ βαρύτητα τῆς βλασφημίας καὶ τῆς πρωτοφανοῦς θρασύτητας στὴν ἀθέτηση τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ (Ἰω. 15, 26). Τὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ Μ. Φωτίου παραμένει γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἡ πηγὴ κάθε θεολογικῆς ἀντιμετώπισης τῆς κακοδοξίας αὐτῆς μέχρι σήμερα. Καὶ δὲν ἔλειψαν, βέβαια, οἱ λατινόφρονες (φιλενωτικοὶ) καὶ στὴν Ἀνατολή, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἀμβλύνουν τὴ σημασία τοῦ φραγκικοῦ δόγματος, γιὰ νὰ ὁδηγήσουν, βάσει ἑνὸς δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ, σὲ συμβιβαστικὲς λύσεις. Τὴν ἀπάντηση ὅμως ἔχει δώσει ὁ μεγαλύτερος δογματολόγος μας τοῦ 20οῦ αἰ. π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: «Τὸ λατινικὸ Filioque –γράφει– εἶναι ὄχι μόνον σοφιστεία, ἀλλὰ καὶ σαφὴς αἵρεσις καὶ ἀνατροπὴ τῆς διδασκαλίας τῆς Α΄ καὶ Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τῶν Πατέρων αὐτῶν»45.

6. Τὸ «φιλιόκβε» καὶ ὁ ἑνωτικὸς Διάλογος


Τὸ «Φιλιόκβε» εἶναι τὸ βασικὸ θέμα, αἰῶνες τώρα, τῶν ἑνωτικῶν Διαλόγων τοῦ φθίνοντος Βυζαντίου, ὅσο καὶ τῶν θεολογικῶν Διαλόγων τῆς ἐποχῆς μας46. Στὶς ἑνωτικὲς συνόδους μετὰ τὸ σχίσμα (11ος-15ος αἰ.) ἡ λατινοφραγκικὴ κακοδοξία εἶχε πάντα ἀπόλυτη προτεραιότητα, συνδεόμενη πάντα μὲ τὸ παπικὸ πρωτεῖο, ποὺ παράγει μόνιμα τὴν αὐθαιρεσία καὶ ἀδιαλλαξία τῆς παπικῆς πλευρᾶς. Καὶ στὴν τελευταία σύνοδο τῆς περιόδου αὐτῆς (1438/39, Φερράρας-Φλωρεντίας) τὸ φιλιόκβε καὶ τὸ πρωτεῖο ἦταν τὰ κύρια θέματα, ἀλλὰ καὶ τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο στὴν πραγματοποίηση τῆς ἑνώσεως.


Τὸ δόγμα τοῦ «φιλιόκβε» μένει, ὅπως εἶναι εὐνόητο, τὸ μεγάλο πρόβλημα, καὶ ἡ ἀπόρριψή του βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐπανένωση τοῦ διαιρεμένου χριστιανικοῦ κόσμου. Εἶναι δὲ περίεργο, ὅτι ἡ Διαμαρτύρηση (Προτεσταντισμός), ἐνῶ ἀπέρριψε τὸ παπικὸ πρωτεῖο, κρατεῖ μέχρι σήμερα τὴν πλάνη τοῦ «φιλιόκβε», ὡς ἕνα εἶδος «προπατορικοῦ ἁμαρτήματος» τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός, ἐξ ἄλλου, ἐπιμένει στὸ δόγμα αὐτό, ἀνυποχώρητα, ἐνῶ ἤδη ὁ ἀείμνηστος οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας τὸ χαρακτήρισε «μὴ κώλυμα» στὴν πορεία τῆς ἑνότητας. Κανεὶς διάλογος ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἀναμένει ἐπιτυχῆ ἔκβαση, ἂν δὲν ὑπάρξει ὁμοφωνία, στὴ βάση τῆς ἁγιογραφικῆς καὶ πατερικῆς παραδόσεως, στὸ ζήτημα τοῦ «φιλιόκβε», ποὺ ἀποτελεῖ βλασφημία, ὡς ἀλλοίωση τοῦ ἀπολύτου θεμελίου τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ εἶναι ἡ πίστη στὴν Ἁγία Τριάδα.


Βέβαια, τὸ ἐρώτημα εἶναι: Γιατί ἡ ἐπιμονὴ αὐτὴ ἐκ μέρους τοῦ Παπισμοῦ, ἀφοῦ ὑπάρχει τὸ ἀπαράβατο θεμέλιο τῆς Ἀλήθειας ποὺ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ στὸ Ἰω.15,26: «Τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται»; Στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι σημαντικὴ μία ἐπισήμανση τοῦ Ἠλία Μηνιάτη: «Ἐρωτηθέντες εἰς τὴν ἐν Φλωρεντίᾳ σύνοδον οἱ Δυτικοὶ περὶ τῆς προσθήκης ταύτης, οἰκονομικῶς (=κατ’ οἰκονομίαν) ἀπεκρίθησαν πώς τὴν ἔκαμαν· καὶ οἰκονομικῶς τοὺς ἀνταπεκρίθη ὁ Ἐφέσου ἔπρεπε νὰ τὴν ἐβγάλωσιν, ἐπειδὴ καὶ προξενεῖ τόσον σκάνδαλον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν»47. Ἡ εὐκταία καὶ εὐλογημένη ἕνωση μπορεῖ νὰ καταστεῖ δυνατή, ὅταν ὁ Χριστιανικὸς κόσμος ἐπιστρέψει στὴ βάση, ποὺ ἔθεσε γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν Βάπτισμα» (Ἐφεσ. 4,5). Μόνο οἱ λατινόφρονες τοῦ Βυζαντίου καὶ οἱ φιλενωτικοὶ-λατινίζοντες τῆς ἐποχῆς μας τάσσονται ὑπὲρ τοῦ «φιλιόκβε» ἢ προσπαθοῦν νὰ ἀποδυναμώσουν τὴ σημασία του, γιὰ νὰ διευκολύνουν τὸν Διάλογο.



Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης προσφυέστατα θεωρεῖ, ὅτι «ὑπάρχει κάτι τὸ δαιμονικὸν εἰς τὴν ψυχοσύνθεσιν τῶν ἀπογόνων τῶν Φραγκολατίνων ἔναντι τῶν Ρωμαίων Ὀρθοδόξων Πατέρων». Χαρακτηρίζει δὲ «παράδοξον» τὸ ὅτι «οἱ σημερινοὶ Δυτικοὶ δέχονται, ὅτι οἱ ἀγράμματοι Φράγκοι ἐγνώριζαν καλύτερα ἀπὸ τοὺς Ἑλληνορωμαίους τοὺς Ρωμαίους Πατέρας, ὡς καὶ τὰς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων»48. Ἀλλὰ καὶ ἄλλοι σπουδαῖοι σύγχρονοι ὀρθόδοξοι Θεολόγοι θεωροῦν τὴν προσθήκη κύρια αἰτία τοῦ σχίσματος, ὅπως λ.χ. ὁ σέρβος ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς (†1979), ὁ ρουμάνος καθηγητὴς π. Δημήτριος Στανιλοάε, ὁ ρῶσος πρωτοπρεσβύτερος Καθηγητὴς π. Γεώργιος Φλορόφσκυ (†1977), ὁ Βλαδίμηρος Λόσκυ, ὁ καθηγητὴς Ἰωάννης Καρμίρης κ.π.ἄ. Χωρὶς λοιπὸν τὴν ἀπόρριψη τοῦ «φιλιόκβε» καὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου, ποὺ συμπορεύονται, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ ἀληθινὴ καὶ βιώσιμη ἕνωση

Βέβαια καὶ σήμερα χρησιμοποιεῖται στὸ Διάλογο ἡ παλαιὰ μέθοδος τῆς σχετικοποίησης τῶν προβλημάτων καὶ τῆς διὰ τεχνασμάτων παράκαμψής τους. Οἱ σημερινοὶ Οἰκουμενιστὲς εἶναι πρόθυμοι, ὅπως δηλώνεται καὶ ἐφαρμόζεται συχνά, νὰ δεχθοῦν καὶ τὰ δύο σύμβολα, σὲ μία συμπληρωματικὴ σχέση μεταξύ τους, γιὰ τὴν ἐξασφάλιση μίας συμβιβαστικῆς λύσης. Ὁ «διάλογος τῆς ἀγάπης» ἄλλωστε, μετὰ τὴ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο (1962-1965) καὶ τὴν ἀποδοχή του ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ἐπεκτεινόμενος καὶ στὸν Διάλογο τῆς πίστεως, ἐπιτρέπει κάθε εἴδους ὑποχωρήσεις (ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων) γιὰ τὴν διευκόλυνση τῆς ἑνωτικῆς πορείας, κάτι ποὺ κατὰ κόρον ζοῦμε στὶς μέρες μας, στὰ ὅρια τῆς νεοεποχίτικης εἰρηνολογίας. Ἔτσι, δὲν εἶναι περίεργο γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστὲς (ἀνατολικοὺς καὶ δυτικοὺς) νὰ ἀπαγγέλλεται τὸ ἱερὸ Σύμβολο ἑλληνικὰ χωρὶς τὴν προσθήκη καὶ λατινικὰ μὲ τὸ «φιλιόκβε». Αὐτὸ σημαίνει κατὰ τὸ λαϊκὸ θέατρο: «Καὶ σὺ ἔχεις δίκιο, καὶ αὐτὸς δὲν ἔχει ἄδικο»!


Ὁ θεολογικὸς διάλογος μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἄρχισε ἐπίσημα τὸ 1980. Τὸ 1982 (Μόναχο) βασικὸ θέμα τοῦ διαλόγου ἦταν: «Τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Εὐχαριστίας ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος»

Κατὰ τὸν καθηγητὴ Ἀντώνιο Παπαδόπουλο: «Ἡ περὶ ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία διατυπώθηκε ὀρθοδόξως χωρὶς περαιτέρω ἀνάπτυξη. Ἀφέθηκε γιὰ τὸ μέλλον, μὲ πολλὰ σχόλια ἀπὸ Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ ἀπὸ Ὀρθοδόξους, κυρίως ἀπὸ τοὺς δεύτερους, ἀρνητικὰ»49. Ὁ πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄ σὲ λόγο του (29 Ἰουνίου 1995) στὴ Ρώμη, ἐνώπιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ζήτησε νὰ ἀποσαφηνισθεῖ ἡ «περὶ τοῦ Filioque πατροπαράδοτος διδασκαλία, ἡ περιεχομένη εἰς τὴν λειτουργικὴν διατύπωσιν τοῦ λατινικοῦ «Πιστεύω», ὥστε νὰ φωτισθεῖ ἐντελῶς ἡ τελεία ἁρμονία πρὸς ὅσα ἡ συνελθοῦσα ἐν Κων/λει τὸ 381 Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὁμολογεῖ εἰς τὸ σύμβολον αὐτῆς…»50. Ὁ πολὺ καλὸς

γνώστης ὅμως τῶν πραγμάτων τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, π. Νεῖλος Βατοπαιδινός, καθηγητὴς Πανεπιστημίου (νομικός), διακρίνει μία τάση ὑπέρβασης τῆς ἀρχαίας πολεμικῆς γιὰ τὸ «φιλιόκβε». «Οἱ παπικοὶ δηλώνουν ἐπίσημα, ὅτι ἡ ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου μὲ ἢ χωρὶς τὸ «φιλιόκβε» σημαίνει ὅτι ὁμολογεῖται ἡ ἴδια ὀρθόδοξη πίστη» (!). Εὔστοχα ὅμως ὁ π. Νεῖλος ἐπισημαίνει: «Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ τείνουν νὰ παρακάμψουν τὸ ζήτημα τοῦ Filioque, ἀνατρέχοντας στὴν πιὸ σύντομη ἀναφορὰ στὸ ἀποστολικὸ σύμβολο»51. Αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπαναλάβω τὸ γνωστὸ «καὶ ἡ πίττα ἀφάγωτη καὶ ὁ σκύλος χορτάτος»!



Ἀνάλογη μεθόδευση γίνεται καὶ στὸ ζήτημα τοῦ παπικοῦ πρωτείου, ποὺ ἀναζητεῖται κατάλληλη «φόρμουλα», γιὰ νὰ γίνει δεκτὸ ἀπὸ τὶς κατὰ τόπους ὀρθόδοξες συνόδους γιὰ τὴν ἐπιβολή του καὶ στὴν Ὀρθοδοξία. Κάθε «ἕνωση» ὅμως, ποὺ θὰ παραθεωρήσει ἢ θὰ ἀποδυναμώσει τὴν Πίστη, θὰ εἶναι ψευδένωση, καταδικασμένη σὲ ἀποτυχία. Καὶ ἐνῶ ἡ ἕνωση στὸ θεμέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων πρέπει νὰ εἶναι τὸ κύριο μέλημα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, μὲ τὴν ἐφαρμοζόμενη σήμερα μεθόδευση γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς νεοεποχίτικης πανθρησκείας, θὰ ἀναγκάζονται παπικοὶ καὶ σύγχρονοι λατινόφρονες νὰ θέτουν τὸ κρίσιμο ἐρώτημα: «Ὁ Μάρκος (Εὐγενικὸς) ὑπέγραψε;». Διότι χωρὶς τοὺς «Μάρκους», τοὺς ἀληθεῖς φορεῖς τῆς Πίστεως, θὰ συνεχίζεται, δυστυχῶς, ἡ φενάκη τῆς Ψευδοσυνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας (1438/39)



Παραπομπές:



1. Χρήστου Γανναρᾶ, Ἀλφαβητάρι τῆς Πίστης, Δόμος, Ἀθήνα 1983, σ. 39.



2. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Νέα Κλῖμαξ…, Ἐν Βόλῳ 19562, σ. 41 (Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Πνευματολογικὲς Ἐπισημάνσεις, εἰς τὴν «Νέα Κλίμακα» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, στὸ: π. Γ.Δ.Μ. Λόγος ὡς Ἀντίλογος – Θεολογικὰ δοκίμια, Ἁρμός, Ἀθήνα 1992, σ. 61-69).



3. Παρατηρεῖ καὶ ὁ Χρ. Γιανναρᾶς γιὰ τὰ «δόγματα» (διδασκαλία) τῆς Ἐκκλησίας: «Δὲν ἔχουν σχέση μὲ φιλοσοφικὰ προβλήματα, δὲν φιλοδοξοῦν νὰ ἀπαντήσουν σὲ θεωρητικὰ ἐρωτήματα, οὔτε ἀντλοῦν ὅρους καὶ ἔννοιες ἀπὸ τὴ γλώσσα τῆς φιλοσοφίας». Ὅπ. π., σ. 42.



4.Ὅπ. π., σ. 29.



5. Στό ἴδιο, σ. 245.



6. Βλ. Ἰω. Ν. Καρμίρη, Σύνοψις τῆς Δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1957, σ. 15 ἑπ.



7. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως Ι,8 (PG 94.824).



8. Ἰω. Σ. Ρωμανίδου, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Α´, Θεσσαλονίκη 20096, σ. 292.



9. PG 52, 789.



10. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, ΕΝΟΡΙΑ: Ὁ Χριστὸς ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν, Ἐκδ.: Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 20113, σ. 13 ἑπ.



11. Ἀρχιμ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ἀθήνα 19592, σ. 167 ἑπ.



12. Γιὰ τὸν Ἄρειο καὶ τὸν Ἀρειανισμὸ (4ος αἱ.) βλ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, ὅπ. π., σ. 172 ἑπ. καὶ Βλασίου Ἰ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. Α´, Ἀθήνα 1992, σ. 470 ἑπ.



13. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ὅπ. π., σ. 200.



14. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἐπιφάνιο, PG 69, 56.



15. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, ὅπ. π., σ. 200.



16. Βλ. Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ αἱ προϋποθέσεις τῆς Πνευματολογίας αὐτοῦ, Ἀθῆναι 1980, σ. 15 ἑπ. , σ. 29 ἑπ. Γιὰ τὴν ἀντιπνευματομαχικὴ γραμματεία βλ. σ. 64 ἑπ .



17. Γιὰ τὴν Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἐκτενῆ ἀναφορὰ βλ. στοῦ Βλασίου Ἰ. Φειδᾶ, ὅπ. π., σ. 518 ἑπ. καὶ γιὰ τὸ Σύμβολὸ της, σ. 532 ἑπ.



18. Βλ. Βλασίου Ἰ. Φειδᾶ, ὅπ.π., σ. 539.



19. Στό ἴδιο, σ. 512 ἑπ.



20. Στὸ ἴδιο, σ. 537.



21. Βλ. παραπάνω, σημ. 2.



22. Νέα κλῖμαξ , σ. 132 ἐπ.





23. Στὸ ἴδιο, σ. 169 ἑπ.



24. Σ. 268.



25. Σ. 171.



26. Σ. 174.



27. Σ. 189.



28. Σ. 183.



29. Σ. 188.



30. Σ. 189.



31. Σ. 136.



32. Στό ἴδιο.



33. Σ. 332, 335.



34. Σ. 335.



35. Ὅπου π., σ. 305, 339 ἑπ.



36. Στὸ ἴδιο. Καὶ ὁ (καὶ) Θεολόγος τοῦ 18ου αἰ. Βικέντιος Δαμοδὸς θεωρεῖ τὸν ἱ. Αὐγουστῖνο πηγὴ τῶν κακοδοξιῶν τοῦ «Φιλιόκβε» καὶ τοῦ «Προορισμοῦ» (praedestinatio), τὸν δικαιολογεῖ ὅμως: «Οὐ διὰ τοῦτο ἦν αἱρετικὸς ὁ Αὐγουστῖνος, διότι οὐκ εἶπεν ἐκεῖνα ἀντιμαχόμενος τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ …» (Χειρόγραφο Βατοπαιδίου, 99, σ. 286β).



37. Βλ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, σ. 309, 344, 779. Ἡ

λατινικὴ μορφὴ τοῦ Συμβόλου μὲ τὴν προσθήκη εἶναι: “procedit ex Patre filioque”.



38. π. Ἰ. Σ. Ρωμανίδου, ὅπ. π. σ. 317.



39. Στό ἴδιο, σ. 296.



40. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, ὅπ. π., σ. 299.



41. π. Ἰ. Σ. Ρωμανίδου, Ὅπ. π., σ. 314.



42. Ἠλία Μηνιάτη, Πέτρα σκανδάλου, Ἀθῆναι 1969, (Ἐπιμέλεια π. Κ. Γκέλη), σ. 138.



43. Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη, Ἡ αἵρεσις τοῦ Filioque, τ. Α´, Ἀθῆναι 1972, σ. 211-215.



44. PG 102, 280 ἑπ. Βλ. Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, Ἀναφορὰ εἰς τὴν πνευματολογία τοῦ Μ. Φωτίου, στὸ Τόμο: «Ἡ προσωπικότητα καὶ ἡ Θεολογία τοῦ Μ. Φωτίου», ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2011, σ. 125-133.



45. Ὅπ. π., σ. 296.



46. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ἑνωτικὲς προσπάθειες μετὰ τὸ Σχίσμα καὶ ὁ σημερινὸς Διάλογος τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν Λατινικὴ Ἐκκλησία, στὸ βιβλίο τοῦ Ἰδίου: Ὁ Ῥωμηὸς καὶ τὸ θαῦμα, Ἁρμός, Ἀθήνα 2011, σ. 57-92.



47. Ὅπ. π. , σ. 141. Καί προσθέτει σὲ ἄλλο σημεῖο (σ. 138): «Ἂς μὴ εἶναι προσθήκη, ἂς εἶναι ἐξήγησις, καθὼς αὐτοὶ λέγουσι».



48. Ὅπ. π., σ. 314.



49. Ἀντωνίου Παπαδοπούλου, Ὁ Διάλογος μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Νεώτερες ἐξελίξεις σχετικῶς μὲ τὴν Οὐνία, στὰ Πρακτικὰ Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου: Οἰκουμενισμός. Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, τ. Β´ Διαψεύσεις, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 557-564 (ἐδῶ: σ. 559).



50. Στὸ ἴδιο.



51. Ἱερομονάχου Νείλου Βατοπαιδινοῦ, Παπισμὸς καὶ Οἰκουμενισμός, στὰ προηγούμενα Πρακτικὰ…, σ. 149-156, (ἐδῶ: σ. 153). Τὸ λεγόμενο «Ἀποστολικὸ» εἶναι σύμβολο ἀπὸ τὸν 6ο -7ο αἰ. στὴ Δύση μὲ εὐρεῖα χρήση ἐκεῖ. Βλ. Ἰω. Ν. Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Α´ Ἐκκλησίας , Ἀθῆναι 19602, σ. 35 ἑπ.

Κρίση και διανόηση: Ένα διαχρονικό μας πρόβλημα (π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός ομ. καθηγητής Θεολογικής Σχολής)


stoxasmoi
Εισήγηση από τον κύκλο διαλέξεων με τίτλο «πέραν της παρακμής», που διοργάνωσε τον χειμώνα του 2014-2015 η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού, στον χώρο πολιτικής και πολιτισμού «Ρήγας Βελεστινλής».
Νέος Λόγιος Ερμής

α) Η κρίση
Η κρίση στην ουσία της είναι η ανατροπή των κανονικοτήτων της ιστορικής συνέχειας, με ανωμαλίες και δυσχέρειες, συχνά αδυσώπητες, και πολυειδείς κινδύνους. Η κρίση γίνεται περισσότερο αισθητή, όταν σχετίζεται με οικονομικά προβλήματα. Δεν είναι όμως μόνο οικονομική, διότι με αυτήν διασαλεύεται όλη η κοινωνική τάξη, σε άμεση συνάρτηση με την ηθική σφαίρα, που διέπει τις δομές μιας κοινωνίας.
Η σημερινή κρίση που διερχόμεθα ως Έλληνες, έχει κύριο αίτιο κατά γενική ομολογία τη χρεοκοπία της ηγεσίας, κυρίως της πολιτικής, που υπηρετεί, κατά κανόνα, τα συμφέροντα της νέας παγκόσμιας τάξης, στο όνομα της οποίας ασκεί την εξουσία της εις βάρος της ευστάθειας της Χώρας. Γενική είναι η συναίσθηση ότι ζούμε σε έναν κόσμο τραγικά παράλογο και παράλογα τραγικό, που αποκαλύπτει τη βαναυσότητα της μετανεωτερικότητας, παρόλη τη μεγαλαυχία και μεγαλοστομία της. Ο πολιτισμός της μετανεωτερικής κοινωνίας κυριαρχείται από τον άκρατο ωφελιμισμό, την απληστία και κατά συνέπεια την αδικία, την ειδωλολατρία δηλαδή της φιλαργυρίας (πρβλ. Α’ Τιμ.6,10), και γι’ αυτό καταντά «πολιτισμός» αφιλάνθρωπος.
Κάθε κρίση, ατομική ή κοινωνική, για έναν ιστορικό και Θεολόγο, είναι πάντα συνέπεια της πτωτικότητας του ανθρώπου και της εσωτερικής του αλλοτρίωσης, διότι, όπως είπε ο Ντοστογιέφσκυ, «χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται». Κυρίαρχο θέμα της δυτικής Θεολογίας από τα μέσα του 20ού αιώνα είναι ο «θάνατος του Θεού», που σημαίνει όχι τον οντολογικό θάνατο του Θεού, αλλά την αποσύνδεση του ανθρώπου από τον Θεό και την αθεΐα του δυτικού ανθρώπου και της δυτικής κοινωνίας. Κατά τον νεώτερο Άγιο π. Ιουστίνο (Πόποβιτς):
Η Ευρώπη από την Αναγέννησιν έως σήμερον μετεβλήθη εις εργαστήριον ρομπότ. […] Δεν υπήρξεν επί του πλανήτου […] απανθρωπότερος άνθρωπος από το ευρωπαϊκό ρομπότ[…]. Άνθρωπος χωρίς Θεόν και χωρίς ψυχήν […]. Αφού εφόνευσε τον Θεόν και την ψυχήν μέσα του, ο τύπος κάθε ευρωπαίου ανθρώπου […] βαθμηδόν αυτοκτονεί, διότι η αυτοκτονία είναι ο αναπόφευκτος ακόλουθος της θεοκτονίας.
Είναι, βέβαια, γεγονός, ότι η κατάσταση της σημερινής ελληνικής κοινωνίας έχει μία ιδιαιτερότητα σε σχέση με παλαιότερες κρίσεις, διότι η Χώρα μας σήμερα συμμετέχει σε μια οικονομική και νομισματική ένωση και εντάχθηκε σ’ αυτήν, όπως διατείνονται οι πολιτικοί μας ηγέτες, για την ασφάλεια και ευημερία της. Και όμως, από την προσδοκώμενη κοινωνία απόλαυσης, προέκυψε μια κοινωνία δυσπραγίας, αθλιότητας και φόβου. Μολονότι ο νεοφιλελευθερισμός έχει αποβεί η θρησκεία του δυτικού ανθρώπου, το αποτέλεσμα είναι το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού να κατέχει το 83% του παγκόσμιου πλούτου. Η Ευρώπη κατάντησε τριτοκοσμική στο νότιο μέρος της, ενώ καλπάζει η φτώχεια και η εξαθλίωση.
Η οικονομική κρίση έχει επιπτώσεις σ’ όλους τους χώρους του δημόσιου βίου και σ’ όλες τις δομές του (παιδεία, υγεία, οικογένεια, νεολαία, μέχρι και την οικολογία). Ιδιαίτερα αισθητή είναι στην ψυχική υγεία και ευεξία των νέων, διότι ο εφιάλτης της ανεργίας, που πλανάται, η φτώχεια, ο φόβος της κατάθλιψης και η αβεβαιότητα του μέλλοντος αφήνουν βαθειά σημάδια στην ψυχή των νέων και των παιδιών, που βιώνουν τη δυσπραγία των γονέων τους, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας γενεάς ψυχικά ασθενών, που ισοδυναμεί με γενοκτονία.

Ερωτήματα για την αγάπη (Γέροντας Ευστράτιος Γκολοβάνσκι)


theologia
Μου φαίνεται ότι κανένας δεν με αγαπάει, γι’ αυτό νιώθω ένα κενό στην ψυχή μου. Τι μου συμβαίνει;
Απάντηση: Οι σημερινοί άνθρωποι υποφέρουν πολύ και παθαίνουν πολλά, επειδή θέλουν να τους αγαπούν και όχι να αγαπούν. Αλλά ο Κύριος είπε, «Να αγαπάτε ο ένας τον άλλο» (Ιω. 13:34), ακόμα και τους εχθρούς σας (Ματθ. 5:44), όχι να ζητάτε αγάπη από τους άλλους. Τέτοια απαίτηση είναι εγωιστική, φίλαυτη. Μη νοιάζεσαι, λοιπόν, αν σε αγαπούν. Αγαπάς εσύ τον Χριστό και τους ανθρώπους; Αν τους αγαπάς πραγματικά, δεν θα νιώθεις στην ψυχή σου κανένα κενό, αλλά, απεναντίας, πληρότητα ειρήνης και χαράς.
Υπάρχει καλή και κακή αγάπη προς τον εαυτό μας;
Απάντηση: Ναι. Η καλή αγάπη ταυτίζεται με την επιθυμία και τον αγώνα αποκτήσεως της αιώνιας ζωής, με την επιδίωξη δηλαδή της σωτηρίας της ψυχής, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Κυρίου μας και της Εκκλησίας Του. Η αγάπη αυτή είναι χρέος μας, αφού ο Θεός τόσο μας αγάπησε, «ώστε παρέδωσε στο θάνατο τον μονογενή Του Υιό, για να μη χαθεί όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνια» (Ιω. 3:16). Πολύ συχνά το Ευαγγέλιο μας παραγγέλλει να φροντίζουμε για την αιώνια σωτηρία μας (βλ. λ.χ. Ματθ. 16:26, Λουκ. 13:24). Δεν είναι, βέβαια, ενάντια στο θέλημα του Θεού και η φροντίδα για την ευημερία στην πρόσκαιρη τούτη ζωή, φτάνει να κινείται στα πλαίσια του ευαγγελικού νόμου.
Η κακή αγάπη προς τον εαυτό μας είναι η φιλαυτία, που επιδιώκει την εμπαθή ικανοποίηση των επιθυμιών μας, συχνά σε βάρος των συνανθρώπων μας και με παράβαση του θείου νόμου.
Ο χριστιανός πάνω από τον εαυτό του βάζει πάντα τον Θεό και δίπλα στον εαυτό του βάζει πάντα τον πλησίον, γιατί δεν ξεχνάει τα λόγια του Χριστού: «Ν’ αγαπάς τον Κύριο, τον Θεό σου, μ’ όλη την καρδιά σου, μ’ όλη την ψυχή σου και μ’ όλο το νου σου. Αυτή είναι η πρώτη και η πιο μεγάλη εντολή. Και δεύτερη εξίσου σπουδαία: Ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Σ’ αυτές τις δύο εντολές συνοψίζονται όλος ο νόμος και οι προφήτες» (Ματθ. 22:37-40).

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της αληθινής αγάπης προς τον πλησίον;
Απάντηση: Η αληθινή αγάπη προς τον πλησίον είναι πρώτα-πρώτα καθαρή, ειλικρινής και ανυπόκριτη, όπως τονίζουν οι κορυφαίοι απόστολοι στις επιστολές τους. Έτσι, ο απόστολος Παύλος γράφει στους χριστιανούς της Ρώμης: «Η αγάπη σας να είναι ανυπόκριτη» (Ρωμ. 12:9). Ο απόστολος Πέτρος παραγγέλλει: «Τώρα που, υπακούοντας στον αληθινό Θεό, έχετε καθαρίσει τις καρδιές σας με το Άγιο Πνεύμα, να αγαπάτε ειλικρινά ο ένας τον άλλο· η αγάπη σας να είναι ολόψυχη και να βγαίνει από καθαρή καρδιά» (Α’ Πέτρ. 1:22).
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της αληθινής αγάπης το σημειώνει σε μιαν επιστολή του ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «Παιδιά μου, ας μην αγαπάμε με λόγια και ωραίες φράσεις, αλλά έμπρακτα και αληθινά» (Α’ Ιω. 3:18). Με έργα, λοιπόν, αποδεικνύεται η γνησιότητα της αγάπης. Ο απόστολος Ιάκωβος γράφει σχετικά: «Ας πάρουμε την περίπτωση που κάποιος αδερφός ή κάποια αδερφή δεν έχουν ρούχα να ντυθούν και στερούνται το καθημερινό τους φαγητό. Αν κάποιος από σας τους πει, «Ο Θεός μαζί σας! Εύχομαι και ρούχα να βρείτε και φαγητό να χορτάσετε», ποιο το όφελος, αν δεν τους δώσει τα απαραίτητα που χρειάζεται το σώμα;» (Ιακ. 2:15-16).
Τρίτο χαρακτηριστικό της αληθινής αγάπης είναι η πνευματικότητα. Γιατί μπορεί μεν η αγάπη μας προς τον πλησίον να είναι ειλικρινής και ανυπόκριτη αλλά σαρκική, να πηγάζει δηλαδή από ακάθαρτα πάθη ή εγκόσμια συμφέροντα. Από μια τέτοιαν αγάπη προέρχονται αργά ή γρήγορα συμφορές και μεταμέλειες. Η γνήσια, η χριστιανική αγάπη έχει πηγές καθαρές, την αγάπη προς τον Θεό και την υπακοή στις εντολές Του. «Αν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου», είπε ο Κύριος (Ιω. 14:15). «Όπως σας αγάπησα εγώ, έτσι να αγαπάτε εσείς ο ένας τον άλλο» (Ιω. 13:34).
Η αληθινή αγάπη προς τον πλησίον δεν είναι ένα χλιαρό αίσθημα, αλλά φωτιά που κατακαίει τη φιλαυτία και εμπνέει την αυτοθυσία. Όποιος αγαπάει αληθινά, θυσιάζει για το καλό του πλησίον ακόμα και τη ζωή του, σύμφωνα με το παράδειγμα του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού. «Γιατί τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε στο θάνατο τον μονογενή Του Υιό, για να μη χαθεί όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνια» (Ιω. 3:16). «Κανείς δεν έχει μεγαλύτερη αγάπη από κείνον που θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των φίλων του» (Ιω. 15:13).

(Από το βιλίο: Γέροντος Ευστρατίου (Γκολοβάνσκι), “Απαντήσεις σε ερωτήματα χριστιανών”. Ιερά Μονή Παρακλήτου, 2012. Ερωτήσεις 113, 138, 149.)







(Πηγή ηλ. κειμένου: koinoniaorthodoxias.org)

“Αλεξίκακον Φάρμακον”: Κριτικές επισημάνσεις στο περιεχόμενο του έργου του αγίου Αθανασίου του Παρίου (π. Γεώργιος Μεταλληνός)


biblia
Κυκλοφόρησε προσφάτως απὸ τις Εκδόσεις Γρηγόρη το βιβλίο του αγίου Αθανασίου του Παρίου «Αλεξίκακον Φάρμακον». Το κείμενο παρατίθεται με απόδοση στην Νέα Ελληνική, ενώ τα προλεγόμενα και η επιστημονικὴ επιμέλεια, έγιναν από τον πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό. Το προτείνουμε ανεπιφύλακτα. Ο καλοπροαίρετος αναγνώστης θα βρει πολλές απαντήσεις στο ερώτημα γιατί έχουμε φτάσει σε τέτοια πνευματική κρίση στη χώρα μας. (Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ)
«ΑΛΕΞΙΚΑΚΟΝ ΦΑΡΜΑΚΟΝ» ή «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΝ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ»
Εκδόσεις Γρηγόρη
Εκδόσεις Γρηγόρη
Η αγωνιστική συγγραφική πορεία του Αθανασίου Παρίου ολοκληρώθηκε με το έργο αυτό, που συντέθηκε το 1809 κατά τα κρατούντα, αλλά τυπώθηκε το 1818 μετά την κοίμηση του συντάκτη του (1813) από έναν πιστό μαθητή του, τον Σαμουήλ, «διδάσκαλου τον εξ Άνδρου». Όπως και τα προηγούμενα έργα του, έτσι και το παρόν ήταν ευρύτερα γνωστό από τα αντίγραφά του, που παρεσκεύαζαν οι φίλοι και μαθητές του. Το «Αλεξίκακον Φάρμακον» συνιστά, κατά κάποιο τρόπο, συνέχεια και περαιτέρω ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας του έργου «Αντιφώνησις» (αρ. 3), καταστέφοντας έτσι τον σθεναρό και αποφασιστικό αγώνα του ακάματου Ιερομονάχου για την προφύλαξη της καθαρότητας του φρονήματος της υπόδουλης και απειλούμενης από τη μετακένωση των ιδεών του δυτικού «κατέναντι», της Ευρώπης, του Διαφωτισμού και της Γ. Ε., Ρωμηοσύνης. Το έργο σώζεται στο υπ’ άριθ. 2361 χειρόγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, στην Αθήνα, φφ. 39-111. Στο τέλος του έργου προστίθεται, ως παράρτημα, το Μαρτύριο του Νεομάρτυρος Ιωάννου του Κρητός στην Έφεσο, για την ενίσχυση του φρονήματος των Αναγνωστών. Η έκδοση σπονδυλώνεται ως εξής: Προηγούνται «Προλεγόμενα προς τους φιλαναγνώστας» του εκδότη Σαμουήλ, ο οποίος τιτλοφορεί την έκδοσή του ως εξής: «Αλεξίκακον φάρμακον ή Πνευματικόν Εγχειρίδιον. Συντεθέν υπό του Διδασκάλου Αθανασίου του Παρίου». Ο εκδότης εξαίρει τη σημασία του έργου και αιτιολογεί τον τίτλο του (θεραπεύει «τον βολτερισμόν, ταυτόν ειπείν τον αθεϊσμόν»), εγκωμιάζοντας τον συγγραφέα και διδάσκαλο Αθανάσιο. Το κυρίως έργο φέρει εκτενέστερο τίτλο, που μάλλον ανήκει στον συντάκτη του Αθανάσιο, και δίνει περιληπτικά και το περιεχόμενό του: «Αλεξίκακον φάρμακον, ήτοι Πνευματικόν εγχειρίδιον, διδάσκον εν απλή φράσει, ότι όσοι θέλουσι να είναι και να μένωσι Χριστιανοί, εξ ανάγκης πρέπει να μισούν και να αποφεύγωσι τους αντιλέγοντας και καταφρονητικώς αντιφερομένους εις τας Θείας Γραφάς, αι οποίαι είναι τα βιβλία της Χριστιανικής πίστεως». Το συνοπτικό διάγραμμα του έργου δίνει τήν άκόλουθη εικόνα: Στο Προοίμιο του έργου ορίζεται ο σκοπός του, που είναι η καταπολέμηση της αθεΐας. Στο α’ κεφάλαιο αναπτύσσεται το θέμα της αθεΐας και ο «Βολταΐρος» χαρακτηρίζεται «αθεώτατος». Το αθεϊστικό πάθος του αποδίδεται στη «μανία» και «παραφροσύνη» του. Το κεφ. β’ ασχολείται με τον Βολταίρο, ενώ επικρίνονται όσοι τον ανέχονται (η Αικατερίνη Β’ της Ρωσίας, π.χ., δεν έπρεπε να δεχθεί τα αθεϊστικά βιβλία του). Στο κεφ. γ’ αποκρούεται η κατά της Αγίας Γραφής επίθεση του Βολταίρου. Ο συγγραφέας κάνει λόγο «περί προφητείας», δηλαδή της «εκ των προτέρων» απόδειξης της αλήθειας των Γραφών, και περί «θαυμάτων», της απόδειξης εκ των υστέρων. Στο κεφ. δ’ κορυφώνεται η αντιβολτερική κριτική. Ο «βολτερισμός» είναι «εσχάτη μωρία, και αλογία, και θρήνων άξιος». Στο κεφ. ε’ αποκρούεται η βολτερική άρνηση της Αναστάσεως του Χριστού και στο στ’ ελεεινολογούνται όσοι αποκλίνουν στον βολτερισμό και συνιστάται στους νέους να μην παρασύρονται από αυτόν. Στον Επίλογο χαρακτηρίζεται ο «βολτερισμός» «απώλεια της ψυχής», έσχατος δηλαδή κίνδυνος για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Κριτικές επισημάνσεις στο περιεχόμενο του έργου
Ο εκδοτης του έργου Σαμουήλ στα Προλεγόμενά του στρέφεται και στον εννοιολογικό προσδιορισμό των χρησιμοποιουμένων από τον συγγραφέα στον τίτλο του έργου όρων. Και είναι γεγονός, ότι οι όροι «αλεξίκακον φάρμακον» και «εγχειρίδιον πνευματικόν» εύστοχα χρησιμοποιήθηκαν για το χαρακτηρισμό του περιεχομένου και των στόχων του βιβλίου. «Αλεξίκακος» είναι αυτός που απομακρύνει το κακό. Προσδιορίζεται όμως, έτσι, η αναμενόμενη επενέργεια του έργου ως «φαρμάκου», αποτρεπτικού και θεραπευτικού. «Εγχειρίδιον» εξ άλλου, είναι το μαχαιρίδιο ή στιλέτο (ξιφίδιο), αλλά και το μικρό βιβλίο, το βιβλίδιο. Και στις δύο περιπτώσεις δηλώνεται ο ιατρικός-θεραπευτικός χαρακτήρας και μάλιστα προς δύο κατευθύνσεις: προς εκείνους που ασθενούν εις την πίστη και δέχθηκαν τον «βολτερισμό», και προς τους «ευσεβείς πιστούς» για την υποστήριξη και προφύλαξή τους. Τα εγκωμιαστικά λόγια που χρησιμοποιεί ως ευγνώμων μαθητής ο Σαμουήλ, για να τιμήσει τον διδάσκαλο και συγγραφέα, είναι αποκαλυπτικά για την εκτίμηση που απολαμβάνει o Αθανάσιος στον κύκλο τvν γνωστών καi συναγωνιστών του. Εκφράζεται δε η βεβαιότητα, ότι την ίδια ευεργετική επίδραση θα ασκήσει ευρύτερα το έργο στους αναγνώστες του. Γι’ αυτό και μαρτυρείται η ευμενής ήδη αποδοχή του από το Γένος, και ιδιαίτερα το Οικουμενικό Εθναρχικό Κέντρο. Εύστοχα δε, χαρακτηρίζεται το έργο «χρυσόν πονημάτιον» και «σπαρτίον» (σχοινί), αλλά και «φραγγέλιον ευαγγελικόν κατά των εναντίων θεοκαπήλων της πίστεως».
Και ο Αθανάσιος στο «Προοίμιόν» του αποσαφηνίζει τον τίτλο του έργου, συνδέοντας τους όχι συνήθεις όρους του με την προσφερόμενη από αυτό θεραπεία της ψυχής. Το λεγόμενο, ότι τη συγγραφή προκάλεσε το εξαπλούμενο ρεύμα της βλασφημίας κατά του αληθινού Θεού, εξηγεί και το κυρίαρχο πάθος. Η «αθέτησις του Θεού… η δυσώνυμος αθεΐα» είναι «η όντως μεγάλη κακία». Η αύξηση του αριθμού των «αθέων» επιβάλλει την αναχαίτιση της επιρροής τους πάνω στους «θεοσεβείς». Ποιους εννοεί ο Πάριος ως «αθέους» έχει ήδη αλλού αποσαφηνισθεί. Δεν σημαίνει μόνο τους αρνουμένους την ύπαρξη του Θεού, αλλά και εκείνους που δεν αναγνωρίζουν τον ένα και μόνο αληθινό Θεό, αρνούμενοι τον Ιησού Χριστό. Αυτή είναι και η παύλεια χρήση του όρου στο Εφεσ. 3, 12. Είναι οι χωρίς Θεό ζώντες. Βέβαια, είναι γεγονός, ότι «η κατηγορία “άθεος” απεδίδετο συχνότατα τότε σε διάφορους λογίους, χωρίς την αναγκαιότητα να υφίσταται κάποια πραγματική περίπτωση αθεΐας», όπως ορθά επισημαίνει ο καθηγητής Βασ. Μακρίδης. Στην περίπτωση όμως του Βολταίρου και των ομοφρόνων του δεν πρόκειται για ατεκμηρίωτη συκοφαντία.
Ειδικά με το θέμα της «αθεΐας» ασχολείται ο Πάριος στο κεφ. α’. Ακολουθώντας τους «σοφούς» (μάλλον εννοεί τους επιστήμονες), διακρίνει μεταξύ «αποφατικών» και «θετικών» αθέων. Οι πρώτοι στερούνται «κάθε ιδέαν θεότητος». Οι δεύτεροι έχουν μεν «ιδέαν Θεού», αλλά αρνούνται την ύπαρξή Του. Η στάση αυτή απεικονίζει τον «χριστιανισμό» της Γαλλίας και γενικότερα της Ευρώπης. Πρόκειται όμως —λέγει— για «μωρία», που καταντά «παραφροσύνη και μανία», γνώρισμα των αιρετικών, με κορυφαία περίπτωση τον «Γάλλον Βολτέρ», τον «αθεώτατον». Ο Γάλλος «σοφός» επικεντρώνει την ιερή αγανάκτηση του Αθανασίου. Το κυρίως ενοχλητικό γι’ αυτόν, στο σημείο αυτό, δεν είναι οι δυτικές αιρέσεις (παπισμός, προτεσταντισμός), αλλά η παντελής άρνηση του αληθινού Θεού στη θεωρούμενη χριστιανική Ευρώπη.
Ο στόχος του Βολταίρου ήταν, βέβαια, ο Ιησούς Χριστός κατά τον Αθανάσιο. Ο «θεοστυγής Βολτέρ» έγινε «άσπονδος εχθρός του Ιησού Χριστού». Αμφισβητώντας τα ιερά κείμενα – αρχές του Χριστιανισμού, ο «παμμίαρος Βολτέρ» επιδιώκει να «ανατρέψη και να δείξη μύθον και πλάσμα (πλαστό κατασκεύασμα) το Ευαγγέλιον». Η μέθοδος του Βολταίρου κατά τον Πάριο: Πρώτα «ανασκευάζει» την Π. Διαθήκη, «τα αρχαιότατα βιβλία του κόσμου» (Πεντάτευχος). Αρνείται τη γνησιότητά τους, «διά να απορρίψη έπειτα τα θεία Ευαγγέλια», που σχετίζονται άμεσα με εκείνα. Ο Βολταίρος όμως επεκτείνει την πολεμική του και στα προφητικά βιβλία, παρά τις διαμαρτυρίες Γερμανών και Πολωνών Ιουδαίων το 1776. Στην αντιβολταιρική επιχειρηματολογία του ο Αθανάσιος στηρίζεται στο αντιβολταιρικό έργο του Νικηφ. Θεοτόκη, παλαιού διδασκάλου και συναδέλφου του στην Κέρκυρα. Ο Θεοτόκης μετέφρασε και εμπλούτισε με σημαντικές προσθήκες και σημειώσεις το έργο του Γάλλου ρωμαιοκαθολικού Γ.Ι. Κλεμάνς (G. J. Clemence). Φαίνεται όμως ότι δεν λαμβάνεται υπόψει, ότι η «αθεΐα», ή μάλλον αντιχριστιανικότητα του Βολταίρου, δεν είναι άσχετη με το περιβάλλον, στο οποίο έζησε στα νεανικά του χρόνια, διότι τις εγκύκλιες σπουδές του τις έκαμε ως εσωτερικός σε ιησουϊτικό Κολλέγιο. Με βάση και αφετηρία αυτή την εμπειρία του, έγραψε το 1763 την «Πραγματεία περί ανεξιθρησκείας» (Tpaite sur la Tolerance). Ο Πάριος καταφάσκει το επιχείρημα του Κλεμάνς. Το γεγονός, ότι ο Βολταίρος δεν τόλμησε να απαντήσει στις εναντίον του κατηγορίες, αλλ’ εσιώπησε, επιβεβαιώνει, κατά τον Πάριο, τα επιχειρήματα των κατηγόρων του, που τον απέδειξαν «ψεύστην και αμαθή», αλλά και «συκοφάντη και αλαζόνα».
Στο στόχαστρο όμως του Αθανασίου βρίσκεται η επίθεση του Βολταίρου εναντίον ολόκληρης της Αγίας Γραφής. Ο στόχος του Βολταίρου είναι να δειχθεί ότι η «Χριστιανική θρησκεία δεν είναι παρά πλάνη και ψευδολόγων ανθρώπων εφεύρημα». Πάλι, βάση και πηγή των επιχειρημάτων του Παρίου είναι η μετάφραση του έργου του Κλεμάνς από τον Θεοτόκη. Ελέγχεται επίσης η σιωπή του Χριστιανού Γάλλου βασιλέα (Λουδοβίκου ΙΣΤ’) και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ως και της αυτοκράτειρας της Ρωσίας Αικατερίνης της Β’, που ως γνωστόν τιμούσε τον Βολταίρο, ο οποίος με τα κατά του Χριστού μυθεύματά του απεδείχθη «ο πάντων αθέων αθεώτατος».
Ότι τα βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι «θεία και άγια και της αιωνίου ζωής πρόξενα είναι το θέμα του γ’ κεφαλαίου. Ο Πάριος στηρίζεται στις αποδείξεις «εκ των προτέρων», που είναι οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, και στις αποδείξεις «εκ των υστέρων», δηλαδή τα «θαύματα». Με θεολογική σαφήνεια και πιστότητα προσδιορίζει την παλαιοδιαθηκική προφητεία (ο Θεός εμπνέει «με την Χάριν Του» τους Προφήτες). «Η Θεία Χάρις» προείπε μέσω των Προφητών όσα «έμελλον να γένουν εν τοις εσχάτοις καιροίς». «Βεβαιωμένοι εκ του Αγίου Πνεύματος» οι Προφήτες, δεν άφησαν κανένα σημείο των αφορώντων στον Ιησού Χριστό, που δεν «προείπον», βλέποντας τα μη παρόντα ως παρόντα. Ως μεγίστη δε απόδειξη χαρισματικής προφητείας επικαλείται τον Ησαΐα.
Ιδιαίτερα όμως προκαλεί τη Χριστοκεντρική ψυχή του Αθανασίου ο χαρακτηρισμός του Χριστού ως «πλάνου και απατεώνα» (Impostore) από τον Βολταίρο. Με το πρόβλημα αυτό ασχολήθηκε και στο έργο του «Απολογία Χριστιανική», διότι ο βολταιρικός χαρακτηρισμός για τον Ιησού Χριστό, λατρευόμενο και τιμώμενο ως Θεάνθρωπο από τη Χριστιανική οικογένεια, και μάλιστα τους Ορθοδόξους, ήταν αδύνατο να μην προκαλεί αισθήματα λύπης, αλλά και δίκαιης οργής. Ο Πάριος, διαμαρτυρόμενος έντονα, περιορίζεται σε φραστικές αντεπιθέσεις λόγω του χαρακτήρα της Ορθοδοξίας του, δικαιώνεται όμως απόλυτα από τους «νουν έχοντας», αντιμαχόμενος τα αναπόδεικτα και όντως βλάσφημα βολταιρικά λόγια.
Εύστοχα, εξ άλλου, ο Αθανάσιος επικαλείται τη σχέση συνέχειας μεταξύ Προφητών και Ευαγγελιστών (πρόρρηση – εκπλήρωση), για να στηρίξει την αγιότητα του Χριστού, σε μια άψογη δογματικά διατύπωση: «Ο προφητευόμενος είναι άγιος και υπεράγιος και αναμάρτητος, ου μόνον ως Υιός του Θεού και Θεός αληθινός, αλλά και ως άνθρωπος διά την καθ’ υπόστασιν ένωσιν των δύο φύσεων, και όλα αυτού τα έργα και τα πάθη, και αι πράξεις και οι λόγοι, είναι άγια και θεία και σεβάσμια, εκ των οποίων απάντων ή των αγίων Ευαγγελίων βίβλος συνίσταται». Θεωρεί τα Ευαγγέλια «εκ των υστέρων απόδειξιν» της θεότητος του Χριστού, επιμένοντας στη βαρύτητα στο θέμα αυτό των θαυμάτων Του, που συνιστούν υπέρβαση των φυσικών νόμων. Διακρίνει, έτσι, «θαύματα κατά την ουσίαν» και θαύματα κατά «τον τρόπον». Τα πρώτα είναι «αδύνατον να γένουν από τας δυνάμεις της φύσεως» (ανάσταση νεκρών, ομμάτωση τυφλών κ.τ.δ.)- τα δεύτερα γίνονται και από τις φυσικές δυνάμεις, αλλά όχι σε ελάχιστο χρόνο, «ευθύς με μόνον ένα λόγον», ένα άγγιγμα του χεριού κ.λπ. Οι Βολταιριστές περιγελούν τα θαύματα, ως «αυθάδεις και αναίσχυντοι». Οι βαρείς αυτοί χαρακτηρισμοί του Παρίου από κάποιον εκλαμβάνονται ως ύβρεις. Και όμως δεν είναι. Η ένταση και το βάρος τους αντιστοιχούν στο μέγεθος των βλασφημιών, όταν μάλιστα ο Βολταίρος αντιπαραβάλλεται προς τον Ιησού Χριστό! Ο Πάριος δεν διστάζει να χρησιμοποιεί και τη «μεταφυσική» του Αντωνίου Γενουησίου, επιστημονικό σύγγραμμα, που ο ίδιος μετέφρασε στα ελληνικά, για να ενισχύσει τη δική του επιχειρηματολογία.
O Βολταίρος προκαλεί ιδιαίτερα τη συνείδηση του Διδασκάλου, όταν υποστηρίζει, ότι ο Χριστιανισμός «εξεδιώχθη της Ανατολής… (και) κατέφυγεν εις την Δύσιν». Πρόκειται για μια ερμηνεία του γεγονότος της δουλείας, διότι έτσι την εξελάμβαναν κάποιοι Ευρωπαίοι, και ως πολιτιστική νέκρωση, δηλαδή. Ο Πάριος όμως αντιτείνει την αδιατάρακτη συνέχεια του Χριστιανισμού της Ανατολής «χωρίς να εκλείψη εκείθεν μέχρι της σήμερον».
Στην πολεμική κατά του βολταιρισμού αφιερώνεται το κεφάλαιο δ’. Κατά τον Πάριο ο βολταιρισμός είναι «έσχατη μωρία και αλογία, και θρήνων άξιος». Βρίσκει δε και πάλι την ευκαιρία να επαινέσει τον Νικηφ. Θεοτόκη για την αντιβολταιρική του προσφορά στο Γένος. Ορθά δε επισημαίνεται, ότι ο Θεοτόκης κατενόησε το «πονηρόν και κακομήχανον σκοπόν» του Βολταίρου, όταν μάλιστα ο Κοραής, θαυμαζόμενος και προβαλλόμενος από το Γένος, κατάντησε μεγάλος θαυμαστής και επαινέτης του Γάλλου «αθέου», που έγινε μάλιστα το ίνδαλμά του [1]. Εύστοχη στο σημείο αυτό είναι η επισήμανση του Παρίου: Με την τυχόν προσβολή και κατακρήμνιση του Χριστιανισμού, «αποβάλλεται και ο χαλινός», δηλαδή ο φόβος της κολάσεως. Για τον πατερικό Πάριο η Ορθόδοξη πίστη είναι άμεσα συνδεδεμένη με το ήθος του πιστού. Με την κορύφωση δε της αγανάκτησης του συγγραφέα μας κορυφώνεται και η βαρύτητα των εκτοξευομένων κατά του Βολταίρου επιθετικών χαρακτηρισμών: «κατάπτυστον ανθρωπάριον», «βρωμερός και ακάθαρτος άθεος», «υιός της απωλείας», «εχθρός του Θεού και της σωτηρίας», «κατά τον πατέρα του τον Σατανάν». Κορυφαία έκφραση της πατρικής αγωνίας του Αθανασίου είναι η καταφυγή στην επίσης αγωνιώδη κραυγή του αποστόλου Παύλου (Α’ Κορ. 6, 19), βλέποντας την κατολίσθηση των πνευματικών του τέκνων, των Ελλήνων της Κορίνθου. «Φεύγετε την πορνείαν», είπε στην αγωνία του ο μεγάλος εκείνος πνευματικός πατέρας (Α’ Κορ. 4, 15). «Φεύγετε την Ευρώπην» κραυγάζει και ο άγιος Αθανάσιος. Την Ευρώπη, φυσικά, του άθεου διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Είναι το έσχατο νουθετιστικό μέσο, που διέθετε ο Πνευματικός Πατέρας, βλέποντας την πρόοδο της αλλοτρίωσης του Ποιμνίου του.
Κύριο θέμα της βολταιρικής επίθεσης κατά του Χριστού είναι η αμφισβήτηση της Ανάστασής Του. Την αλήθεια της ως γεγονότος ιστορικού επιχειρεί να στηρίξει ο Πάριος στο κεφ. ε’ με βάση την επιχειρηματολογία του Κλεμάνς. Ο Βολταίρος βλασφημεί «από μόνην εθελοκακίαν». Επιτυχής είναι όμως η διαπίστωση ότι η «απόρριψη» της Ανάστασης του Χριστού συνεπιφέρει την άρνηση και της αναμενόμενης «κοινής αναστάσεως». Έτσι όμως αποψιλώνεται ο Χριστιανισμός από τον αιώνιο χαρακτήρα του. Μία ιστορική μαρτυρία είναι στο σημείο αυτό μεγάλης σημασίας: ο Βολταίρος αρνήθηκε τον παπικό ιερέα στην επιθανάτια κλίνη του, ως έμπρακτη εφαρμογή της άρνησης και της Ανάστασης.
Το στ’ κεφάλαιο ασκεί έλεγχο στους οπαδούς του Βολταίρου: «Ότι δακρύων άξιοι και οι προς τον Βολταιρισμόν αποκλίνοντες», εκθέτοντας την ψυχή τους, το πολυτιμότερον αγαθόν δώρημα του Θεού στον άνθρωπο, στον έσχατο κίνδυνο, τον θάνατο, ενώ ο προορισμός του ανθρώπου είναι η κατά χάριν θέωσή του. Ο Αθανάσιος αποτείνεται ιδιαίτερα στους νέους, θέτοντας το κριτικό ερώτημα, αν αξίζει η εμπιστοσύνη σε έναν άθεο, όπως ο Βολταίρος. Οι συνέπειες της επιρροής του Βολταίρου είναι η «αδιαφορία» και για τα έθιμα της Εκκλησίας, δηλαδή τις πνευματικοασκητικές πρακτικές της, όπως η νηστεία. Η επισήμανση αυτή φέρνει στον νου την Επιστολή προς τον Κοραή του 1791. Το σύνθημα των Βολταιριστών είναι: «Δεν είναι νόμος εις τα βρώματα», δόγμα και του Κοραή και των οπαδών του. Για τον Αθανάσιο όμως του 1791, αλλά και για κάθε Ορθόδοξο, «όποιος θέλει να έχει και να γνωρίζη μητέρα του την Εκκλησίαν, πρέπει να κρατή και τα εδικά της θεσπίσματα», όπως τη θεοπαράδοτη νηστεία. Αποκαλύπτεται όμως έτσι και ο λόγος της σφοδρότητας του Παρίου κατά του Βολταίρου. Ο τελευταίος «γεννήθηκε» χριστιανός και, συνεπώς, έγινε «προδότης» της θρησκείας του. Βέβαια, περιορίζοντας τον λόγο στον επιφανή αντίπαλό του (τον Βολταίρο) ο Πάριος, δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψει το «χριστιανικό» περιβάλλον, στο οποίο γεννήθηκε και έζησε ο Βολταίρος, όπως και τα άλλα μεγάλα «τέρατα» της πολυώνυμης ευρωπαϊκής αθεΐας, κάτι που περιέγραψε με επιστημονική πειστικότητα ο όσιος π. Ιουστίνος Πόποβιτς [2].
Στον Επίλογο τονίζεται ιδιαίτερα ότι ο «Βολτερισμός» είναι «απώλεια ψυχής και πλάνη υπέρ πάσαν άλλην πλάνην». Ο πειθόμενος σ’ αυτήν τη διαπίστωση αποστρέφεται και βδελύσσεται «και τον άθεον εκείνον (= τον Βολταίρο) και τα άθεα και θεοστυγή εκείνου συγγράμματα». Πιστεύουμε, ότι ένα τμήμα του Επιλόγου, αναφερόμενο στην ανάγκη άμεσης εγκατάλειψης του βολταιρισμού από όσους παρεσύρθηκαν σ’ αυτόν, είναι άδηλη αναφορά στον Κοραή. Το παραθέτουμε γι’ αυτόν το λόγο: «Ο γαρ τον κατάπτυστον εκείνον (τον Βολταίρο), ως άλλον Σατανάν αρνησάμενος, και καταπτύσας, και βδελυξάμενος, και τω Δεσπότη των απάντων εκ δευτέρου συνταξάμενος, και φόβον της μελλούσης κολάσεως εις την καρδίαν του συλλαβών, εις το εξής δεν θέλει τολμήσει ούτε αυτού τας θείας εντολάς να παραβαίνει, ούτε της αγίας αυτού Εκκλησίας τους θεσμούς εν υπερηφανεία και εξουδενώσει να αθετή, κρεοφαγών και καταλύων λαθραίως, και αναφανδόν, και παρρησία, τας νενομισμένας νηστείας, κομπάζων και καυχώμενος, ότι υπήγεν εις την Ευρώπην και απέβαλε τας δεισιδαιμονίας, ταυτόν ειπείν εβολτέρισεν, αποκρινόμενος εις τους ελέγχοντας ότι αυτά δεν είναι δόγματα· αυτά είναι μικρά τινά και ανάξια παρατηρήσεως».
Οι λόγοι αυτοί, σε πολλά σημεία, στρέφουν τη σκέψη στον διακεκριμένο βολταιριστή και χλευαστή των Εκκλησιαστικών παραδόσεων Αδ. Κοραή. Αυτό επιβεβαιώνει, εξ άλλου, η δημοσιευόμενη στο Παράρτημα επιστολή προς αυτόν του Αθαν. Παρίου το 1791. Ο συγγραφέας επανέρχεται, έτσι, στη θεραπευτική λειτουργία του έργου του, «την ιαματικήν και την προφυλακτικήν». Οι μη επηρεασμένοι («αβλαβείς μένοντες από τον άθεον βολτερισμόν») θα οικοδομηθούν με το έργο αυτό. Το εγχειρίδιο γίνεται «αλεξίκακο» σ’ όσους αποφασίζουν να μείνουν Χριστιανοί αληθινοί, αποφεύγοντας «τους λεγομένους πεφωτισμένους βολτεράνους».
Το επιτασσόμενο «Μαρτύριο» προσφέρει ο συγγραφέας «προς αισχύνην των μισοχρίστων θνητοψύχων Βολτεράνων», διότι ο Κρητικός Νεομάρτυρας Ιωάννης, όπως και όλοι οι συναθλητές του στη διάρκεια της δουλείας, ελέγχει αλλά και νουθετεί εκείνους που προδίδουν την πίστη των πατέρων τους.

Η αντιβολταιρική γλώσσα, του Παρίου — Προσπάθεια ποιμαντικής ερμηνείας
Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι αρνητική εντύπωση προκαλούν, εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως, οι επιθετικοί (με όλη τη σημασία του όρου!) προσδιορισμοί και οι μειωτικές εκφράσεις, που χρησιμοποιούνται από τον συγγραφέα μας για τον χαρακτηρισμό του Βολταίρου. Διότι δεν πρόκειται για μεθοδολογικές ή άλλες μικροατέλειες που παρατηρούνται και στο έργο αυτό του Παρίου, αλλά για ηθελημένες και σκόπιμες χρήσεις, που προκαλούν με την οξύτητά τους τον αναγνώστη. Σε κάποια σημεία, μάλιστα, φαίνονται να υπερβαίνουν όχι μόνο τα όρια της «ευπρεπείας», ευγένειας, για να μιλήσουμε με «ευρωπαϊκούς» όρους, αλλά θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν και υβριστικοί από κάποιους, και μάλιστα ανοίκειοι σε κείμενο που προέρχεται από έναν Πνευματικό, Ποιμένα και Διδάσκαλο, που έργο του είναι η νουθεσία των τέκνων του και η πνευματική οικοδομή τους.
Είναι δε φυσικό και ευνόητο η αντίδραση για τη γλώσσα του Παρίου να είναι εντονότερη στους Κοραϊστές και τους οπαδούς του Βολταίρου, που βλέποντας μόνο το φιλολογικό ένδυμα του λόγου του, αντιπαρέρχονται το περιεχόμενό του, αλλά και όλους τους δυτικίζοντες Έλληνες, τους χαλαρά ή και μηδενικά συνδεδεμένους με την Ορθοδοξία και την Ποιμαντική της.
Για να καταστεί όμως δυνατή η κατανόηση και ερμηνεία της συμπεριφοράς του συγγραφέα, δεν πρέπει να λησμονούνται κατ’ αρχάς η φύση και ο χαρακτήρας των κειμένων αυτών του Παρίου, που γι’ αυτό ονομάζονται αγωνιστικά – πολεμικά, διότι καλούν στον ανυποχώρητο αγώνα «υπέρ της Πίστεως», με την οποία ο Ορθόδοξος έχει ταυτίσει την επίγεια, αλλά και αιώνια, ύπαρξή του, και για την οποία είναι πρόθυμος (όχι να «θυσιάσει» τους άλλους, όπως επί αιώνες πράττουν οι Ευρωπαίοι, π.χ. σταυροφορίες, αλλά) να θυσιασθεί αυτός για τους άλλους, προσφέροντας και αυτή την ίδια τη ζωή του (Μαρτύριο). Αυτός είναι, άλλωστε, ο σκοπός, για τον οποίο οι Κολλυβάδες προβάλλουν συνεχώς τους Νεομάρτυρες, κάτι που δεν παραλείπει ο Αθανάσιος να πράξει και στο παρόν έργο του. Όποιος έχει γνώση της προφητικής, καινοδιαθηκικής και πατερικής γραμματείας είναι εθισμένος σε ανάλογες εκφράσεις και χαρακτηρισμούς.
Η Γλώσσα της Ποιμαντικής μας δεν έχει τίποτε το κοινό με τη «γαλατική ευγένεια» ή το «σαβουάρ βίβρ» και τις χρηστοήθειες γαλλικού χαρακτήρα ή τους «Κώδικες καλής συμπεριφοράς». Και αυτό μάλιστα, όταν το «κινδυνευόμενον και προκείμενον», το απειλούμενο δηλαδή, είναι η σωτηρία. Διότι αυτήν προσέβαλλαν οι βλασφημίες του Βολταίρου και των Διαφωτιστών. Είναι μεν σκληρή η γλώσσα του Αθανασίου, αλλά και αηδιαστικές οι κατά του Χριστού βλασφημίες του Βολταίρου, που δεν μπορούν να αφήσουν έναν πνευματικό πατέρα ασυγκίνητο και «ψύχραιμο». Η γλώσσα της Ποιμαντικής της Ορθοδοξίας διαμορφώνεται ανάλογα με έναν πνευματικό μετασχηματιστή, που φορτίζεται από τον επικείμενο κίνδυνο, και τη θρηνητική αγανάκτηση, που έχει άμεση σχέση με τη βαρύτητα της εκτοξευόμενης από την άλλη πλευρά βλασφημίας. Οι λέξεις στην πατρική καρδιά του Παρίου δεν λειτουργούν ως ύβρεις. Ύβρεις θα ήταν, αν διετυπώνονταν σε ένα απλό και απροϋπόθετο φιλολογικό έργο, στην ηρεμία ενός γραφείου («Lavoro da Tavolino»). Σε ένα όμως αγωνιστικό -κηρυγματικό στην ουσία κείμενο, όπως το παρόν- αποβλέπουν στο να συνειδητοποιηθεί το βάρος των κακουργημάτων του χαρακτηριζομένου, λειτουργώντας ως σεισμός αναστάσιμος, αν όχι σ’ αυτόν, τουλάχιστον στους επηρεαζομένους από αυτόν αναγνώστες. Αλήθεια, ποιος σεβόμενος την Ιστορία θα θεωρήσει ως «ύβρη» τον χαρακτηρισμό του Βολταίρου ώς «πορνικωτάτου» και «ασελγεστάτου», όταν είναι γνωστό, ότι έμεινε με «την παλακίδα εις τα δίπλα του, έως την εσχάτην αναπνοήν του»;
Ούτε είναι, επίσης, δυνατή η σύγκριση στο σημείο αυτό της γλώσσας των αγωνιστικών έργων του Παρίου με εκείνη των έργων του Νικοδήμου του Αγιορείτου [3]. Ο Πάριος γράφει ειδικά κατά συγκεκριμένων προσώπων, όπως ο Βολταίρος και οι Βολταιρόφρονες Γραικοί. Κυρίως όμως δεν επιτρέπεται να μη λαμβάνεται υπόψει ο λόγος του Buffon, «Le style c’ est l’ homme»! Εδώ όμως βαρύνει περισσότερο ο λόγος του αείμνηστου Κ. Θ. Δημαρά (Ο Ελληνικός Ρομαντισμός, σ. 281): «Οι ακρότητες ενός Παπουλάκου, ενός Φλαμιάτου… εξηγούνται καλύτερα, όταν σε κάποια γωνιά της νεοελληνικής εικόνας σχεδιάσουμε τα δυτικά φαινόμενα της εποχής, Positivisme, Saint – Simonisme, Fouvierisme», και Voltairisme στην περίπτωση του αγίου Αθανασίου. Αυτό είναι το ύφος του αγίου Αθανασίου! Αγωνιστές όπως αυτός, είναι αδύνατο να πεισθούν, ότι με ήπιες και γλυκείες εκφράσεις, είναι δυνατή η νουθέτηση τεχνιτών της βλασφημίας και συκοφαντίας, όπως ο Βολταίρος και οι οπαδοί του. Το απειλούμενο κατά την αλάνθαστη συνείδηση του Παρίου είναι η ψυχή, όπως ο ίδιος λέγει, των πνευματικών του τέκνων, την οποία απειλούν οι «θνητόψυχοι» [4] (εκείνοι που πιστεύουν στη θνητότητα της ψυχής και ενεργούν σαν όλα να τελειώνουν στον κόσμο αυτό), όπως ο Βολταίρος. Οι συνεχείς εκρήξεις του, εκφραζόμενες με χαρακτηρισμούς βαρείς – για τον αμύητο «βολταιρόφρονα», που αντί για βέλη έμαθε να χρησιμοποιεί βλασφημίες, ανταποκρίνονται στη βαρύτητα των προκλήσεων ενός ανθρώπου, που αδιαφορεί τελείως για το θέμα της σωτηρίας και υπερφιάλως πολεμεί ό,τι ουδόλως γνωρίζει.
Ο πνευματικός πατέρας όμως λειτουργεί ως ιατρός και γι’ αυτό δεν είναι άσχετοι οι χρησιμοποιούμενοι και από τον Πάριο όροι: φάρμακον, αλεξίκακον, εγχειρίδιον (νυστέρι). Στήν ιατρική επέμβαση ενός χειρουργού, του σώματος ή της ψυχής, το σκοπούμενο είναι η εκτομή του σαπρού ή «σεσηπότος» («το σεσηπός εκκόπτεται», παρατηρεί ο Χρυσόστομος συχνά) και η αποκατάσταση της σωματικής ή ψυχικής υγείας του πάσχοντος. Ο ιατρός «κόβει», καυτηριάζει, πολεμεί τη νόσο και τα αίτιά της με όλα τα εις τη διάθεσή του μέσα, διότι αγαπά τον ασθενή και απειλούμενο συνάνθρωπό του. Η ποιμαντική της πατερικότητας είναι ιατρική και θεραπευτική, όπως και η γλώσσα της. Όπως κατά την ιατρική επέμβαση, καυτηριάζεται η νόσος, έτσι και εδώ ελέγχεται η αμαρτία, για τη θεραπεία του αμαρτάνοντος, του ασθενούς. Πόσω μάλλον, που ο Βολταίρος νοσούσε ολόκληρος, μεταδίδοντας την (ανίατη πια) νόσο του στους αδυνάτους. Με την επιλογή αυτής της μεθόδου ο Ποιμένας Αθανάσιος όχι μόνο δεν εξέρχεται από τα όρια της παράδοσης, αλλά μένει πιστός στους προ αυτού άγιους Πατέρες.
Σημασία, τελικά, έχει ότι οι χρησιμοποιούμενες από τον Πάριο και στο έργο αυτό βαρειές εκφράσεις δεν αποβλέπουν στην εξουθένωση του αντιπάλου, του Βολταίρου εν προκειμένω, αλλά στην κατάδειξη των σκοτεινών και ανθρωποκτόνων στόχων του, με την επιδιωκόμενη νόθευση της εν Χριστώ Αλήθειας και υπονόμευση της δυνατότητας σωτηρίας. Ο Βολταίρος στη συνείδηση του Παρίου -και όχι μόνον- είναι ένσαρκος κίνδυνος, που διακυβεύει τη μόνη δυνατότητα σωτηρίας, μεταδίδοντας τον πνευματικό θάνατο. Μέσα από αυτή την προοπτική είναι δυνατόν, πιστεύουμε, να κατανοηθεί ο Πάριος και η γλώσσα του. Κινούμενοι δε στο πλαίσιο της βιωματικής σχέσης του με την Ορθοδοξία, θα επαναλαμβάναμε μαζί του, ότι ολόκληρο το έργο του (περιεχόμενο και μορφή) έχει ένα μόνο στόχο: την προφύλαξη των ορθόδοξα σκεπτομένων και τη θεραπεία των επηρεασμένων από το Διαφωτισμό Ορθοδόξων, αλλά ακόμη μη ταυτισθέντων μαζί του. Αυτόν το σκοπό υπηρετεί και η γλώσσα του, ως έσχατο μέσο ποιμαντικής διακονίας.

________________
[1] Βλ. το από 15.11.1791 γράμμα του, όπου εκτίθεται ο θαυμασμός του για τον Βολταίρο: «Ίσως ήκουσας -γράφει ο Κοραής- ότι αποθανόντα τον περίφημον Βολταίρον, ο κλήρος του Παρισίου δεν εσυγχώρησε να θάψωσιν εις το Παρίσιον, αλλ’ έκαμαν εις τρόπον ώστε ηναγκάσθησαν οι συγγενείς και οι φίλοι του να τον θάψωσιν πολλάς λέγας (= λεύγας) μακράν από το Παρίσιον. Η πρόφασις των καλογήρων ήτον, ότι ο Βολταίρος ήτον ασεβέστατος άνθρωπος και είχε κωμωδήσει ρητώς εις τα συγγράμματά του την θρησκείαν». Ακολουθεί το πικρό σχόλιο του Κοραή: «Και ότι ο Βολταίρος έγραψε κατά της θρησκείας, αυτό είναι αληθές· οι καλόγηροι όμως δε εκινήθησαν εις αυτό από ζήλον της θρησκείας· αυτοί κατέφαγον πολλάκις τον οίκον του Θεού, αλλ’ ο ζήλος του οίκου του Θεού αυτούς ποτέ δεν τους κατέφαγεν (πρβλ. Ιω. 2, 17). Ο Βολταίρος, αν έγραψε κατά της θρησκείας, αύτοι εστάθησαν οι αίτιοι» (π. Γ.Δ.Μ. τόσο απλά αμνηστεύεται ο Βολταίρος, έστω και αν εσυκοφάντησε όχι την παποσύνη ειδικά, αλλά όλο τον Χριστιανισμό και τις πηγές του…). Ο Κοραής διαθέτει, μάλιστα, έναν κουτοπόνηρο τρόπο μετάθεσης του προβλήματος μόνο στη μία πλευρά. Εφαρμόζει μία γνωστή στην ιστορία των κοινωνικών ανατροπών μέθοδο: επιμένει πεισματικά στον φωτισμό των καταχρήσεων της μιας πλευράς, για να προκαλεί και εξάπτει τη λαϊκή συνείδηση εναντίον της, ώστε να απενοχοποιείται η άλλη, και εν προκειμένω ο Βολταίρος.
Συνεχίζει: «Επειδή, ειπέ μοι, παρακαλώ σε, πώς είναι δυνατόν να ευλαβήται τις την θρησκείαν, όταν βλέπη τους διδασκάλους και οδηγούς της θρησκείας πράττοντας όλα τα ενάντια εις όσα αυτή διδάσκει; (π. Γ.Δ.Μ. Παιδαριώδες όντως επιχείρημα, σύνηθες στους μη θέλοντες να ιδούν τα πράγματα, όπως είναι). Στο σημείο δε αυτό αναδύεται το προτεσταντικό αίτημα για επιστροφή στις ρίζες: «Έπειτα η σημερινή θρησκεία είναι πλέον η αυτή και απαράλλακτος θρησκεία, καθώς εξήλθε από τας χείρας του Ιησού; Οι καλόγηροι τη μετεμόρφωσαν και την έφερον εις τοιαύτην κατάστασιν, ώστε δεν είναι πλέον δυνατόν να διακρίνη τις, αν είναι η θρησκεία του Ευαγγελίου ή η θρησκεία του Κορανίου». Έτσι όμως ανοίγει άπλετα ο δρόμος για την αποδοχή και τον εγκωμιασμό του Βολταίρου: «Αυτήν, λοιπόν, την αμαυρωμένην αντίθεον καλογηροθρησκείαν κατέτρεξεν ο Βολταίρος, και άνοιξε τέλος πάντων τους οφθαλμούς του κοινού λαού και τους ελευθέρωσεν απ’ εκείνην την δεισιδαίμονα ανθρωπολατρείαν, την προς τους καλογήρους…» (π. Γ.Δ.Μ. Όπως όμως ελέχθη, ο Βολταίρος δεν κατέκρινε μόνο τις πλάνες του Παπισμού).
Όπως δε συμβαίνει σε παρόμοιες με αυτήν του Κοραή περιπτώσεις, τελικά το αμφισβητούμενο και πολεμούμενο δεν είναι ο Χριστιανισμός ως (δήθεν) «θρησκεία των καλογήρων», αλλ’ ο ίδιος ο Χριστός!
Και τώρα αρχίζει το θριαμβικό εγκώμιο του κοραϊκού ειδώλου:
«…Όταν είδον τα βιβλία του φερόμενα εις θρίαμβον και περικυκλωμένα από πλήθος ακαδημιακών (sic), τότε ήθελον να σε έχω πλησίον μου μάρτυρα και της αγανακτήσεώς μου και των δακρύων μου· δακρύων, φίλε μου, αληθινών, δακρύων απαρηγορήτων, τα οποία μ’ έκαμε να χύσω η ανάμνησις ότι ούτω και οι προπάτορές μου, οι αμίμητοι Έλληνες, ήξευρον να τιμώσι την σοφίαν. Και ποιοι άλλοι παρ’ αυτούς έγιναν τύπος και υπογραμμός όλων των καλών όσα βλέπει τις την σήμερον εις τους Ευρωπαίους; Δεν είναι αυτοί οι Αθηναίοι, οι οποίοι κατέστησαν άρχοντα της Σάμου τον Σοφοκλέα, δι’ αμοιβήν μιας τραγωδίας, την οποίαν εσύνθεσε; Δεν είναι αυτοί… Αλλά τι ματαίως να ανανεώνω παλαιάς και ανιάτους πληγάς; Βάρβαρον και αχρειέστατον γένος, έλεγον εις τον εαυτόν μου, κάκιστοι Τούρκοι, πολλοί και από το γένος μου, ίσως και εγώ ο ίδιος, ήθελεν είναι την σήμερον ισότιμοι του Βολταίρου, αν η υμετέρα τυραννία δεν είχε καταστήσει στείραν και άγονον την καρποφόρον μητέρα των σοφών, την Ελλάδα».
Αυτά είχε υπόψει ασφαλώς και ο Πάριος… Ενώ δε αυτός, γνωρίζοντας, ότι παρά τη δουλεία, δεν έπαυσε το Γένος να αναδεικνύει σοφούς και κατόχους της θείας και ανθρώπινης σοφίας, όπως όλα τα πατερικά αναστήματα, εκείνος θρηνεί το έλλειμμα στο Γένος ενός Βολταίρου, διότι αυτός ήταν το κοραϊκό ανθρωποείδωλο, στο οποίο έπρεπε να κατατείνει με την εκπαίδευση το Έθνος. Βλ. γι’ αυτά Αποστ. Μακράκη, Ομοφυής και ομογενής τριανδρία: Βολταίρος, Κοραής – Καΐρης και περί Ελληνισμού και Χριστιανισμού, Εν Αθήναις 1867. Ο Κοραής συνέβαλε πολύ στη διάδοση της φήμης του Βολταίρου στο Έθνος. Βέβαια, πρέπει να λεχθεί, ότι ο Γάλλος διανοούμενος είχε εκφρασθεί σε κάποια στιγμή υπέρ των Γραικών και κατά των Τούρκων, και αυτό δεν μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο τον φιλόπατρη (με το δικό του τρόπο) Αδαμ. Κοραή. Το 1777 έγραψε ο Βολταίρος στη Μ. Αικατερίνη «υπέρ της ανεξαρτησίας και της αναγέννησης της Ελλάδας» και τον ίδιο χρόνο σε γράμμα του προς τον Μέγα Φρειδερίκο εξέφραζε την οδύνη του για τη σφαγή των Ελλήνων από τους Τούρκους.
[2] «Ιδού εις τι μετεβάλλετο, και τελικώς μετεβλήθη, από την Αναγέννησιν έως σήμερον η Εύρώπη· εις εργαστήριον ρομπότ. Το δε ρομπότ είναι ο αθλιώτερος τύπος ανθρώπου. Όστις έχει οφθαλμούς διά να βλέπη, ας ίδη: δεν υπήρξεν επί του πλανήτου αθλιώτερος και ασχημότερος και απανθρωπότερος άνθρωπος από το ευρωπαϊκό ρομπότ… Άνθρωπος χωρίς Θεόν και χωρίς ψυχήν… Αφού εφόνευσε τον Θεόν και την ψυχήν μέσα του ο τύπος κάθε ευρωπαίου ανθρώπου, από τινων ήδη δεκαετιών βαθμηδόν αυτοκτονεί. Διότι η αυτοκτονία είναι ο αναπόφευκτος ακόλουθος της θεοκτονίας (βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Για την Ευρώπη μας με αγάπη, Ακρίτας, Αθήνα 2004, σ. 32).
[3] Παρατηρεί λ.χ. ο κριτικότατος G. Podskalsky (σ. 453): «Ο Αθανάσιος ο Πάριος, αντίθετα προς τους δασκάλους του Βούλγαρη και Θεοτόκη, δεν είναι μετριοπαθής στα επίμαχα και θεμελιώδη θεολογικά ζητήματα της εποχής του». Ναι, αλλά ο Πάριος δεν γράφει στην ηρεμία του κελλίου του ή του γραφείου, αλλά μαχόμενος και προσπαθώντας -με τον δικό του τρόπο- να εξεγείρει τους ανυποψίαστους κυρίως, σε αγώνα αναχαίτισης της Ευρώπης και της «αθεΐας» της.
[4] Οι «θνητόψυχοι» δέχονται, ότι η ψυχή μετά τον θάνατο εκμηδενίζεται! Κατά τη Χριστιανική όμως πίστη (την Ορθόδοξη!) η ύπαρξη του ανθρώπου μετά τον θάνατό του, τον χωρισμό δηλαδή της ψυχής από το σώμα, συνεχίζεται στην ατελεύτητη αιωνιότητα. Η «ύπαρξη» όμως δεν ταυτίζεται με τη «ζωή», που είναι η αιώνια μετοχή του ανθρώπου στην άκτιστη χάρη του Θεού, η θέα του ακτίστου Φωτός του Τριαδικού Θεού ως παραδείσου, δηλαδή χαράς και «υπέρκαλης αγλαΐας» κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, και όχι ως κόλασης (Εβρ. 11,29: «πυρ καταναλίσκον» = παμφάγος φωτιά).

(Απόσπασμα από τα Προλεγόμενα του βιβλίου)