Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Ο Καθηγούμενος της Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας Γέροντας Ελισσαίος για τον Αγιορείτη Μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών Διονύσιο

Η επανέκδοση προσφάτως δύο βιβλίων: «Ανατολικός Ορθόδοξος Μοναχισμός» τ. Α και Β από την Ιερά Μονή Παντοκράτορος Κερκύρας, και «Μάρτυρες», από την Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Βυτουμά Καλαμπάκας, δίδει στους νεωτέρους την ευκαιρία να γνωρίσουν μία μεγάλη μορφή της Εκκλησίας, τον μακαριστό Μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών κυρό Διονύσιο Χαραλάμπους, πρότυπο επισκόπου και στύλο της μοναχικής αναγεννήσεως στα τέλη του 20ού αιώνος.
Ο Μακαριστός Διονύσιος Χαραλάμπους γεννήθηκε το 1907 στο Αβτζιλάρ (Κυνηγοί) Αδραμυττίου της Μικράς Ασίας(1). Οι γονείς και δύο αδελφές του κατακρεουργήθηκαν κατά την μικρασιατική καταστροφή. Στην συγκλονισμένη καρδιά του εφήβου, πού κατέφυγε στην Μυτιλήνη, η φιλανθρωπία του Θεού άναψε φλόγα μεγάλη. «Η πατρική του Κυρίου χειρ έφερε το χειμαζόμενον πλοιάριόν μου εις εύδιον λιμένα. Γηραιός, πεπειραμένος και διά πολλών αρετών κεκοσμημένος άγιος Γέρων, χειραγωγήσας με, μοί ήνοιξε την «Πύλην του Ουρανού»(2). Δέκα χρόνια εμόνασε στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους. Στην συνέχεια σπούδασε στην Αθωνιάδα Σχολή και κατόπιν στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το 1934 χειροτονήθηκε εκεί διάκονος και το 1935 πρεσβύτερος.
Στα 1940-42 υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας στην Μητρόπολη Μηθύμνης και ανέλαβε την ηγουμενία της Ιεράς Μονής Λειμώνος. Τον Αύγουστο του 1942 τον συνέλαβαν οι Γερμανοί με την κατηγορία ότι περιέθαλπε Βρετανούς στρατιώτες, τον βασάνισαν και τον κατεδίκασαν σε δεκαετή ειρκτή.

ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ: Γερο-Εὐστράτιος, ὁ Πειραιώτης.


Γερο-Εὐστράτιος, ὁ Πειραιώτης.

Ὁ γερο-Εὐστράτιος γεννήθηκε στὸν Πειραιᾶ τὸ 1895. Τὸ 1926-1927 ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ κοινοβίασε στὰ Κατουνάκια, στὴν Καλύβη τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, κοντὰ στὸν μακαριστὸ καὶ ἁγιασμένον Ἰγνάτιον τὸν Πνευματικό, τὸν ἀόμματο, τὸν ἐπονομαζόμενον Βούλγαρο. Ἦτο ὁ τελευταῖός του ὑποτακτικός, ἀφοῦ ἐκοιμήθη στὶς 25 Ὀκτωβρίου τοῦ 1927.
Ἐλέγετο Βούλγαρος, διότι ὁ πατέρας του ἦταν Βούλγαρος ἀπὸ τὶς Σέῤῥες καὶ ἡ μητέρα του Ἑλληνίδα. Γιὰ αὐτὸν ἔγραψε ἐκτενῶς ὁ μακαριστὸς Γέροντας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς, ἀρχιμανδρίτης Χερουβείμ, στὴν σειρά: Σύγχρονες Ἁγιορείτικες Μορφές. Ἐκεῖ εὐχαριστεῖ καὶ τὸν γερο-Εὐστράτιο, γιὰ τὸν ὁποῖον γράφει: ...σήμερα εὑρίσκεται στὴν Μονὴ τῆς Σιμωνόπετρας καὶ εἶναι πνευματικὸς ἐγγονὸς τοῦ βιογραφούμενου πατρός. Ἦτο ἀπὸ τοὺς κυρίους πληροφοριοδότες μας. Διάδοχος τοῦ Γέροντος Ἰγνατίου τοῦ πνευματικοῦ ἀναδείχθηκε ὁ ὑποτακτικός του Ἰγνάτιος ὁ νεώτερος, ὁ Ἕλληνας.
Τὸ ξεκίνημά του λοιπὸν ὁ γερο-Εὐστράτιος τὸ ἔκανε σὲ πολὺ πνευματικὸ χῶρο καὶ μὲ τὶς καλύτερες προϋποθέσεις. Ὅλα του τὰ πνευματικὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα διατηροῦσε ὡς τὶς ἡμέρες μας -ἦταν γέρος ὀγδόντα ἐτῶν, ὅταν ἐμεῖς κοινοβιάσαμε στὴν Σιμωνόπετρα-, τὰ χρεωστοῦσε στοὺς Γεροντάδες του.
Ὅμως, ὅπως ὅλοι ἀποφασίζουν νὰ γίνουν μοναχοί, ἔτσι καὶ ὁ γερο-Εὐστράτιος ἀντιμετώπισε ποικίλες δυσκολίες κατὰ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὸν κόσμο. Βρέθηκε μπροστὰ σὲ συνοικέσια καὶ ὑποσχέσεις γιὰ μία ἐπιτυχημένη οἰκογενειακὴ ζωή. Ἀπὸ τὴν μία τὰ κλάματα τῶν γονιῶν, καὶ ἰδιαιτέρως τῆς μητέρας του, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ προκλήσεις τῶν ὑποσχέσεων δυσκόλεψαν λίγο τὴν ἀναχώρησή του.
Βρῆκε ὅμως τὸν τρόπο καὶ ξέφυγε, ὅπως ὁ ἴδιος ἐκαυχᾶτο: -σὰν μάγκας πειραιώτης. Στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ συνοικέσια πρόβαλε ὅτι ἦταν ἄῤῥωστος, φθισικός, -τότε βρισκόταν σὲ ἔξαρση αὐτὴ ἡ ἀῤῥώστια-, στὸ δεύτερο ἔλεγε ὅτι εἶναι ἀῤῥαβωνιασμένος καί, ὅταν τὸν ῥωτοῦσαν μὲ ποιάν, ἀπαντοῦσε μὲ μία Μαριάμ, ἐννοώντας πὼς τὴν ζωή του τὴν ἔχει ἢ μᾶλλον θέλει νὰ τὴν παραδώσει στὴν Παναγία μας, τὴν Κυρία τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἦταν δηλαδὴ καὶ αὐτὸς Παναγιόκλητος, ὅπως χαρακτηριστικὰ συνήθιζε νὰ λέγει ὁ μακαριστὸς παπα-Ἐφραὶμ ὁ Κατουνακιώτης, γιὰ τὸν ὁποῖον κάθε μοναχὸς ἁγιορείτης ἦταν Παναγιόκλητος.

- Γέρων Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης (1871-1957)





Ο Γέρων Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης· «πτωχός εκ πτωχών αλλ’ ευσεβών γονέων»

Ο Γέροντας Ιερώνυμος, γόνος της αγιοτόκου Μικράς Ασίας, είναι ένα πρόσωπο στο οποίο συνυπήρχαν πολλές και σπάνιες αρετές με μοναδικές ικανότητες και χαρίσματα. Ο διψασμένος και πνιγμένος στην αναζήτηση και τα προβλήματά του κόσμος βρήκε τον πατέρα του. Αυτόν που μπορούσε να ακούσει, να κατανοήσει, να αγκαλιάσει, να δώσει κατεύθυνση και λύση, να εμπνεύσει, να μεταγγίσει ελπίδα, φωτισμό, αγάπη, χάρη Θεού. Βρήκε αυτόν που μιλάει με τον σοφό λόγο του, την ενάρετη πολιτεία του, τον θαυμαστό μυστικό κόσμο του. 
.......Από τα σπουδαιότερα, μεγαλύτερα, πιο σημαντικά που έχει να παρουσιάσει στην σύγχρονη ιστορία η Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους είναι το διακριτικό πρόσωπο του για δέκα περίπου χρόνια ηγουμένου της π. Ιερωνύμου. Γόνος της αγιοτόκου Μικράς Ασίας, φυτεύθηκε στο περιβόλι της Παναγίας και της αγιότητος και έδωσε τα άνθη των αρετών και τους καρπούς της αγιωσύνης του στο Μετόχι της Αναλήψεως.
.......Κάτω από την αγία Τράπεζα του Σιμωνοπετρίτικου παρεκκλησίου της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής ένα μικρό κιβώτιο διαφυλάσσει ως πολύτιμο θησαυρό και μοναδική παρακαταθήκη το υπόλειμμα της επίγειας παρουσίας και την υπόμνηση της ουράνιας πορείας, τα άγια λείψανα του εναρέτου ηγουμένου της.
.......Πίσω από το ιερό βήμα της «Αναλήψεως» ένα κενό μνήμα περιέχει το λίγο χώμα που αγκάλιασε το ελαφρό από την άσκηση σώμα και απορρόφησε τους τελευταίους ελάχιστους φυσικούς χυμούς ενός ανθρώπου γεμάτου πνεύμα, του αγίου οικονόμου της. Ο κόσμος που μέχρι σήμερα προσκυνά απλά και μόνον τον τόπο του και αναμειγνύει τα δάκρυα και τις προσευχές του με την απαλή αλλά βαθειά ανάμνησή του, επιβεβαιώνει την χάρη του και αποδεικνύει την αγιότητά του. Το άδειο μνήμα είναι γεμάτο από χάρη. Ο απών είναι παρών. Η μνήμη του δεν σβήνει στο παρελθόν· ζωογονεί το παρόν και ζωντανεύει το μέλλον.

Βασίλειος ιερομόναχος Βατοπαιδινός (1867 - 1934)


Ο κατά κόσμον Βασίλειος Δημόπουλος γεννήθηκε το έτος 1867 στο χωριό Αγία Μαρίνα Λοκρίδος. Ήταν εξάδελφος του Προηγουμένου Ιακώβου Βατοπεδινού († 1924). Το έτος 1886 προσήλθε στη μονή Βατοπεδίου και το 1893 εκάρη μοναχός σε αυτή. Το 1894 χειροτονήθηκε διάκονος και ακολούθησε τον θείο και Γέροντά του Ιάκωβο στη Ρωσία, στο Πατριαρχικό Μετόχιο του Αγίου Σέργιου στη Μόσχα.
Εκεί σπούδασε, διακόνησε άοκνα, πρόθυμα, φιλότιμα και με κάθε επιμέλεια το Μετόχι. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος το 1913. Ως ιερεύς έλαβε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το οφφίκιο του σακελλίωνος και αργότερα του αρχιμανδρίτου. Το 1924, μετά την κοίμηση του Γέροντός του, τον διαδέχθηκε στην αντιπροσωπεία του Μετοχιού. Υπέγραφε ως Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Βατοπεδινός, Αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Αρχιεπισκόπου Σιναίου εν τη Σοβιετική Ρωσσία». Μία περίοδο ήταν αντιπρόσωπος του Πατριάρχου Αλεξανδρείας.
Στη μονή Βατοπεδίου σώζονται πολύτιμα αφιερώματά του, όπως τα αργυροεπίχρυσα κι επισμαλτωμένα μανουάλια της Παναγίας της Βηματάρισσας, τα οποία τοποθετούνται μπροστά από την αγία και θαυματουργή εικόνα της κατά τις πανηγύρεις.

Αρκάδιος ιεροδιάκονος Βατοπεδινός (1865 - 1934)


Ο κατά κόσμον Αστέριος Θεοδώρου γεννήθηκε στο χωριό Σκουπιά της Αλώνης των Πριγκιπονήσων το 1865. Στη μονή Βατοπεδίου προσήλθε το 1882 και το επόμενο έτος εκάρη μοναχός. Το 1887 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1899 προήχθη σε προϊστάμενο της μονής. Στη μονή μόναζε ο κατά σάρκα αδελφός του ιερομόναχος Γερμανός († 1932) και οι ανεψιοί του Παντελεήμων και Νικόδημος.
Ήτο απόφοιτος της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής και της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Κατά τα έτη της φοιτήσεως του στη Ριζάρειο συνεδέθη πνευματικώς μετά του αγίου Νεκταρίου. Τούτο συνέτεινε ώστε η μονή να συνδράμει τις εκδόσεις του άγιου. Με εισήγηση του η μονή ανέλαβε την έκδοση του σπουδαίου βιβλίου του αγίου Χρηστοήθεια. Στη μονή σώζεται το πτυχίο του Αρκαδίου ως αποφοίτου της Ριζαρείου, όπου το 1905 ο άγιος Νεκτάριος υπογράφει ως σχολάρχης.
Λόγω της μορφώσεώς του, του πρότειναν πολλές φορές ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα, αλλά πάντοτε τα απέρριπτε λέγοντας ταπεινά:
«Εγώ δεν είμαι για τον κόσμο και αν βγω στον κόσμο, όχι μόνο δεν θα βοηθήσω, αλλά θα χάσω και την ψυχή μου». Όταν κάποτε η αδελφή του τον παρότρυνε να δεχθεί να μείνει μόνιμα στον κόσμο, γιατί θεωρούσε την παραμονή του στη μονή μείωση και ζωντανό θάψιμο, ταπεινά της είπε: «Εγώ γι’ αυτό πήγα στη μονή, για να ταπεινωθώ, γιατί μόνο έτσι θα σωθώ».
Διετέλεσε δάσκαλος στο σχολείο της μονής, έφορος της Αθωνιάδος Σχολής, αντιπρόσωπος στην Ιερά Κοινότητα, μέλος της επιτροπής για τον καταρτισμό του Καταστατικού Χάρτου του Άγιου Όρους και για μία τριακονταετία βιβλιοθηκάριος και αρχειοφύλακας της μονής του. 

Ιάκωβος μοναχός Βατοπεδινός (1807 - 1904)


Ο κατά κόσμον Ιωάννης Βαρσαμάς γεννήθηκε στο χωριό Παναγία της νήσου Θάσου το έτος 1807. Στη μονή Βατοπεδίου ήλθε το 1829. Κατά τη μοναχική του κουρά από Ιωάννης ονομάσθηκε Ιάκωβος.
Επί εξήντα έτη διετέλεσε τυπικάρης άριστος στο Καθολικό της μεγάλης μονής. Έχαιρε άκρας εκτιμήσεως άπ όλη την πολυπληθή αδελφότητα, λόγω της οσιότητος του βίου του, του ήθους, της υπομονής και της χάριτός του.
Το 1871, υστέρα από πρόσκληση του σουλτάνου Κωνσταντινουπόλεως, λόγω της ενσκηψάσης χολέρας, συνόδευσε την Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου, με ειδικό ατμόπλοιο πού έφθασε στον όρμο της μονής για την παραλαβή. Μαζί με τον ιερομόναχο Ιωσήφ και τον μοναχό Γεράσιμο παρέμεινε με την Αγία Ζώνη επί τρίμηνο στην Κωνσταντινούπολη, τελώντας αγιασμούς στους οίκους και βλέποντας πολλά θαύματα της Παναγίας. Επέστρεψαν στη μονή με πολλά δώρα από τους ευσεβείς κατοίκους, oι οποίοι τους απέδωσαν μεγάλες τιμές, και με πολύ χρυσό από τον ίδιο τον σουλτάνο, τον οποίο είχε παρακινήσει να προσκαλέσει τους πατέρες με τον πολύτιμο θησαυρό ο Πατριάρχης Άνθιμος ς’ (1845-1848, 1853-1855, 1871-1873).
Ο γηραιός και ακέραιος αυτός μοναχός μετά παραμονή 75 ετών στη μονή ανεπαύθη εν Κυρίω στις 2.2.1904, μετά την αγρυπνία της Υπαπαντής του Κυρίου, προς υπάντηση του Χριστού, ως ο πρεσβύτης Συμεών ο Θεοδόχος.

Πηγές-Βιβλιογραφία: Γερασίμου Σμυρνάκη αρχιμ., Το Άγιον Όρος, Άγιον Όρος 1988, σ. 429 και σ. 438. Πληροφορίες μοναχού Ιωσήφ Βατοπεδινού.
Αναδημοσίευση από: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α΄ – 1900-1955, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011

Φίλιππος μοναχός Βατοπαιδινός (1909 - 1988)


Γεννήθηκε ο κατά κόσμον Ιωάννης Λαδάς του Αθανασίου και της Θεοπούλας στις Σέρρες το 1909. Το 1963 προσήλθε στο Βατοπεδινό Κελλί της Αγίας Άννης Κολιτσούς. Το 1964 εκάρη μοναχός και ονομάσθηκε Φίλιππος. Το 1971 προσήλθε κι εγκαταβίωσε μόνιμα στη μονή Βατοπεδίου.
Ήταν αρκετά φιλακόλουθος μοναχός. Πρώτος ερχόταν στην ακολουθία και τελευταίος έφευγε. Στις πολύωρες καθημερινές ιερές ακολουθίες και στις ολονύκτιες αγρυπνίες ήταν πάντοτε όρθιος. Ποτέ δεν καθόταν στο στασίδι. Πάντοτε λιτοδίαιτος, λιγομίλητος και ασκητικός. 
Όταν κατέπεσε, έμενε κλεισμένος στο κελλί του. Δεν ήθελε επισκέψεις και ομιλίες. Ετοιμαζόταν για το μεγάλο και ανεπίστροφο ταξίδι. Σ’ ένα μοναχό είπε: «Σε τρεις ημέρες θα πεθάνω». Έτσι ακριβώς έγινε. Πήγε αθόρυβα εκεί που ποθούσε, για εκεί που από χρόνια ήταν προετοιμασμένος.
Μερικοί τον θεωρούσαν περίεργο και παράξενο. Μάλλον οι ίδιοι ήταν περίεργοι και παράξενοι και ήθελαν να μάθουν τ’ ακριβά μυστικά του. Ήξερε καλά τι έκανε ο μακάριος Γερο-Φίλιππος. Η αρετή χάνεται αμέσως στην αυτοδιαφήμιση. Η αφάνεια αυξάνει την αρετή του. Ένας αφανής ήρωας ήταν ο μακάριος. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 12.8.1988, επικαλούμενος τις δυνατές πρεσβείες της Θεοτόκου.
Πηγές – Βιβλιογραφία: Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Βατοπεδίου.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ΄  – 1984-2000, σελ. 1140-1143,  Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Νεόφυτος ιερομόναχος Βατοπαιδινός (1876 - 1967)


Ο κατά κόσμον Αγαθάγγελος Θεοχαρούδης του Δημητρίου και της Αναστασίας γεννήθηκε το 1876 στο Γομάτι Χαλκιδικής. Προσήλθε το 1892 στο ωραίο και αρχαίο Βατοπεδινό Κελλί του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου, όπου θησαυριζόταν το χέρι του. Εκάρη μοναχός το 1899 από τον Γέροντα Νεόφυτο τον Α’. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1907 και πρεσβύτερος το 1909.Υπήρξε άριστος, διακριτικός και φημισμένος Πνευματικός. Τον καλούσαν συχνά στη Χαλκιδική προς εξομολόγηση των πιστών.
Σε κανέναν άλλο Πνευματικό δεν πήγαιναν τόσοι πολλοί να εξομολογηθούν. Γράφει ο Γέροντας Γαβριήλ Διονυσιάτης στο περίφημο Λαυσαϊκόν του: «Προΐσταται ως Γέρων ο καλοκάγαθος και ευλαβής πνευματικός Νεόφυτος ιερομόναχος κατ’ έτος καλούμενος προς εξομολόγησιν εις την γείτονα Χαλκιδικήν όθεν κατάγεται, διεδέχθη εν τη διακονία ταύτη έτερον διάσημον πνευματικόν εκ των αυτών Βατοπεδινών Κελλίων τον Νεόφυτον και αυτόν καλούμενον, μνήμην δικαίου μετ’ εγκωμίων καταλιπόντα εις τα πλησιόχωρα μέρη και τοις αγιορείταις πατράσι». Ο διακο-Διονύσιος ο Φιρφιρής († 1999) έλεγε πως κάποτε ένας νέος απογοητευμένος πήγαινε ν’ αυτοκτονήσει, γιατί ένας Πνευματικός τον επετίμησε να κοινωνήσει μόνο προ του θανάτου του. Τον έστειλε στον Γέροντα Νεόφυτο. Ο παπα-Νεόφυτος τον δέχθηκε με συμπάθεια και καλοσύνη. «Μετανοείς, παιδί μου», του είπε˙ «όλα τα κρίματά σου πάνω μου. Την Κυριακή να κοινωνήσεις». Κοινώνησε και σώθηκε.

Θαλελλαίος ιερομόναχος Βατοπαιδινός (1882-1961)


Γεννήθηκε στην Αίνο της Α. Θράκης στις 22.1.1882. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στην πατρίδα του. Το 1905 ήλθε στο Άγιον Όρος και εισήλθε στην ιερά μονή Βατοπεδίου. Σπούδασε στην Αθωνιάδα Σχολή. Εδώ χειροτονήθηκε διάκονος (1908) και πρεσβύτερος (1909). Το 1912 έλαβε μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Μετά οκταετή παραμονή στο Άγιον Όρος επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου από τον μητροπολίτη Αίνου Ιωακείμ († 1927) τοποθετήθηκε αρχιερατικός επίτροπος της ιεράς μητροπόλεως το 1913 και το 1915 προχειρίσθηκε στη Χάλκη.
 Κατά τους διωγμούς των ετών 1914-1915 συγκακούχησε και συμμαρτύρησε μετά των καταδιωκομένων χριστιανών της επαρχίας του.
 Αγωνίσθηκε θαρραλέα και υπεράνθρωπα για τη σωτηρία των χριστιανών και των περιουσιών τους, δίχως ποτέ να φοβηθεί και να τρομοκρατηθεί από τις απειλές των άγριων κομιτατζήδων. Κατά τον φοβερό διωγμό του Αυγούστου του 1915 εξορίσθηκε επί τρία και πλέον έτη στα Μάλγαρα, όπου δέχθηκε στερήσεις, κακώσεις και φυλακίσεις. Μετά την ανακωχή ο μητροπολίτης του, που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, του ζήτησε να συνδράμει τους χριστιανούς στην επιστροφή στους τόπους τους από την εξορία. Δεν άργησαν όμως νέες απειλές και κίνδυνοι να υπάρχουν στην επαρχία του Αίνου. Ο δραστήριος και γενναίος αρχιμανδρίτης υπερμάχησε εως τέλους υπέρ των καταδυναστευομένων συμπατριωτών του. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, τους ακολούθησε στην Αλεξανδρούπολη (1920), όπου πάντοτε ήταν «αγαπώμενος και εκτιμώμενος υπό πάντων».
Αργότερα συναντάται εφημέριος στην Ξάνθη. Βασανίσθηκε και κακοποιήθηκε από τους Βουλγάρους. Απομακρύνθηκε βίαια από την πόλη και κατέφυγε στα Κουφάλια Εδέσσης. Το 1960 συναντάται εφημέριος στη Σύρο, όπου εκεί μάλλον ανεπαύθη το επόμενο έτος.
Πηγές–Βιβλιογραφία:
Ευγενίου Κωσταρίδου άρχιμ., Η σύγχρονος Ελληνική Εκκλησία, Αθήναι 1921, σσ. 539-541. Εκκλησίας της Ελλάδος, Μνήμες και Μαρτυρίες από το ’40 και την Κατοχή, Αθήναι 2001, σ.535
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄ – 1956-1983, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011

Μηνάς ιερομόναχος Βατοπαιδινός (1892 - 1981)


Ο κατά κόσμον Θεοφάνης του Δημητρίου γεννήθηκε στην Κιουτάχεια της Μ. Ασίας το 1892. Το 1903 προσήλθε προς μονασμό στο Βατοπεδινό Κελλί των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στο οποίο μόνασαν και οι κατά σάρκα αδελφοί του, μοναχοί Γαβριήλ και Χαράλαμπος. Εκάρη μοναχός το 1909 και μετονομάσθηκε Μηνάς. Το 1916 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1924 πρεσβύτερος και κατεστάθη Πνευματικός.
Διετέλεσε για δεκαετίες Πνευματικός της μονής Βατοπεδίου. Έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως από τους πατέρες, γιατί ήταν πολύ διακριτικός Πνευματικός. Στο τέλος της ζωής του γηροκομήθηκε από τους Βατοπεδινούς πατέρες. Ανεπαύθη εν Κυρίω το έτος 1981.
Στο οστεοφυλάκιο της μονής φυλάγονται τα οστά του, τα οποία είναι κατακίτρινα, ως το κεχριμπάρι. Για τον εν λόγω Πνευματικό μιλούσε πάντοτε εγκωμιαστικά ο μακαριστός Ιερομόναχος Ευδόκιμος ο Πνευματικός († 2002), που συνέχισε και αυτός το έργο του με πολλή διάκριση, υπομονή και αγάπη.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Πληροφορίες μας δόθηκαν από τον μοναχό Ιωσήφ Βατοπεδινό, τον οποίο και ευχαριστούμε. 
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄  –  1956-1983, σελ. 1018-1020, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Ιάκωβος ιερομόναχος Βατοπαιδινός (1853 - 1924)


Ο κατά κόσμον Παναγιώτης Δημόπουλος γεννήθηκε στο χωριό Αγία Μαρίνα Λοκρίδος το έτος 1853. Στη μονή Βατοπεδίου προσήλθε το 1869. Μοναχός εκάρη το 1871 υπό του εναρέτου Γέροντός του, Ια­κώβου του Ηπειρώτου (†1885). Διάκονος χειροτονήθηκε το 1875 και πρεσβύτερος το 1885. Το 1879 αποφοίτησε της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Κατά τα έτη της φοιτήσεώς του τον διέκρινε η σεμνότητα, η οποία τον συνόδευε ως τα τέλη της ζωής του. Δίδαξε και στη σχολή της μονής του και διετέλεσε αρχιγραμματεύς της Ιεράς Κοινότητος. Το 1891 προήχθη στο αξίωμα του Προηγουμένου και το 1894 του αρχιμανδρίτου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, με την ευλογία της μονής. Το ίδιο έτος με άδεια της μονής απεστάλη ως αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Πατριαρχικό Μετόχι της Μόσχας του Αγίου Σεργίου, το οποίο ανακαίνισε και αύξησε. Διακρινόταν για την ιεροπρέπεια, την παιδεία και τους αγαθούς τρόπους του.
Επί Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ’ εξελέγη μητροπολίτης Λαρίσης, αλλά για λόγους πνευματικούς δεν απεδέχθη την εκλογή. Στη μονή σώζονται στολές και μίτρα του, ως μιτροφόρου αρχιμανδρίτου στη Μόσχα, καθώς και οι σταυροί και το εγκόλπιο, που του δώρισε ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’, ως ένδειξη της ευαρέσκειας του Πατριαρχείου, για τις καλές υπηρεσίες του προς τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία στη Μόσχα.

Γεώργιος μοναχός Βατοπαιδινός (1899 - 1966)


Ο κατά κόσμον Δημήτριος Καζάνης γεννήθηκε στη Νικήτη της Χαλκιδικής το 1899. Προσήλθε στη μονή Βατοπεδίου το 1914 κι εκάρη μοναχός σε αυτή το 1916. Το 1926 αναχώρησε της μονής και περιφερόταν στα όριά της επί 35 χρόνια.
Ο ιερομόναχος Χρυσόστομος Μουστάκας, που τον συντάντησε, γράφει στο ωραίο βιβλίο του για το Άγιον Όρος γι’ αυτόν, πως ο σκούφος του από την πολυκαιρία και τον ιδρώτα ειχε χάσει το πρώτο του χρώμα. Ήταν πάντοτε μονοχίτων και ανυπόδητος και ποτέ δεν λούσθηκε. Μόνιμη θερινή τροφή του κυρίως τα σύκα και τον χειμώνα καρύδια, κάστανα, κούμαρα και βελανίδια. Οι χυμοί των σύκων ένωναν τα γένεια του και τα νωπά καρύδια μαύριζαν τα χέρια του με τα’ άκοπα νύχια. Δεν μαγείρευε ποτέ. Αν πήγαινε σε κανένα πανηγύρι έτρωγε με βουλιμία για να τον κατηγορούν ως γαστρίμαργο και άφηνε αβγά στα γένεια του για να τον περιγελούν. Δεν γνώριζε τι να κάνει δύο εκατόδραχμα, που του έδιναν τον χρόνο από το μοναστηριακό ταμείο, στη δεκαετία του 1950. Θεμέλια του μοναχού, αν τον ρωτούσες, απαντούσε πως είναι: «πρώτον υποταγή και συνάμα ταπείνωση». Και αν του έλεγες, γιατί τόση ευτέλεια στην ενδυμασία του, θ’ άκουγες πως: «Όταν σε σκεπάσει το χώμα τα πολυτελή ενδύματα δεν έχουν να σε βοηθήσουν τίποτε». Κουρέλια σκέπαζαν το σώμα του. Ανάμεσα στα βάτα που κρυβόταν, όπου τον διέκρινες με ανοιγμένα χέρια, έμοιαζε με αητό. Κάποτε έκανε τον σαλό και απόφευγε έτσι τους περίεργους θαυμαστές. Έφευγαν εκείνοι, έφευγε και αυτός από τις ρεματιές στα δάση και από τις πλαγιές στα υψώματα. Κοινωνούσε των αχράντων Μυστηρίων με δάκρυα. Σιγόψελνε στις αγρυπνίες, παγώνοντας στους νάρθηκες. Τον θεωρούσαν σαλεμένο και τρελό και αυτός χαιρόταν αφάνταστα. Γέροντες με προορατικό χάρισμα τον θαύμαζαν για τη μεγάλη του ταπείνωση.

Ευγένιος μοναχός Βατοπαιδινός (1882 - 1961)


Ο κατά κόσμον Ευστράτιος Δημητρίου γεννήθηκε το 1882 στο Δερέκιο Προύσας της Μικράς Ασίας. Μικρό παιδί ήλθε και μόνασε στη Βατοπεδινή σκήτη του Αγίου Δημητρίου. Το 1917 προσήλθε στη μονή Βατοπεδίου και ανέλαβε ισόβια το διακόνημα του δοχειάρη.
Να πως περιγράφει ένας νέος μοναχός, επισκέπτης, το κελλί του και τη ζωή του: «Το περιβάλλον ήταν άκρως ασκητικό. Ο ίδιος, αν και έμενε στο πλούσιο και ιδιόρρυθμο αυτό μοναστήρι, έδειχνε πως εζούσε ζωή σκητιώτικη. Η έκφρασίς του, τα λόγια του, κυρίως όμως το κελλί του, σε πληροφορούσαν εύγλωττα για την ασκητικότητά του. Είδα στον τοίχο να κρέμονται σε δύο καρφιά ένα ράσο και μία φανέλλα˙ σε κάποια γωνιά ήταν στρωμένη μία μεγάλη προβιά˙ πιο πέρα ένα τραπέζι προχειροφτιαγμένο και μία καρέκλα, στην οποία και κάθισα. Δύο-τρεις εικόνες κρεμασμένες στον τοίχο, συνεπλήρωναν την επίπλωση του κελλιου. Έμεινα κατάπληκτος. Στο Βατοπέδι βρίσκομαι η στα Καρούλια; μονολόγησα».
Αυτή ήταν η περιουσία του Βατοπεδινού ιδιορρυθμίτη μονάχου. Όταν επέμενε ο μοναχός εκείνος να του μιλήσει για την προσωπική του ζωή, ο Γέροντας Ευγένιος με δυσκολία και προς στηριγμό, του εκμυστηρεύθηκε: «Τριάντα περίπου χρόνια έχω εδώ. Πριν έλθω εδώ, ήμουν στην Βατοπεδινή Σκήτη, στην οποία κοινοβίασα από μικρό παιδί. Στο μοναστήρι ήλθα για να βοηθήσω τους πατέρας, επειδή έχουν ανάγκη από δοχειάρη. Αφ’ ότου ήλθα μένω εδώ. Είναι καλό το δωμάτιο μου…

Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Αββάς Αμμωνάς - Περί Ησυχίας



 

     Μέσα από δεκαπέντε σύντομα αποσπάσματα του «Γεροντικού» προβάλλει η υπέροχη ασκητική μορφή του αββά Αμμωνά. Οι πληροφορίες πού μας δίνουν για την ζωή του είναι λίγες, αλλά εντυπωσιακές. θα αφήσουμε μόνο του τον αναγνώστη να εντρυφήση σ' αυτές, θα περιορισθούμε εδώ σε στοιχεία που αποβλέπουν κυρίως να τοποθετήσουν χρονικά και τοπικά την μεγάλη αυτή μορφή.
  Ο αββάς Αμμωνάς υπήρξε μαθητής του Μ. Αντωνίου (251 - 356) και διάδοχος του στην πνευματική καθοδήγησι των μοναχών του μοναστικού κέντρου Πισπίρ, στην αριστερή όχθη του Νείλου, νοτιώτερα από το Κάιρο. Ανατολικότερα από το Πισπίρ βρίσκεται το όρος του Μ. Αντωνίου σε μια εντελώς αφιλόξενη περιοχή. Μεταξύ του Πισπίρ και της Αλεξανδρείας απλώνεται η έρημος της Νιτρίας, περίφημη για τα ασκητικά άνθη πού ανέθαλε. Η έρημος αυτή ανέδειξε δύο μοναστικά κέντρα, δύο σκήτες: Τα Κελλία και την Σκήτη. Τα Κελλία απείχαν σαράντα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από την Αλεξάνδρεια. Σε απόστασι ενός ημερονυκτίου, περίπου ογδόντα χιλιόμετρα, νοτιώτερα από τα Κελλία βρισκόταν η Σκήτη, τόπος τελείως απαράκλητος. Και μόνο η θέα της προξενούσε θανάσιμη μελαγχολία στην ψυχή!
  Φαίνεται ότι στην Σκήτη έζησε ο αββάς Αμμωνάς δεκατέσσερα χρόνια, παλεύοντας με το πάθος του θυμού. Καρπός των αγώνων του ήταν μια απέραντη απάθεια, πού τον εμπόδιζε να διακρίνη αμαρτία σε άνθρωπο και να επιβάλλη ως επίσκοπος επιτίμια, ακόμη και σε σοβαρά σαρκικά παραπτώματα. Την ίδια εποχή ασκήτευαν στην Σκήτη ο ιδρυτής της αββάς Μακάριος ο Αιγύπτιος, ο αββάς Μακάριος, ο Αλεξανδρεύς, ο αββάς Παμβώ και πολλοί άλλοι πατέρες του αιγυπτιακού μοναχισμού.
  Αναφέρεται ότι το 375 κατοικούσαν μόνο στο Όρος της Νιτρίας περισσότεροι από πέντε χιλιάδες μοναχοί, θεωρείται βέβαιο ότι ο αββάς Αμμωνάς χειροτονήθηκε επίσκοπος από τον Μ. Αθανάσιο. Σε όλες τις φάσεις της ζωής του έχομε τόσο θαυμαστές εκδηλώσεις διακρίσεως, απαθείας, ευσπλαγχνίας και αγάπης προς τον αμαρτωλό άνθρωπο ώστε να τον κατατάσσουμε αδίστακτα μεταξύ των θεοφόρων αγίων, οι οποίοι έφθασαν σε δυσπρόσιτα πνευματικά ύψη.
  Εκοιμήθη προ του 403. Η μνήμη του εορτάζεται στις 26 Ιανουαρίου. Οι στίχοι του Μηναίου αναφέρουν:
«Ζωής Αμμωνάς νήμα πληρώσας άπαν.
ζωήν εφεύρεν ούποτε πληρουμένην».
 Το συγγραφικό έργο του αββά Αμμωνά φανερώνει ασκητή «λίαν πεπειραμένον περί τάς μυστικάς προς Θεόν αναβάσεις». Σύμφωνα με την διάταξι των έργων του στην έκδοσι της Αποστολικής Διακονίας (Β.Ε.Π.Ε.Σ., τόμος 40), από όπου ελάβαμε και το κείμενο, τα κατατάσσουμε σε επιστολές, διδάγματα, παραινέσεις, λόγους και αποσπάσματα λόγων.
  Οι επιστολές του αναφέρονται με αξιόλογη διαύγεια και πρωτοτυπία σε βαθύτατα θέματα της πνευματικής ζωής, όπως η ησυχία, η θ. χάρις, η διάκρισις, οι πειρασμοί κτλ. Η συχνή αναφορά στην θ. χάρι και οι θερμές προτροπές προς τα πνευματικά του τέκνα να γευθούν την άρρητη γλυκύτητά της, αποδεικνύουν πώς ο επιστολογράφος είχε ζήσει έντονα θείες καταστάσεις και είχε ελλαμφθή από το «φως του ουρανού των ουρανών», όπως το χαρακτηρίζει.
  Διασώθηκαν 7 επιστολές στα ελληνικά, 14 στα συριακά, 13 στα γεωργιανά, 11 στα αραβικά, 3 στα αρμενικά και 1 στα αιθιοπικά. Αυτό αποτελεί ένδειξι ότι διαδόθηκαν σε γεωγραφικό χώρο ευρύτερο από την Μ. Ανατολή.

ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΟΣ
ΗΜΩΝ ΑΒΒΑ ΑΜΜΩΝΑ

ΠΕΡΙ ΗΣΥΧΙΑΣ


  Γνωρίζετε βέβαια αγαπητοί μου αδελφοί, ότι από τότε πού έγινε η παράβασις των πρωτοπλάστων, δεν μπορεί η ψυχή να γνωρίση, όπως πρέπει, τον Θεό, εάν δεν περιοριστήμακρυάαπό τους ανθρώπους και από κάθεπερισπασμό. Διότι τότε θα δοκιμάση τον πόλεμο των εχθρών της. Και αφού νικήση σε κάθε προσβολή των αντιπάλων, τότε το πνεύμα του Θεού θακατοικήσημέσα της και όλος ο κόπος της θα μεταβληθή σε χαρά και αγαλλίασι. Βέβαια στον καιρό του πολέμου θαυπομείνηθλίψεις, στενοχώριες και άλλα πολυποίκιλα βάσανα.Αλλά ας μη φοβηθή. Δεν θά νικηθή, εφ' όσον αγωνίζεται στην ησυχία.
  Αυτός ήταν ο λόγος πού οι άγιοι πατέρες ζούσαν απομονωμένοι στην έρημο, όπως ο Ηλίας ο θεσβίτης, ο Ιωάννης ο βαπτιστής και όλοι οι υπόλοιποι πατέρες.
 Μη νομίσετε ότι οι άγιοι κατόρθωσαν να εξαγιασθούν ζώντας μεταξύ των ανθρώπων. Επέτυχαν να κατοικήση μέσα τους η θεϊκή δύναμις, αφού προηγουμένως ασκήθηκαν πολύ στηνησυχία. Και τότε,στολισμένουςμε τις αρετές, τουςέστελνεο Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους για να τουςοικοδομήσουνκαι να τουςθεραπεύσουν.
Σαν ιατροί πού ήσαν,μπορούσαννα θεραπεύσουν τις ασθένειες των ανθρώπων. Για την ανάγκη αυτή ο Θεός τους αποσπούσε από την ησυχία και τους έστελνε στον κόσμο.Τότε όμως τους έστελνε, αφού θεράπευαν όλα τα δικά τους πάθη.Είναι αδύνατο να στείλη ο Θεός για την πνευματική ωφέλεια των ανθρώπων μια ψυχή πού είναιακόμηασθενής.
Όσοι λοιπόν πηγαίνουν στον κόσμο πριν ολοκληρωθούν, πηγαίνουν με το θέλημα το δικό τους και όχι με το θέλημα του Θεού.Ο Θεός μάλιστα λέει γι' αυτούς: «Εγώ μεν ουκ απέστελον αυτούς, αυτοί δέ αφ' εαυτών έτρεχον» (πρβλ. Ιερεμ. κα' 23).
Γι' αυτό δεν μπορούν ούτε τον εαυτό τους να προφυλάξουν ούτε άλλη ψυχή να οικοδομήσουν.
  Όσοι όμως στέλνονται από τον Θεό, δεν θέλουν βέβαια να χωρισθούν από την ησυχία, αφού γνωρίζουν ότι μ' αυτήν απέκτησαν τις θεϊκές δυνάμεις.Αναλαμβάνουνόμως την οικοδομή των ανθρώπων, για να μηπαρακούσουνστον Δημιουργό.
 Σας φανέρωσα τους καρπούς της ησυχίας, τους οποίους αποδέχεται ο Θεός. Τώρα λοιπόν πού μάθατε την βοήθεια και την άξια της, προσπαθήστε να την οικειοποιηθήτε.
Οι περισσότεροι μοναχοί δεν την απέκτησαν.
 Έζησαν μέσα στον κόσμο και γι' αυτόδεν μπόρεσαννα νικήσουν τις τις επιθυμίες τους. Δεν θέλησαν νακοπιάσουνκαι ν' αποφύγουν την κοσμική σύγχυσι, αλλά παρέμειναν μεταξύ των ανθρώπωνδημιουργώνταςπερισπασμούς. Για τον λόγο αυτό δεν δοκίμασαν την γλυκύτητα του Θεού ούτε αξιώθηκαν να κατοικήση μέσα τους η θεϊκή δύναμις και να τους χαρίση την μακαριά απόλαυσι. Δεν κατοικεί μέσα τους η θεϊκή δύναμις, γιατί καταγίνονται μεκοσμικέςυποθέσεις και απασχολούνται με ταπάθητης ψυχής, με τους κοσμικούςεπαίνουςκαι τις επιθυμίες του παλαιού ανθρώπου.
 Ο Θεός μας γνώρισε τα μέλλοντα από τώρα.
 Παίρνετε δύναμι λοιπόν στους αγώνες σας. Διότι όσοι αποφεύγουν την ησυχία, δεν μπορούν νακυριαρχήσουνστις επιθυμίες τους ούτε νανικήσουνσε πνευματικές μάχες. Δεν έχουν μέσα τους την θεϊκή δύναμι, διότι αυτήδεν κατοικείσε ψυχές υποδουλωμένες στα πάθη. Εσείς όμως αγωνισθήτε να νικήσετε τα πάθη και η χάρις του Θεού θα έλθη μόνη της μέσα σας.
 Υγιαίνετε εν Αγίω Πνεύματι
Αμήν

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com


Read more:http://www.egolpion.com/ammwnas_hsuxia.el.aspx#ixzz49Teewoa4

Περί των Ησυχαστών


 

     Μέσα από δεκαπέντε σύντομα αποσπάσματα του «Γεροντικού» προβάλλει η υπέροχη ασκητική μορφή του αββά Αμμωνά. Οι πληροφορίες πού μας δίνουν για την ζωή του είναι λίγες, αλλά εντυπωσιακές. θα αφήσουμε μόνο του τον αναγνώστη να εντρυφήση σ' αυτές, θα περιορισθούμε εδώ σε στοιχεία που αποβλέπουν κυρίως να τοποθετήσουν χρονικά και τοπικά την μεγάλη αυτή μορφή.
  Ο αββάς Αμμωνάς υπήρξε μαθητής του Μ. Αντωνίου (251 - 356) και διάδοχος του στην πνευματική καθοδήγησι των μοναχών του μοναστικού κέντρου Πισπίρ, στην αριστερή όχθη του Νείλου, νοτιώτερα από το Κάιρο. Ανατολικότερα από το Πισπίρ βρίσκεται το όρος του Μ. Αντωνίου σε μια εντελώς αφιλόξενη περιοχή. Μεταξύ του Πισπίρ και της Αλεξανδρείας απλώνεται η έρημος της Νιτρίας, περίφημη για τα ασκητικά άνθη πού ανέθαλε. Η έρημος αυτή ανέδειξε δύο μοναστικά κέντρα, δύο σκήτες: Τα Κελλία και την Σκήτη. Τα Κελλία απείχαν σαράντα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από την Αλεξάνδρεια. Σε απόστασι ενός ημερονυκτίου, περίπου ογδόντα χιλιόμετρα, νοτιώτερα από τα Κελλία βρισκόταν η Σκήτη, τόπος τελείως απαράκλητος. Και μόνο η θέα της προξενούσε θανάσιμη μελαγχολία στην ψυχή!
  Φαίνεται ότι στην Σκήτη έζησε ο αββάς Αμμωνάς δεκατέσσερα χρόνια, παλεύοντας με το πάθος του θυμού. Καρπός των αγώνων του ήταν μια απέραντη απάθεια, πού τον εμπόδιζε να διακρίνη αμαρτία σε άνθρωπο και να επιβάλλη ως επίσκοπος επιτίμια, ακόμη και σε σοβαρά σαρκικά παραπτώματα. Την ίδια εποχή ασκήτευαν στην Σκήτη ο ιδρυτής της αββάς Μακάριος ο Αιγύπτιος, ο αββάς Μακάριος, ο Αλεξανδρεύς, ο αββάς Παμβώ και πολλοί άλλοι πατέρες του αιγυπτιακού μοναχισμού.
  Αναφέρεται ότι το 375 κατοικούσαν μόνο στο Όρος της Νιτρίας περισσότεροι από πέντε χιλιάδες μοναχοί, θεωρείται βέβαιο ότι ο αββάς Αμμωνάς χειροτονήθηκε επίσκοπος από τον Μ. Αθανάσιο. Σε όλες τις φάσεις της ζωής του έχομε τόσο θαυμαστές εκδηλώσεις διακρίσεως, απαθείας, ευσπλαγχνίας και αγάπης προς τον αμαρτωλό άνθρωπο ώστε να τον κατατάσσουμε αδίστακτα μεταξύ των θεοφόρων αγίων, οι οποίοι έφθασαν σε δυσπρόσιτα πνευματικά ύψη.
  Εκοιμήθη προ του 403. Η μνήμη του εορτάζεται στις 26 Ιανουαρίου. Οι στίχοι του Μηναίου αναφέρουν:
«Ζωής Αμμωνάς νήμα πληρώσας άπαν.
ζωήν εφεύρεν ούποτε πληρουμένην».
 Το συγγραφικό έργο του αββά Αμμωνά φανερώνει ασκητή «λίαν πεπειραμένον περί τάς μυστικάς προς Θεόν αναβάσεις». Σύμφωνα με την διάταξι των έργων του στην έκδοσι της Αποστολικής Διακονίας (Β.Ε.Π.Ε.Σ., τόμος 40), από όπου ελάβαμε και το κείμενο, τα κατατάσσουμε σε επιστολές, διδάγματα, παραινέσεις, λόγους και αποσπάσματα λόγων.
  Οι επιστολές του αναφέρονται με αξιόλογη διαύγεια και πρωτοτυπία σε βαθύτατα θέματα της πνευματικής ζωής, όπως η ησυχία, η θ. χάρις, η διάκρισις, οι πειρασμοί κτλ. Η συχνή αναφορά στην θ. χάρι και οι θερμές προτροπές προς τα πνευματικά του τέκνα να γευθούν την άρρητη γλυκύτητά της, αποδεικνύουν πώς ο επιστολογράφος είχε ζήσει έντονα θείες καταστάσεις και είχε ελλαμφθή από το «φως του ουρανού των ουρανών», όπως το χαρακτηρίζει.
  Διασώθηκαν 7 επιστολές στα ελληνικά, 14 στα συριακά, 13 στα γεωργιανά, 11 στα αραβικά, 3 στα αρμενικά και 1 στα αιθιοπικά. Αυτό αποτελεί ένδειξι ότι διαδόθηκαν σε γεωγραφικό χώρο ευρύτερο από την Μ. Ανατολή.


ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ
ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΒΒΑ ΑΜΜΩΝΑ

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΗΣΥΧΑΣΤΩΝ


    Ηεπιθυμία να εξετάζης μεπεριέργειατην Αγ. Γραφή γεννάεχθρότητακαιδιαμάχη, ενώ ο θρήνος για τις αμαρτίες φέρνει την ειρήνη. Είναιαμαρτίαγια τον μοναχό πού κάθεται στο κελλί του, να εξετάζη μεπεριέργειατην Αγ. Γραφή παραμελώντας τις αμαρτίες του.
 Όποιος απασχολεί την σκέψι του,πριν γνωρίση τον εαυτό του, με το πως ήταν γραμμένα τα διάφορα γραφικά χωρία, αυτός έχει περιέργεια στην καρδιά και είναι φοβερά αιχμάλωτος στοπάθοςτου αυτό.
 Όποιος όμως φυλάγεται απ' αυτή την αιχμαλωσία, επιδιώκει να ταπεινώνεται ενώπιον του Θεού. Όποιος αναζητεί υλικό ομοίωμα του Θεού, βλασφημεί τον Θεό. Όποιος όμως φροντίζει να Τον τιμήση, αγαπά να ζη με καθαρότητα και φόβο Θεού.
Όποιος σέβεται τις εντολές του Θεού και τις τηρεί σαν χρεώστης, αυτός γνώρισε τον Θεό.
 Μην αναζήτησης τις υψηλές θεολογικές έννοιες, ενώ ακόμη ζητάς την βοήθεια τον Θεού, για να έλθη και να σε σώση από την αμαρτία. Οι υψηλές θεολογικές έννοιες μόνες τους έρχονται, όταν η ψυχή αγνισθή καικαθαρισθή. Όποιος στηρίζεται στις δικές του γνώσεις και επιμένει στο θέλημά του, προκαλεί εχθρότητα και δεν μπορεί να ξεφύγη από τον δαίμονα που φέρνει στην καρδιά την λύπη.
Όποιος διαβάζει την Αγία Γραφή και την ερμηνεύει με την δική του γνώμη και επιμένει σ' αυτή λέγοντας «αυτό πού σκέπτομαι είναι οπωσδήποτε σωστό», αυτός αγνοεί την κατάστασί του, αγνοεί ότι δεν έχει ούτε δόξα ούτε πλούτοπνευματικό.
 Όποιος όμως διαβάζει και λέει «δεν γνωρίζω το σωστό, γιατί είμαι ατελής άνθρωπος», αυτός δοξάζει τον Θεό. Σ' αυτόν κατοικεί ο πλούτος της θ. χάριτος, σύμφωνα με την δεκτικότητά του.
  Μη θέλησης να συζήτησης τους λογισμούς σου αδιάκριτα με τον καθένα, παρά μόνο με τους πνευματικούς σου πατέρες, για να μη προκαλέσης θλίψι στην καρδιά σου.
Πρόσεχε τα λόγια σου για να έχης σε υπόληψι τον πλησίον σου.
Δίδαξε την γλώσσα σου να προφέρη με συναίσθησι τα λόγια του Θεού και το ψεύδος θα απομακρυνθή από σένα.
Η επιθυμία της δόξης των ανθρώπων γεννά το ψεύδος, ενώ η ταπεινή αποφυγή της αυξάνει τον θειο φόβο μέσα στην καρδιά.
 Μη θέλησης να γίνης φίλος των ενδόξων του κόσμου αυτού, για να μην ατονήση μέσα σου η δόξα του Θεού.
  Εάν κάποιος κατακρίνη ενώπιόν σου τον αδελφό του και τον εξουδενώνη και αποκαλύπτη αμαρτίες του, μη θελήσης να συμφωνήσης μαζί του, για να μη σε παρασύρη σε ανεπιθύμητα κακά.
Η απλότης και η εξουδένωσις του εαυτού μας αγνίζουν την καρδιά από την αμαρτία.
Όποιος συμπεριφέρεται στον αδελφό του με δολιότητα, δεν θ' αποφύγη τιςθλίψεις.
Όποιος άλλο λέει με το στόμα και άλλο κρύβει πονηρά στην καρδιά, ματαιοπονεί σε κάθε πνευματική του εργασία. Μη προσκολληθής σε τέτοιον άνθρωπο, για να μη σε μολύνη με το μιαρό δηλητήριό του.
Ζήσε μαζί με άκακους, για να συμμετέχης στην δόξα και στην καθαρότητά τους.
Μη φερθής με πονηρία σε κανένα, για να μη χάσης τους κόπους σου.
Να συμπεριφέρεσαι με ευθύτητα σε όλους, για να νοιώσης μέσα σου την θεία ειρήνη.

Υγιαίνετε εν Αγίω Πνεύματι
Αμήν

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com


Read more:http://www.egolpion.com/63D12DFD.el.aspx#ixzz49TeBwddx

γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής




γέρωνΙωσήφ οΗσυχαστής

του Καθηγουμένου της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου
 Αρχιμανδρίτου κ. Εφραίμ
Από το περιοδικό  ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ (τεύχος 1ο, ΔΕΚ. 1999)
 
 Η δυνατότητα να αρνείται κανείς κάθε επιθυμία και σκέψη, που εγκλωβίζει εμπαθώς την θέληση και τον νου του ανθρώπου  σε γήινα πράγματα, εξασκείται απ΄όσους είναι εντός της Εκκλησίας. Κατ'εξοχήν όμως αυτό αποτελεί την επιστήμη των μοναχών. Ο εγκλωβισμός μας μέσα στην γήινη σφαίρα εμπαθών νοημάτων δεν είναι ακίνδυνος, εφ'όσον τον εσωτερικό μας θάνατο τον σηματοδοτούν σκέψεις ματαιόδοξης υπερηφανείας και ατομισμού, διαθέσεις πλεονεξίας και μίσους, διχόνοια, μικρός ή απερίγραπτα μεγάλος πόλεμος με μήλο της Έριδος τις παράλογες επιθυμίες.
Όταν κανείς θεωρητικά για κάποιο διάστημα της ζωής του ευτυχεί, δεν έχει καιρόν να θέτει ερωτήματα που αφορούν την ύπαρξή του. Απολαμβάνει για λίγο την ηδονή που προκύπτει από ευτυχή γεγονότα και ακόμη περισσότερο φαντάζεται ότι έχει την δυνατότητα να επεκτείνεται ευτυχώντας, έως ότου πετύχει την ύψιστη ανάπαυση και χαρά του. Αυτό συνήθως συμβαίνει στις πιο μικρές ηλικίες, όταν άλλοι έχουν τις πραγματικές ευθύνες για τη ζωή του - και μάλιστα στην σύγχρονη εποχή για αρκετό χρονικό διάστημα- εφόσον τελειώνει κανείς τις σπουδές του σε ώριμη ηλικία.
Όταν σιγά σιγά συναντούμε τις πρώτες δυσκολίες της ζωής, που δεν αποκλείεται να συμβεί και σε μικρή ηλικία τότε αρχίζει ο προβληματισμός. Προβάλλονται και εντελώς φυσικά στο νου του ανθρώπου ερωτήματα: Γιατί υπάρχω; Ποιό το νόημα σ' αυτή τη ζωή; Ποιά είναι η αλήθεια όσον αφορά το πρόσωπο μου και τον κόσμο που ζω; Όταν απαντηθεί το ερώτημα ποιά είναι η αλήθεια τότε μπορεί να δώσει ουσιαστική λύση σε κάθε άλλο ερώτημα.  Κάποτε αυτό το ερώτημα είχε τεθεί στον Χριστό από τον Πιλάτο "Τι εστίν αλήθεια;" και φυσικά δεν περίμενε απάντηση. Το ερώτημα αυτό κουράζει, απογοητεύει, σκέπτεται κανείς ότι δεν υπάρχει απάντηση. Σίγουρα κάθε τι που δημιουργεί χαρά ή ηδονή δεν είναι ταυτόχρονα και ευτυχία. Αυτό καθορίζει μία λεπτομερή παρατήρηση, που προέρχεται από την γνώση των ενεργειών που προσδίδονται στον ψυχικό μας κόσμο, όταν αποφασίσουμε να υλοποιήσουμε την μία ή την άλλη σκέψη.
Υπάρχουνπαράλογεςηδονές που ξεγελούν τον άνθρωπο. Παρουσιάζονται σαν ευτυχίες και αλήθεια και ενεργούμενες δημιουργούν την γνώση της πικρίας και της απογοητεύσεως. Αυτό φαίνεται καθημερινά σ'όλους τους τομείς της ζωής, ή στα απεριόριστα πλούτη, ή στην κατάργηση της προσωπικότητος τρυγώντας μόνο την σωματική ηδονή με ψεύτικα αισθήματα.
Η αλήθεια όμως είναι πρόσωπο και το πρόσωπο αυτό αποκαλύφθηκε : "Εγώ ειμί η αλήθεια" (Ιω. ιδ', 6). Ταυτόχρονα αυτός είναι και η αγάπη, διότι "ο Θεός αγάπη εστίν" (Α' Ιω. δ', 8). Η πνευματική αγάπη δεν απομονώνεται στον εαυτό της, αλλά ζει την ευτυχία της μέσα στο άλλο πρόσωπο. 
Η παρουσία του προσώπου Χριστού - Θεού στην γη ήταν μια προσφορά πρακτικής θυσίας-αγάπης και η αγάπη αυτή προερχόταν από την εσωτερική ενέργεια του φωτός της θεότητος, που έκρυβε μέσα Του και άφησε να φανεί εξωτερικά στο όρος Θαβώρ, στην Μεταμόρφωση Του. Η προσωπική Του ζωή είναι η αλήθεια για κάθε άνθρωπο, η αλήθεια όμως εφαρμοσμένη σαν θυσία αγάπης, ανιδιοτελούς προς τον συνάνθρωπο. Όλες οι εντολές Του οδηγούν στην αλήθεια, στην αγάπη, στο φως, στην απομίμηση των αρετών του θεϊκού Του προσώπου. Μόνο όποιος αποφασίσει να περάσει σ' ένα "στάδιο" αυτοθυσίας μπορεί να κατανοήσει ότι μέσα από τους κόπους για την απόκτηση της αγάπης προς όλους, ακόμη και προς τους εχθρούς, πηγάζει μέσα στην καρδιά του η ενέργεια του φωτός εκείνου που ανακαινίζει, μεταμορφώνει τελείως τον εσωτερικό άνθρωπο και τον ανεβάζει στην ύψιστη επιτυχία και σκοπό της ζωής, την θέωση της ανθρώπινης φύσεως, την υιοθεσία, την νίκη κατά του θανάτου, την αιώνια ανάστασή του. 
Μέσα στην ορθόδοξη παράδοση άπειροι ήταν οι μάρτυρες αυτής της οδού και ιδίως στον ελληνικό χώρο.
Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής έζησε στο Άγιον Όρος από το 1921 έως το 1959. Η κατά κόσμο καταγωγή του μακαριστού αυτού Γέροντα ήταν από την νήσο Πάρο. Στα χρόνια που γεννήθηκε, οι αξίες που χαρακτήριζαν την ευγένεια του ανθρώπου έναντι των άλλων δημιουργημάτων ήταν ακόμη πολύ ισχυρές, όπως και στην δική του φτωχή κατά τα άλλα οικογένεια, γεγονός που του δώρισε άριστες αρχές και ενάρετο χαρακτήρα. Πολύ σύντομα έμεινε ορφανός από πατέρα και αυτό του στέρησε την δυνατότητα να έχει ιδιαίτερες σπουδές. Τελείωσε την Β' Δημοτικού, ώστε μόλις είχε την δυνατότητα απλώς να διαβάζει και να γράφει χωρίς σωστό συντακτικό και με πολλά ορθογραφικά λάθη. Εργαζόταν  στον τόπο της γεννήσεώς του, τελείωσε την στρατιωτική του θητεία στο Ναυτικό και σε ηλικία περίπου 23 ετών βρισκόταν στην Αθήνα σαν μικροπωλητής.
 
Όραμα - Αποκάλυψη
Στην απλότητα των χρόνων εκείνων σε ένα περιβάλλον πολύ κοσμικό, όπως ήταν τότε η Αθήνα, μια ευγενική ύπαρξη γεμάτη αυτοθυσία και αγάπη όπως ήταν ο Φραγκίσκος - αυτό ήταν το όνομά του πριν γίνει μοναχός - ζούσε μια ζωή έντιμη και προσεγμένη, έως ότου κάποιες συγκυρίες του άλλαξαν τελείως την ζωή. Ενώ μελετούσε βιβλία παλαιών ασκητών της Εκκλησίας, ένα αποκαλυπτικό όραμα του έδωσε μεγάλη ώθηση προς τον μοναχισμό. Βρέθηκε μπροστά σε μεγαλειώδεις ανακτορικούς χώρους και συνοδευόμενος από τους φύλακες του χώρου αυτού φοβήθηκε, διότι δεν γνώριζε πως βρέθηκε εκεί, χωρίς να το αξίζει, όμως εκείνοι χαμογέλασαν με καλοσύνη και του είπαν ότι το  να ανεβεί εκεί είναι επιθυμία και θέληση του Βασιλέως. Για την εποχή βέβαια εκείνη, αυτό ήταν ύψιστη τιμή. Εδώ όμως δεν συνάντησε ο Φραγκίσκος κάτι το επίγειο, αλλά περνώντας μέσα από ασύλληπτους για την γήινη διάνοια χώρους, σε μια ξένη για τους κοινούς θνητούς διάσταση, τον υποδέχτηκαν και του έδωσαν ενδυμασία πολύτιμη που έμοιαζε κατασκευασμένη από ολόλευκο φως, ενώ ταυτόχρονα του είπαν "από εδώ και στο εξής θα υπηρετείς εδώ". Παρόμοιες "πληροφορίες" είχε συναντήσει ο Φραγκίσκος στην μελέτη των βίων των Γερόντων και ασκητών της ερήμου. Αυτό το όραμα-αποκάλυψη συνοδευόταν και από μια υπερκόσμια θεϊκή ενέργεια. Αυτή η ενέργεια γέμισε τον εσωτερικό κόσμο του Φραγκίσκου με τον πόθο να γνωρίσει τον Δημιουργό του, να απομακρυνθεί από κάθε τι γήινο, να μιμείται-πριν γίνει ακόμη μοναχός-την προσευχή, την νηστεία και την αγρυπνία των σκητών, στην Πεντέλη και σε άλλους χώρους κοντά στην Αθήνα, που στην εποχή του ήταν ακατοίκητη.
Μια "τυχαία" γνωριμία του με ένα Αγιορείτη μοναχό, τον οδήγησε στο Άγιο Όρος και μάλιστα στα ερημικότερα μέρη του στα Κατουνάκια. Ο Φραγκίσκος δεν ήταν ακόμη έμπειρος ασκητής, είχε όμως ενημερωθεί από την μελέτη των βιβλίων των διαφόρων παλαιών ασκητών και την φυσική του συνείδηση ότι, για να ονομάζεται κανείς άνθρωπος, πρέπει να έχει νικήσει μέσα του όλα τα πάθη που προσδίδουν στον ανθρώπινο χαρακτήρα τον θηριώδη και άλογο τρόπο ζωής. Αυτός  άλογος τρόπος ζωής, όπως έμπειρος αργότερα ασκητής γράφει στα πνευματικά παιδιά που καθοδηγούσε, χαρακτηρίζεται από την υπερηφάνεια ή τον εγωισμό, την φιλαυτία ή την υπερβολική αγάπη του εαυτού μας και την πλεονεξία, που ξεγελά τον άνθρωπο και τον κάνει να μαζεύει συνεχώς χρήματα. Σαν συνέχεια της αλυσίδας αυτών των κακών είναι ο θυμός και η ταραχή, το μίσος και γενικότερα ότι αντιστρατεύεται την αγάπη.
Για να ξεκινήσει τον μοναχικό του αγώνα, σύμφωνα με όσα είχε διαβάσει, έπρεπε να συναντήσει άλλους έμπειρους γέροντες, ώστε με την καθοδήγηση να περπατήσει στον αόρατο δρόμο της θεώσεως, να πολεμήσει με παράλογες επιθυμίες, να βρει συμπαράσταση από την Θεία Χάρη, να νικήσει με την Θεία Ενέργεια κάθε μορφή κακίας, που είτε είχε κατακτήσει κάποιο μέρος της καρδιάς του τον καιρό που δεν εργαζόταν τις ευαγγελικές αρετές, είτε επρόκειτο να τον προσβάλει για να του ανακόψει τον δρόμο. Στη προσπάθεια αυτή διευκολύνθηκε. Ενώ έμενε προσωρινά στην πλέον ερημική περιοχή του Αγίου όρους την Βίγλα, η οποία βρίσκεται στην νοτιοανατολική πλευρά του Αγίου όρους και προσπαθούσε, όπως είχε διαβάσει στους βίους των οσίων, να προσεύχεται, να νηστεύει, να αγρυπνεί και να αναζητεί καθοδήγηση, κουράστηκε υπερβολικά, και με πόνο, αγωνία και δάκρυα παρακαλούσε τον Χριστό και την Κυρία Θεοτόκο για βοήθεια και συμπαράσταση. Από την ερημική Βίγλα κοίταζε προς την κορυφή του Άθωνα, στο εκκλησάκι της Παναγίας και γεμάτος ταπείνωση προσευχόταν, όταν ξαφνικά αισθάνθηκε κάποιο σκίρτημα χαρά στην καρδιά του και ταυτόχρονα είδε αισθητά ένα φως το οποίο προερχόταν από το εκκλησάκι της Παναγίας και του μετέδωσε υπερφυσικές ιδιότητες. Έχασε την αίσθηση του χώρου, του χρόνου, της ύλης ακόμη και του σώματός του. Η χαρά ήταν ανεπανάληπτη, το φως ενωμένο με την ύπαρξή του και έξω από αυτόν, ενώ ταυτόχρονα η πονεμένη προσευχή του άλλαξε. Μέσα στην καρδιά του ακουγόταν ξεκάθαρα, ρυθμικά, με αίσθηση υπερφυσικής ειρήνης χωρίς πλέον δική του προσπάθεια το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", η σύντομη προσευχή που χρησιμοποιούν οι Αγιορείτες Πατέρες, για να έχουν αδιάλειπτη μνήμη του Θεού και των εντολών του, και επίσης να εκπληρώνουν την εντολή του Αποστόλου Παύλου "αδειαλείπτως προσεύχεσθε" (Α' Θεσσαλ. ε', 17). Αυτή ήταν η πρώτη του εμπειρία, πραγματική αίσθηση και πνευματική γνώση της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, η οποία μας δόθηκε κατά το άγιο βάπτισμα στα παιδικά μας χρόνια.
Από την ημέρα εκείνη απομακρύνθηκε περισσότερο από τους κατοικημένους χώρους, ζούσε με υπερβολική λιτότητα, το φαγητό του ήταν λίγο παξιμάδι κατά τις απογευματινές ώρες της ημέρας και αυτό το έπαιρνε από τις μονές για τις οποίες έφτιαχνε σκούπες από θάμνους, ενώ είχε ως αυστηρό πρόγραμμα την καλλιέργεια της προσευχής μέσα στην καρδιά του, όπως τον δίδαξε η Θεία Χάρη, η οποία μετά την αποκάλυψη εκείνη είχε συσταλεί και τώρα χρειαζόταν ο αγώνας της εργασίας του προγραμματισμού και της αναζητήσεως.
 
Οι υπερφυσικοί αγώνες και η νίκη
  Στην κορυφή του Άθωνα την ημέρα της εορτής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, συνάντησε τον μετέπειτα συνασκητή του π. Αρσένιο και αφού συμφώνησαν να αγωνιστούν μαζί, ζήτησαν την συμβουλή ενός πολύ εναρέτου και σοφού Γέροντα, του Γέροντα Δανιήλ του Κατουνακιώτη, πού να μείνουν και πως να αγωνίζονται. Και αυτός πολύ σοφά τους σύστησε να υποταχθούν σε κάποιο γέροντα ενάρετο, ακόμη και αν είναι πολύ απλός, να πάρουν την ευχή του και μετά την κοίμησή του να αγωνιστούν όπως τους αρέσει. Πράγματι παρέμειναν και έζησαν κοντά στους Γέροντες Εφραίμ και Ιωσήφ. Η ασκητική ζωή εξωτερικά είναι μια μονοτονία, όμως μέσα στο πρόγραμμα αυτό ο άνθρωπος ενδοσκοπεί,  παρακολουθεί τον εσωτερικό του κόσμο και με την δύναμη του φωτός της προσευχής ελέγχει όλες τις σκέψεις και τις ενέργειες που αυτές μεταφέρουν.
 Με την δύναμη της Χάριτος του Θεού διώχνει κάθε πονηρή σκέψη που υποβάλλει κυρίως φαντασιώσεις υπερηφανείας, οιήσεως και εγωισμού, σαρκικές αναπαύσεις, ηδονές και απολαύσεις "υπέρ το μέτρον", συναισθήματα μίσους, ζήλειας και φθόνου, ή ακόμη την προσκόλληση στα υλικά πράγματα, ώστε να κινδυνεύει κανείς να θυμώνει όταν του τα στερούν ή να ανταποδίδει κακόν αντί κακού. Και αντί όλων αυτών με την Θεία Ενέργεια, με την παράλληλη προσοχή και απόφασή του να μοιάσει στον Θεό, ο ασκητής αποκτά επίγνωση της αδυναμίας του ανθρώπου. Χωρίς την δύναμη του Θεού και την συνεργασία με τη Θεία Χάρη δεν μπορεί να κάνει τίποτε αγαθό, αποφεύγει το να "οίεται", δηλαδή να νομίζει ότι είναι σπουδαίος και γνωρίζει έτσι την πατρική προστασία του Δημιουργού του. Εισέρχεται στον πρώτο ευαγγελικό μακαρισμό "μακάριοι οι πτωχοί το πνεύματι" που είναι η ταπείνωση, ο χαρακτήρας του Χριστού "μάθετε απ'εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία" (Ματθ. ια', 29).
Ο αντίθετος της ταπεινώσεως δρόμος τους μεν μοναχούς  τούς κάνει παράλογους, τους δε λαϊκούς τους στέλνει στο ψυχιατρείο.
Αποδιώκοντας με την Θεία Ενέργεια το μίσος, τον θυμό, την ζήλεια, τον φθόνο και με την προσοχή, την βιωτή και την σταθερή απόφασή του να εχθρεύεται όχι τους ανθρώπους αλλά την κακία, αποκτά ο ασκητής την αγάπη, την κορυφή όλων των αρετών, που τον κάνει όμοιο με τον Θεό, "ότι ο Θεός αγάπη εστί" (Α' Ιω. δ', 8). Για την απόκτηση βέβαια όλων αυτών βοηθεί υπερβολικά η ακτημοσύνη, το ότι ο νους δεν προσκολλάται σε τίποτε γήινο ούτε έχει επιθυμία προς κάτι υλικό.
Όταν η Θεία Χάρη θέλει να αναδείξει κάποιον στο πνευματικό αξίωμα του διδασκάλου και του Πατέρα, τον περνά μέσα από διάφορες δοκιμασίες. Για την απόκτηση των παραπάνω χρειάζεται υπομονή, επιμονή, κόπος, θλίψη και έντονος αγώνας. Ο αγώνας αυτός στη ζωή των ασκητών αλλά και των συνειδητών χριστιανών ονομάζεται και είναι σταυρός, δηλαδή σαν την εσταυρωμένη ζωή του Κυρίου.
Εν τω μεταξύ αγωνιζόμενοι στα Κατουνάκια πέθανε ο ένας από τους Γέροντες, ο Ιωσήφ, ενώ στο όνομά του είχε ήδη καρεί μοναχός ο μακαριστός μας Γέροντας, ο πρώην Φραγκίσκος και τώρα πλέον Ιωσήφ.
Μεγάλες δοκιμασίες από το εργόχειρο και κάποιες συνήθειες των περιοίκων μοναχών ανάγκασαν τον Γέροντα Εφραίμ και τους δύο υποτακτικούς Ιωσήφ και Αρσένιο να ανέβουν ψηλότερα στην περιοχή του Αγ. Βασιλείου. Οι δυσκολίες λόγω της ακτημοσύνης ήταν απερίγραπτες. Εκεί αναγκάστηκαν να φτιάξουν ένα μικρό καλυβάκι διαμονής με απερίγραπτους κόπους. Εκεί αργότερα σε βαθειά γεράματα πέθανε και ο Γέροντας Εφραίμ, ενώ για τον γέροντα Ιωσήφ ξεκίνησαν οι μεγάλοι πνευματικοί αγώνες.
Όποιος μοναχός έχει την διάθεση να ανεβεί ψηλά, να ξεπεράσει όχι μόνο την κακία αλλά και αυτή την φυσική κίνηση της σαρκικής ηδονής, θα του δοθεί η υπερφυσική νίκη, αλλά με υπερφυσικούς αγώνες και υπερφυσική συμπαράσταση της Χάριτος του Θεού. Αυτοί οι αόρατοι δρόμοι που ακολουθήθηκαν από τους Άγιους Πατέρες και ήταν γνωστοί ακόμη και στους απλούς χριστιανούς στον κόσμο, στους γονείς μας και τους παππούδες μας, σήμερα λόγω της διεισδύσεως ξένων τρόπων ζωής είναι ελάχιστα γνωστοί, καλλιεργούνται όμως και σήμερα στο Άγιο Όρος και στην Εκκλησία γενικότερα.
 
Το όραμα του δοξασμένου στρατηγού
 Ο μακαριστός Γέροντας πριν ξεκινήσει τον ασκητικό του αγώνα, είχε πόθο να ζήσει μια πολύ πνευματική ζωή και δεν υπολόγιζε κόπους σωματικούς, νηστείες και θλίψεις, υπομονή στην προσευχή και ότι άλλο χρειαζόταν για να πευύχει στον σκοπό του. Έτσι προσευχόμενος στο μικρό καλύβι του στον Άγιο Βασίλειο μέσα στην ησυχία της ερημιάς και της νύκτας, το άκτιστο φως της Θείας Χάριτος αυξήθηκε υπερβολικά μέσα του με άπειρη γλυκύτητα και ξαφνικά εμφανίστηκαν μπροστά του ένα τάγμα μοναχών σαν παράταξη και απέναντι τους πάλι σαν είδος στρατού πολλοί μαύροι εξαγριωμένοι με άσχημη όψη και διάθεση. Τον πλησίασε ένας δοξασμένος από θεϊκό φως στρατηγός και του είπε: ¨Επιθυμείς να πολεμήσεις στην πρώτη γραμμή;" και ενώ ο μακαριστός Γέροντας του απάντησε ναι, χαρούμενα με γενναιότητα, οδηγήθηκε τελείως μπροστά, όπου ήταν ένας ή δύο μοναχοί, ενώ ταυτόχρονα του μίλησε ο οδηγός του και του είπε: "όποιος θέλει να πολεμήσει ανδρεία με αυτούς τους σκοτεινούς δεν τον εμποδίζω αλλά τον βοηθώ".
Οκτώ χρόνια ακόμη αγωνίστηκε σκληρά εναντίον κάθε δαίμονα και κυρίως αυτού που προκαλεί την ανηθικότητα και την πορνεία. Στο διάστημα αυτό ο αγώνας ήταν εξαντλητικός, κοιμόταν λίγο σε ένα είδος καρέκλας, δεν ξάπλωνε, νήστευε και προσευχόταν αδιάλειπτα. Όταν έφτανε σε υπερβολική κόπωση και θλίψη τον παρηγορούσε η Χάρη του Θεού. Ο ίδιος στηρίζοντας αργότερα τα πνευματικά του παιδιά, τους διηγιόταν πολλές από αυτές τις θεϊκές παρηγοριές.
Στο διάστημα αυτό γνώρισε ένα πολύ ενάρετο ασκητή, τον Γέροντα Δανιήλ, που έμενε στο κάθισμα του Αγίου Πέτρου μετά από την ερημική και πανέμορφη περιοχή των Κρύων Νερών. Ο ίδιος διηγείται: "Η τάξις μου ήτο να εσθίω άπαξ της ημέρας ολίγον, με μέτρον ψωμί και φαϊ. Και καν Πάσχα ή Απόκρηες ένα ήτον εις ημάς φαγητόν. Άπαξ. Και εις όλον το έτος ολονύκτιος αγρυπνία. Την τάξιν αυτήν παρελάβαμε με τον Γέροντα Αρσένιον από έναν νηπτικόν και άγιον Γέροντα, τον Παπα-Δανιήλ. Είχε και άλλους ετότε αγίους πολλούς. Αυτός ήτο ο ένας. Και ιερεύς και ησυχαστής άκρον. Δεν εδέχετο εις την λειτουργίαν κανένα. Βαστούσε η λειτουργία του τρισήμισυ και τέσσαρες ώρες. Από τα δάκρυα δεν ημπορούσε να δώση τας εκφωνήσεις. Εγένετο λάσπη το έδαφος. Δι αυτό και αργούσε πολύ. Αυτός ήτον πενήντα και πλέον ετών ιερουργός. Μίαν ημέραν δεν εννοούσε να αφήση την θείαν λειτουργίαν. Και την Σαρακοστήν όλες τες ημέρες έκαμε Προηγιασμένες. Και μέχρι τέλους χωρίς ασθένειαν εκοιμήθη... Αυτός δεν εδέχετο κανέναν ως είπομεν, αλλ' εγώ επειδή ήμην πολύ επιτήδειος να ερευνώ δια να μάθω - δι αυτό και η οικονομία Θεού, όπου θερμώς τον εζητούσα - εσυγκατέβει και με εδέχετο. Και εις κάθε φοράν με έλεγεν ολίγα πλήρη χάριτος λόγια. Και εβάδιζα όλην την νύχτα δια να πάω εκεί μόνος, να ιδώ την όντως θείαν εκείνην παράστασιν, και να ακούσω ένα δύο λογάκια... Ήσαν και άλλοι πολλοί, έχοντες έκαστος ίδιον χάρισμα και πάντες ηγιασμένοι, ευωδιάζοντες ως κρίνα την έρημον".
Στον Άγιο Βασίλειο έγινε γνωστός πλέον ο Γέροντας και πολλοί τον επισκέπτονταν για συμβουλές. Έτσι ενοχλούμενος στην ησυχία του αναζητούσε άλλο χώρο ησυχαστικό και δύσβατο, κρυμμένο από τους πολλούς. Δεν άργησε να ανακαλύωει τις σπηλιές στην Μικρά Αγία Άννα. Ήταν τόπος στενός και δύσβατος. Ο χώρος για να κτιστεί ένα μικρλο πήλινο καλυβάκι, όπως συνηθιζόταν ήταν σχεδόν ακατάλληλος. Όλη τους η περιουσία ήταν λίγα βιβλία και τα ρούχα που φορούσαν. Ματακόμισαν εκεί τον Ιανουάριο του 1938. Οι κόποι οι παρατεταμένες νηστείες και αγρυπνίες κατέβαλαν πλέον το σώμα του Γέροντα. Αναγκάστηκαν και έκτισαν μια μικρή πόρτα στους βράχους που ήταν η μοναδική φυσική είσοδος, λίγο μετά έκτισαν κάτω από την σπηλιά ένα μεγαλύτερο καλύβι με ξύλα, βέργες, πηλό, το οποίο διαίρεσαν σε τρία πολύ μικρά δωμάτια. Ήταν δε τόσο μικρό που με κόπο μπορούσε να εξυπηρετηθεί άνθρωπος περιορισμένων απαιτήσεων, και αντί πόρτας χρησιμοποιούσαν το παράθυρο.
Για εννέα χρόνια στην συνοδεία τους στην Μικρά Αγία Άννα ήταν μόνο οι δύο τους, ο Γέροντας Ιωσήφ και ο π. Αρσένιος. Ο εφημέριος ερχόταν και έμενε μαζί σους μία ή δύο φορές την εβδομάδα για την θεία λειτουργία. Ο εφημέριος αυτός , ενάρετος ιερομόναχος, ήταν ο μετέπειτα πολύ γνωστός στο Άγιον Όρος Παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτης.
Η επιθυμία να μην έχουν τίποτα εκτός από τα αναγκαία ξεκινούσε από τον πόθο της αγάπης του Θεού, ώστε τίποτε να μην ενοχλεί την γαλήνια και καθαρή προσευχή τους, τίποτε να μη διασπά την προσοχή τους. Ο νους τους ανάλαφρος αντιμετώπιζε τις εχθρικές προσβολές, ζούσε μέσα σε απερίγραπτη εσωτερική και εξωτερική ησυχία και ενωνόταν ακατάληπτα σε θείους έρωτες με το Πνεύμα το Άγιο του Θεού.
Ο άνθρωπος καταπατά το νόμο της συνειδήσεως και των εντολών του Θεού, πιστεύοντας ότι θα ευτυχήσει και θα είναι έμπλεος ηδονής αν ενεργήσει παρά τους δύο αυτούς νόμους. Και πράγματι καταπατώντας την ηθική αξία της εντιμότητας στις συναλλαγές κερδίζει κανείς    σε ύλη, καταστρέφοντας την πνευματική του υπόσταση και νοιώθοντας μια ηδονή η οποία στην γλώσσα του ευαγγελίου αποτελεί αμαρτία. Το ίδιο συμβαίνει και στην πορνεία, στη μοιχεία στο ψεύδος κτλ.
Η αιτία που ο άνθρωπος θεωρεί την αμαρτία ως αγαθό είναι ηηδονή. Μέσα στην ασκητική ζωή της Ορθοδοξίας, οι ασκητές δεν ήταν άνθρωποι οι οποίοι μισούσαν το σώμα τους, αλλά με τη νηστεία και τον κόπο νικούσαν τα πάθη που προκαλούν οι ηδονές του σώματος, ενώ με την ταπείνωση νικούσαν τον εγωισμό και την υψηλοφροσύνη, με την συνεργασία  πάντοτε της Θείας Χάριτος. Έτσι επιδίδονταν σε αγώνες φιλοπονίας, ησυχίας, σιωπής και προσευχής   με σκοπό να φθάσουν στην ένωση με τον Θεό και την τέλεια αγάπη.

Η συνάντηση με το Γέροντα Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό
 Το 1947 και ενώ ο Γέροντας Ιωσήφ συνεχίζει την σκληρή και αυστηρή ασκητική του ζωή, δέχτηκε στην συνοδεία του μετά από προσευχή τον Γέροντα Ιωσήφ, που σήμερα είναι σχεδόν 80 ετών και ζει στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου. Όταν προσέγγισε τον Γέροντα Ιωσήφ, εκείνος δεν τον δέχτηκε σαν μαθητή του.
 Όμως παρακαλώντας τον επίμονα απέσπασε στο τέλος την υπόσχεση ότι θα προσευχόταν ο  Γέροντας και θα του απαντούσε τελικά μετά από θεϊκό φωτισμό και πληροφορία. 
 Ο ίδιος ο Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός στην εκτενή βίο που έχει συγγράψει για τον Γέροντα του αναφέρει: "Όταν την επόμενη μέρα, μετά από εναγώνια αναμονή, άκουσα την συγκατάθεση του Γέροντα ότι με δέχεται, άνοιγε για την ευτέλειά μου η νέα σελίδα της ταπεινής μου ζωής. Μόνον από τότε δεν είχα αμφιβολίες ή απορίες, αλλά με όλο το πλήρωμα της πληροφορίας και πίστεως ευρήκα αυτό που νοσταλγούσα και  προγραμμάτιζα, που ήταν και το μακρινό μου όνειρο. Έμενα πια μόνιμα μαζί τους, όταν ο Γέροντας εγκατέλειψε το κελλάκι του όπου έμενε και πήγε μακρύτερα,  διακόσια περίπου μέτρα, σε άλλο κελλί που του είχα ετοιμάσει και έμενε εκεί μόνος του. Μετά την αγρυπνία μας μέχρι τα μεσάνυχτα, πηγαίναμε στον Γέροντα, διότι ενωρίτερα δεν δεχόταν ποτέ. Ένα μεσημέρι μετά το γεύμα, όταν του έβαλα μετάνοια για να φύγω στο κελλί μου όπως πάντα, μου έσφιξε το χέρι και μειδιών  μου είπε: "απόψε θα σου στείλω ένα δεματάκι και πρόσεξε να μη το χάσεις". Εγώ δεν κατάλαβα τι εννοούσε ούτε το σχολίασα καθόλου μέσα μου και έφυγα. Μετά την ανάπαυση, όπως πάντοτε, αρχίσαμε την αγρυπνία μας και ετοιμάσθηκα καθώς μου είχε δείξει να αρχίσω την προσευχή μου κρατώντας όσο μπορούσα το νου μου και τα, για το δεματάκι τα ξέχασα τελείως Δεν θυμάμαι πως ξεκίνησα, αλλά ξέρω καλά ότι μόλις άρχισα δεν πρόλαβα να προφέρω πολλές φορές το όνομα του Χριστού μας και γέμισε η καρδιά μου αγάπη προς τον Θεόν.
Έξαφνα πολλαπλασιάστηκε τόσο πολύ που δεν προσευχόμουν πλέον, αλλά εθαύμαζα με έκπληξιν το ξεχείλισμα αυτό της αγάπης. Ήθελα να αγκαλιάσω και να ασπασθώ όλους τους ανθρώπους και όλη την κτίση και συγχρόνως σκεφτόμουν τόσο ταπεινά που ένοιωθα πως είμαι κάτω από όλα τα κτίσματα. Το πλήρωμα όμως και η φλόγα της αγάπης μου ήταν προς τον Χριστό μας, που αισθανόμουν ότι ήταν παρών, αλλά δεν  μπορούσα να τον ιδώ, για να προσπέσω στους αχράντους πόδας Του και να τον ρωτήσω, πως πυρπολεί τόσο τις καρδιές και μένει κρυμμένος και άγνωστος. Είχα τότε μίαν λεπτήν πληροφορία ότι αυτή είναι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος και αυτή είναι η βασιλεία των ουρανών,  που ο Κύριος μας λέγει ότι ευρίσκεται εντός ημών. Και έλεγα: "ας μείνω, Κύριε μου, έτσι και δεν χρειάζομαι άλλο τίποτα". Αυτό κράτησε αρκετήν ώρα και σιγά σιγά επανήλθα στην πρώτη μου κατάσταση πάλι και περίμενα με αγωνία, ανυπόμονα, να έλθη η κατάλληλη ώρα να πάω στον Γέροντα να τον ρωτήσω τί ήταν αυτό το πράγμα και πως έγινε. Ήταν περίπου 20 Αυγούστου και η σελήνη ολόφωτη, όταν πήγα τρέχοντας και τον ευρήκα έξω από το κελλί του να περπατάει στο μικρό του προαύλιο. Μόλις με είδε άρχισε να μειδιά και πριν του βάλω μετάνοια μου είπε: "Είδες τι γλυκύς που είναι ο Χριστός μας; Κατάλαβες πρακτικά τι είναι αυτό που επίμονα ρωτούσες; Τώρα βιάσου να κάμης κτήμα σου αυτή τη Χάρη και να μη σου την κλέψη η αμέλεια".
Η κοίμηση του Αγίου Γέροντα
 Οι σκληροί αγώνες στην νεανική ζωή του Γέροντα, οι στερήσεις, οι αδιάκοποι κόποι, οι απόκρημνοι και δύσβατοι χώροι όπου ασκήτευε τον κατέβαλαν σωματικά ώστε να φαίνεται υπέργηρος. Της Σαρακοστής το πρόγραμμα για φαγητό ήταν 75 γραμμάρια αλεύρι κοινό για τον καθένα βρασμένο με λίγο αλάτι, κατά την ενάτη βυζαντινή ώρα, περίπου τρεις ώρες πριν την δύση του ήλιου.
Όταν αργότερα στον χώρο αυτό προσήλθαν ακόμη δύο αδελφοί, ο νυν Προηγούμενος Εφραίμ της Μονής Φιλοθέου και ο προηγούμενος Γέροντας Χαράλαμπος της Ιεράς Μονής Διονυσίου, οι δυσκολίες διαμονής έγιναν αξεπέραστες, η κατασκευή νέων χώρων διαμονής σχεδόν αδύνατη. Τέλος με υπεράνθρωπες προσπάθειες κατασκεύασαν ένα χώρο πιο βαθειά στον οποίο απεσύρθει ο Γέροντας Ιωσήφ για ησυχία, ενώ στο αρχικό πήλινο σπιτάκι παρέμειναν οι τρεις νέοι υποτακτικοί.
Πολύ σύντομα όμως οι δυσκολίες δημιούργησαν έντονα προβλήματα υγείας σε όλους και ακόμη περισσότερο στους νεότερους. Έτσι αποφασίστηκε να κατεβούν χαμηλά, όπου υπήρχαν ευνοϊκότεροι χώροι διαμονής και προτιμήθηκε η νέα Σκήτη που ανήκει στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου. Αυτό έγινε το 1951.
Για μια ακόμη φορά προσπάθησαν να δημιουργήσουν χώρους διαμονής στα ψηλότερα και ασκητικότερα μέρη της Νέας Σκήτης. Οι δυσκολίες ήταν και πάλι απερίγραπτες εφόσον σαν ακτήμονες δεν είχαν ούτε τα απαραίτητα εργαλεία, αλλά ούτε και την οικονομική δυνατότητα.
Η συνήθεια όμως στις στερήσεις έκανε και την δοκιμασία αυτή υποφερτή και σε σύντομο χρονικό διάστημα είχαν ετοιμάσει καταλύματα και συνέχιζαν το πνευματικό τους πρόγραμμα. Όταν ο Γέροντας είχε ήδη καταβληθεί, ή υγεία του πήγαινε προς το χειρότερο, δύο σοβαρές ασθένειες, η μία μετά την άλλη επέφεραν το τέλος της επίγειας ζωής του την 15η Αυγούστου 1959. Ο βιογράφος του αναφέρει: "Οι τελευταίες μέρες του ήταν πολύ οδυνηρές, γιατί η προχωρημένη πλέον ανεπάρκεια του εμπόδιζε την αναπνοή και κοπίαζε πολύ. Αυτό όμως για μας ήταν μάθημα και αφορμή πρακτικής υπομονής. Αισθανόμενοι την αγώνα του και ενώ προσπαθούσαμε να τον ανακουφίσουμε αυτός μας παρηγορούσε καταλλήλως με πρακτικά παραδείγματα αναφερόμενος ιδίως στην ματαιότητα του κόσμου. Μας έλεγε: "κοντεύει η μέρα μου να φύγω. Όπως έγινα δεν είμαι τώρα για τίποτα, ούτε μπορώ να αγωνισθώ άλλο".
 Ο αείμνηστος δεν ξεχνούσε διόλου τον σκοπό του και με διάφορες επίνοιες, σε κάθε πρόφαση της ζωής, εύρισκε μέσον αγώνος και καρποφορίας. Μη δυνάμενος να κινηθή ούτε και να ξαπλώση για την ασθένεια του καθόταν σε μια πρόχειρη πολυθρόνα απ΄αυτές τις πτυσσόμενες έκλαιε συνεχώς την ματαιότητα του βίου. Ανέμενε την απόλυσή του απ΄αυτή την ζωή σαν τον ευτυχέστερο κλήρο και ψιθύριζε τροπάρια των κεκοιμημένων, όταν δεν τον πίεζε η δύσπνοια. Αρσένιε έλεγε χαριεντιζόμενος, πότε φεύγουμε; Δεν εύχεσαι φαίνεται και αργούμε". Επί σαράντα σχεδόν ημέρες, τις τελευταίες του, δεν έτρωγε τίποτε, μόνοκοινωνούσε κάθε μέρακαι έπαιρνε λίγο καρπούζι. Ο Γέροντας είχε όση φροντίδα και μέριμνα για την έξοδό του, που νόμιζε κανείς ότι όντως πρόκειται να ταξιδέψη αυτήν την ώρα και περίμενε το μέσο της μεταφοράς. Εμείς απεγνωσμένα προσπαθούσαμε με ότι μέσο μπορούσαμε, επιστημονικό ή πρακτικό, τουλάχιστον να τον ανακουφίσουμε γιατί κατά διαστήματα η δύσπνοια τον δυσκόλευε πολύ. Εκείνος όμως μας έλεγε: "Μην κοπιάζετε, παιδιά, δεν πρόκειται να μείνω. Από πόσο καιρό περιμένω αυτή την ώρα. Μόνον εύχεσθε να μην εμποδίση τίποτα την ελπίδα μου. Έως ότου ζη ο άνθρωπος δεν μπορεί να αμεριμνήσει".
 Κατά την14η Αυγούστου του 1959ετοιμαζόταν πολύ και υπολογίζοντας την επομένη, που ήταν η εορτή της Κοιμήσεως ανυπομονούσε, κάτι περίμενε. Συνάμα η κατάστασή του είχε επιδεινωθεί. Πέρασαν προηγουμένως φίλοι του λαϊκοί και τον χαιρέτησαν και όταν του ευχήθηκαν ανάρρωσιν, τους είπε: "όχι, όχι, φεύγω σύντομα όταν θα ακούσεται μετά τις ημέρες τις καμπάνες, να ξέρετε ότι έφυγεν ο φίλος σας. Υπολογίζω της Παναγίας μας". Την άλλη μέρα, στην μνήμη της Κυρίας μας Θεοτόκου, παρευρέθη στην Λειτουργία, μετά κόπου είπε το τρισάγιο και μετέλαβε για τελευταία φορά λέγοντας "εις εφόδιον ζωής αιωνίου". Κοίταζε με επιμονή την εικόνα της Κυρίας μας, που τόσο την αγαπούσε, και σαν να της ζητούσε κάτι. Κάτι που το γνώριζε ακριβώς αυτή. Τα ήρεμα δάκρυα του μαρτυρούσαν την προς αυτήν ενδόμυχη αίτηση της ψυχής του. Αυτήν που τόσες φορές τον παρηγόρησε και του συνέστησε να τρέφη βεβαίαν ελπίδα προς την ευσπλαχνία της... 
Η Δέσποινά μας εξεπλήρωσε πληρέστατα την υπόσχεσή της προς τον αείμνηστο, να έχη την ελπίδα του σ' αυτήν, με την τελευταία δωρεά της, να παραλάβει την ψυχή του την ημέρα της αγίας Κοιμήσεώς της. Καθήμενος στην καρέκλα του και παλαίων με την συνεχιζόμενη δύσπνοια, κράτησε κοντά του τον πατέρα Αρσένιο, όπως πάντοτε, αφού έδωσε στους πάντας την ευχή του. Όταν ο πατήρ Αρσένιος θέλησε να τρίψει λίγο τα πόδια του για μικρήν ανακούφιση, δεν τον άφησε και του είπε; "Παύσε πάτερ, Αρσένιε, μη κάνεις τίποτα. Τέλειωσαν όλα. Φεύγω". Έπιασε το χέρι του αχώριστου συνασκητού του, σαν να τον χαιρετούσε για τελευταία φορά, κοίταξε λίγο πάνω και παρέδωσε ήσυχα την μακαρίαν του ψυχή. Όταν μαζευτήκαμε όλοι γύρω του, αυτός δεν ήταν πλέον μαζί μας. Αφού πανηγύρισε μαζί μας την θεία μετάσταση της Κυρίας μας Θεοτόκου, έφυγε για να εορτάση στους ουρανούς αυτήν την χαρμόσυνη ημέρα. Ήταν ημέρα Παρασκευή και ώρα πρωινή μετά την ανατολή του ηλίου. Την επομένη που έγινε η κηδεία του - κατά την απαίτησή του εκεί στον τόπο που ετελειώθη -  ήλθαν όλοι οι Πατέρες της Σκήτης.Αγαπούσεόλους καιανταγαπάτοαπό όλους".


Read more:http://www.egolpion.com/ioshf_ushxasths.el.aspx#ixzz49Tdl4yQt