Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020

"Θεωρητικόν" Οσίου Θεοδώρου, επισκόπου Εδέσσης Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών

 

"Θεωρητικόν"

Οσίου Θεοδώρου, επισκόπου Εδέσσης


Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών 

τόμος Β'

Σύντομη βιογραφία

Ο άγιος πατέρας μας Θεόδωρος έζησε στα χρόνια της βασιλείας τού  Ηρακλείου και τού Κωνσταντίνου τού Πωγωνάτου, γύρω στο 660 μ.Χ. Πρώτα αγωνίστηκε τον ασκητικό βίο στη μονή τού αγίου Σάββα· ύστερα, με την ψήφο τού Θεού ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο της πόλεως Εδέσσης. Έκανε πολλά θαύματα και όσο ζούσε και μετά το θάνατο, και με τις θείες διδασκαλίες του έκανε πολλούς μάρτυρες τού Χριστού και πολλούς να σωθούν και στις 19 Ιουλίου απήλθε στις αιώνιες μονές, όπως αναφέρεται στο βίο του που περιέχεται στο βιβλίο «Καλοκαιρινή». Δεν γνωρίζομε με ακρίβεια αν άφησε και άλλα συγγράμματα· όμως αυτά τα 100 κεφάλαια που φιλοπόνησε, εγκρίθη­καν να συμπεριληφθούν στη συλλογή των νηπτικών. Γιατί παρέχουν πλούσιο τον καρπό της ιερής νήψεως και της πνευματικής ωφέλειας σε κείνους που τα δια­βάζουν με επιμέλεια. Και όσοι επιθυμείτε τη σωτηρία σας, ελάτε και θερίστε ά­φθονα.

Στο τέλος των κεφαλαίων αυτών έχει προστεθεί και το «Θεωρητικό» που επιγράφεται με το όνομα τού Θεοδώρου. Βλέποντας ότι αυτό ακολουθεί τον ίδιο νηπτικό χαρακτήρα και έχει την ίδια έκφραση τού λόγου με τα 100 κεφάλαια, όπως και από άλλα εύλογα σημάδια, βγάλαμε το συμπέρασμα ότι είναι γνήσιο έρ­γο τού ίδιου Θεοδώρου.

Εισαγωγικά σχόλια

Ο «Θεωρητικός», είναι λόγος α­σκητικός μεν, αλλά κινείται σε υψηλά επίπεδα θεωρίας και θείου έρωτος. Ελέχθη ότι τα θέματα αυτά αναπτύχθηκαν τον δέκατο τέταρτο αιώνα και γι’ αυτό αμφι­σβητήθηκε η πατρότητα του «Θεωρητικού». Νομίζομε, ότι ο προβαλλόμενος λόγος δεν ευσταθεί, γιατί μέχρι τον έβδομο αιώνα τα θέματα αυτά είχαν αναπτυχθεί όχι μονάχα από τους Καππαδόκες, τους Αλεξανδρινούς και τους ασκητικούς Πατέρες, αλλά πλούσιο υλικό και ιστορικούς ερεθισμούς πρόσφερε προ των Νεοπλατωνικών και αυτός ο Ιουδαίος Φίλων. Αφήνομε το πόσον επέδρασαν στους αγίους Πατέρες κατά τα μέσα του έκτου αιώνα τα Αρεοπαγιτικά συγγράμματα, που έδωσαν με­γάλη ώθηση στον θεωρητικό βίο και στη φιλολογία περί θείου έρωτος.

Το «Θεωρητικό» είναι μια πλήρης έκθεση των προϋποθέσεων της θεώσεως, μέ­σα στην οποία σημαντική θέση κατέχει ο θεωρητικός τρόπος ζωής, ως συνεχής α­νάταση του νου εις τα νοητά, φυσικά με προσευχή και τη λοιπή παραδοσιακή α­σκητική αγωγή. Η θεωρία των νοητών οδηγεί εις τον έρωτά τους και επόμενους τα γήινα λησμονούνται. Χωρίς να πρόκειται για ένα πνευματικό μονοφυσιτισμό, η ψυχή νοεροποιούμενη ευρίσκει την απόλυτη μακαριότητά της στο χώρο των νοη­τών, όπου ο Χριστός, ο αγγελικός διάκοσμος και τα μακάρια πνεύματα, καταλαμπόμενα από τις ακτίνες του ακτίστου φωτός και πλέοντα στο κτιστό φως της πρε­σβυτέρας κτίσεως.

Ο όσιος Θεόδωρος —εάν είναι αυτός ο πατήρ του «Θεωρητικού»—, γνωρίζει αρκετά την γραμματεία περί θείου φωτός, περί πνευματικής θεωρίας, περί της α­ξίας του νου και των φυσικών και υπερφυσικών κινήσεών του, καταφάσκει στις σωματικές αισθήσεις, αλλά συνιστά την υπέρβασή τους, αναλύει την ανθρωπολογι­κή σύνθεση και τις δυνατότητες του πιστού, δίδει το προβάδισμα στην αγαθή βού­ληση για ανάβαση του νου στον Θεό και γενικώς, αναπτύσσει παραδοσιακώς την πατερική διδασκαλία για την πνευματική τελείωση.

Το «θεωρητικό» συνοψίζει βαθειές και πυκνές εμπειρίες και προϋποθέτει πλού­σια χάρη, μεγάλο και ελλαμπόμενο νου και υψηλή θεολογική γνώση, και φαίνεται, ότι μάλλον έχει γραφεί στην περίοδο του μονασμού του παρά στον καιρό της ποι­μαντικής του δράσεως, αφού είναι προορισμένο να διδάξει τους μοναχούς για τη θεωρητική ζωή, όχι βέβαια στην εκδοχή των φιλοσόφων.

 

 

Πόσο μεγάλος είναι ο αγώνας να σπάσει ο άνθρωπος τον γερό αυτό δεσμό και να ελευθερωθεί από τη λατρεία της ύλης και να αποκτή­σει την έξη των καλών! Χρειάζεται πράγματι γενναία και ανδρεία ψυχή για να ξεμακρύνει από την ύλη. Εκείνο που φροντίζομε δεν είναι μό­νο η κάθαρση από τα πάθη, γιατί αυτό δεν είναι κυρίως αρετή, αλλά προ­παρασκευή αρετής. Χρειάζεται εκτός από την κάθαρση των κακών συνη­θειών, και η απόκτηση των αρετών.


Κάθαρση της ψυχής είναι, για μεν το λογιστικό μέρος της, η απαλλαγή και τέλεια εξάλειψη των γήινων και α­σταθών στοιχείων, εννοώ των βιοτικών φροντίδων και θορύβων και κακών κλίσεων, δηλαδή των αμαρτωλών συνηθειών για δε το επιθυμητικότο να μη κινείται καθόλου προς την ύλη, μήτε να αποβλέπει στην αίσθηση, αλλά να είναι πειθήνιο στο λογικό. Για το θυμικό, ακολούθως, το να μην ταράζε­ται ποτέ για όσα συμβαίνουν. Μετά την κάθαρση αυτή και τη νέκρωση ή διόρθωση των χειρότερων δυνάμεων, χρειάζεται και η ανάβαση και η θέωση. Γιατί πρέπει, αφού αφήσει κανείς το κακό, να πράξει το αγαθό108, κι α­κόμη να απαρνηθεί πρώτα τον εαυτό του και αφού σηκώσει το σταυρό του, να ακολουθεί τον Κύριο109 προς την υπέρτατη κατάσταση της θεώσεως.

Ποια είναι η ανάβαση και η θέωση; Για το νου, η τελειότατη γνώση των όντων και Εκείνου που είναι πάνω από τα όντα, όσο αυτό είναι εφικτό στην ανθρώπινη φύση. Για τη βούληση, η ολοκληρωτική και συνεχής τάση και κίνηση προς το Πρώτο Καλό. Για το θυμικό, η πολύ δραστήρια και πο­λύ πρακτική κίνηση προς το ποθητό, η ακούραστη και ανυποχώρητη, που δεν την ανακόπτει καμιά δυσκολία που παρουσιάζεται, αλλά προχωρεί πα­ράφορα και χωρίς επιστροφή. Τόσο πιο σφοδρή πρέπει να είναι η προς τα καλά κίνηση της ψυχής, από την κίνηση προς τα κακά, όσο ανώτερα είναι τα νοητά κάλλη από τα αισθητά. Και τόσο μόνο να ενδιαφέρεται για τη σάρκα, όσο φτάνει για τη συντήρησή της και τον πορισμό των αναγκαίων για την ύπαρξη, ώστε να μην καταστραφεί βίαια το ζωντανό σώμα. Αυτά να τα αποφασίσει κανείς είναι ευκολότατο· να τα πράξει όμως, πολύ πιο κοπιαστικό. Γιατί δεν ξεριζώνονται χωρίς κόπο οι δυσκολοκίνητες εκείνες έ­ξεις της ψυχής, ούτε βέβαια η απόκτηση της γνώσεως γίνεται χωρίς ιδρώ­τα. Αλλά και το να ατενίζει κανείς και να τείνει διαρκώς προς την μακάρια θεία φύση, κατορθώνεται με πολλούς κόπους και σε πολύ χρόνο, μέχρις ό­του να συνηθίσει η βούληση να ακολουθεί αυτή την τάση. Και χρειάζεται πολλή αντίσταση του νου στην αίσθηση που τον τραβά προς τα κάτω, και αυτή είναι η πάλη και η μάχη προς το σώμα, η οποία δεν έχει διάλειμμα ως το θάνατο, και αν ακόμη φαίνεται ότι λιγόστεψε από το μαρασμό του θυμού και της επιθυμίας και την υποδούλωση της αισθήσεως στην υπέρτερη γνώση του νου.

Πρέπει όμως να σημειωθεί τούτο˙ ότι η ψυχή που δεν φωτίστηκε με το βάπτισμα, επειδή δεν είναι φυσικό να βοηθείται από το Θεό, ούτε να καθαρθεί γνήσια μπορεί, ούτε προς το θείο φως να υψωθεί, όπως είπαμε. Γιατί όσα ειπώθηκαν, πρέπει να θεωρούμε ότι ειπώθηκαν για τους πιστούς. Αλλά για μεγαλύτερη διασάφησή τους, πρέπει να πούμε λίγα για τη διαφορά της γνώσεως.

Η γνώση είναι κατά φύση και υπέρ φύση. Και η δεύτερη θα γίνει φανε­ρή από την πρώτη. Κατά φύση λέμε τη γνώση που αποκτά η ψυχή περί της κτίσεως από την έρευνα και την αναζήτηση, μεταχειριζόμενη τα φυσικά μέ­σα και τις δυνάμεις, όσο δηλαδή είναι εφικτό στην ψυχή που είναι δεμένη με την ύλη. Γιατί όπως έχει λεχθεί στα περί αισθήσεως και φαντασίας και νου, αμβλύνεται η ενέργεια του νου λόγω της ενώσεως και αναμίξεως με το σώμα. Ένεκα τούτου δεν μπορεί να έρθει σ' επαφή με τα νοερά, αλλά για να νοήσει έχει ανάγκη από τη φαντασία, της οποίας ο χαρακτήρας είναι ει­κονιστικός και ανήκει στην υλική διάσταση και την πυκνή υφή. Χρειάζονται λοιπόν στο νου που είναι μέσα σε σώμα, ανάλογες εικόνες για να μπορέσει να τα εννοήσει αυτά. Όση λοιπόν γνώση λάβει ένας τέτοιος νους με τη μέ­θοδο τη φυσική, που του είναι οικεία, αυτή τη γνώση τη λέμε φυσική.

Υπερφυσική όμως είναι η γνώση που έρχεται στο νου πέρα από τη φυσική του μέθοδο και δύναμη, όταν δηλαδή τα νοούμενα υπερβαίνουν τις δυνατό­τητες του νου που είναι ενωμένος με σώμα, ώστε να είναι γνώση που αρμό­ζει σε νου χωρίς σώμα. Αυτή η γνώση δίνεται μόνο από το Θεό, όταν βρει το νου να είναι πολύ καθαρμένος από κάθε υλική προσκόλληση και να κα­τέχεται από θείο έρωτα.

Δεν διαιρείται κατ' αυτόν τον τρόπο μόνον η γνώση, αλλά και η αρετή. Άλλη είναι η αρετή που δεν υπερβαίνει τη φύση, η οποία και λέγεται φυσική, και άλλη η αρετή η οποία πραγματοποιείται από το Πρώτο Καλό και η οποία είναι πάνω από τη φυσική δύναμη και κατάσταση, και την οποία εί­ναι πρέπον να ονομάσομε υπερφυσική. Και τη φυσική γνώση και αρετή μπορεί να την έχει και αφώτιστος (αβάπτιστος) άνθρωπος, ενώ την υπερφυ­σική, διόλου. Γιατί, πως να την έχει, αφού είναι αμέτοχος του αιτίου που την πραγματοποιεί; Ο φωτισμένος όμως μπορεί να τις έχει και τις δύο. Ή μάλλον την υπερφυσική αρετή δεν μπορεί διόλου να την αποκτήσει αν δεν αποκτήσει πρωτύτερα τη φυσική. Να μετέχει όμως στην υπερφυσική γνώση, χωρίς να έχει τη φυσική, δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο. Αλλά πρέπει να γνωρίζομε και τούτο˙ ότι, όπως αίσθηση και φαντασία έχουν και τα άλογα ζώα, και τις έχει και ο άνθρωπος τις δυνάμεις αυτές, πολύ καλύτερες και υψηλότερες, έτσι και τις φυσικές αρετές και γνώσεις τις έχουν και οι δύο, αλλά απείρως καλύτερα και υψηλότερα τις έχει ο φωτισμένος από τον αφώτιστο.

Ακόμη η φυσική γνώση που αναφέρεται στις αρετές και τις αντίθετες με την αρετή συνήθειες, είναι και αυτή δύο ειδών η μία είναι ψιλό όνομα, όταν αυτός που φιλοσοφεί γι' αυτά, δεν έχει πείρα από τις καταστάσεις αυ­τές, και η οποία μερικές φορές διστάζει· η άλλη είναι έμπρακτη και —να πω έτσι— έμψυχη, όταν η γνώση βεβαιώνεται από την πείρα. Αυτή είναι σαφής και αξιόπιστη, χωρίς δισταγμό και αμφιβολία.

Έπειτα από αυτά, τέσσερα είναι εκείνα που εναντιώνονται στο νου σχετικά με την απόκτηση της αρετής.

Πρώτο, η συνήθεια των κακών έξεων, η οποία έχει λεχθεί ότι επιχειρεί να τον πείσει με τη μακρά συνήθεια να φέρεται προς τα γήινα.

Δεύτερο, η ενέργεια της αισθήσεως, η οποία φανερώνεται στα αισθητά κάλλη και σύρει μαζί της και το νου.

Τρίτο, η εξασθένηση της νοερής ενέργειας, την οποία έχει πάθει λόγω της ενώσεως του με το σώμα. Γιατί δεν ανταποκρίνεται ο νους στο νοητό όπως η δράση στο ορατό και γενικώς όπως η αίσθηση στο αισθητό· λέγοντας νου εννοώ το νου της ψυχής, η οποία βρί­σκεται ακόμη στο σώμα. Επειδή οι άυλοι Νόες εντονότερα αντιλαμβάνον­ται τα νοητά από ό,τι τα ανθρώπινα μάτια τα ορατά. Αλλά όπως η ελατ­τωματική όραση δεν αποτυπώνει σαφή και καθαρά είδωλα από τα ορατά, αλλά συγκεχυμένα και ασαφή, έτσι και ο νους μας αντιλαμβάνεται τα νοη­τά. Καθώς δεν μπορεί να παρατηρεί καθαρά τα νοητά κάλλη, δεν μπορεί ούτε να τα ποθεί —γιατί κατά το μέτρο της γνώσεως είναι και το μέτρο της επιθυμίας—, και ταυτόχρονα παρασύρεται προς τα αισθητά κάλλη, γιατί τα βλέπει με μεγαλύτερη διαύγεια˙ επειδή είναι ανάγκη να είναι γεμάτος πάν­τοτε από ένα που του φαίνεται καλό, είτε είναι όντως καλό, είτε όχι.

Τέταρτο, ο επηρεασμός από τους ακάθαρτους και μισάνθρωπους δαίμονες, οι οποίοι στήνουν παγίδες —δεν μπορούμε να υπολογίσομε πόσες και ποιου είδους— αλλοίμονο, σε όλα τα σημεία του δρόμου, για τις ψυχές, με κάθε μέσο και τρόπο, με τις αισθήσεις, με τα λόγια, με το νου, με όλα όσα υπάρ­χουν, μπορούμε να πούμε. Από αυτούς, αν Εκείνος που σήκωσε στον ώμο Του το πλανώμενο πρόβατο110 δεν έκανε με την άπειρη φροντίδα Του ανώ­τερους εκείνους που βλέπουν προς Αυτόν, δεν θα διέφευγε ποτέ καμιά ψυχή.

Για να αποφύγομε λοιπόν όλα αυτά, χρειαζόμαστε τρία πράγματα.

Πρώτο και μέγιστο, να βλέπομε ολόψυχα προς το Θεό, και από Αυτόν να ζητούμε βοήθεια, αφού Του αναθέσομε όλη την ελπίδα μας, πιστεύοντας α­πολύτως ότι αν Εκείνος δεν βοηθήσει, αναπόφευκτα θα μας πάρουν αυτοί που τραβούν από το άλλο μέρος.

Δεύτερο, το οποίο νομίζω προξενεί και το πρώτο, είναι η συνεχής τροφή του νου με γνώση. Γνώση εννοώ τη θεωρία όλων των όντων, αισθητών και νοητών, πώς είναι αυτά καθ' εαυτά και πώς σχετίζονται με την πρώτη Αρχή, καθώς από αυτήν προέρχονται και σ' αυτήν αναφέρονται· και επιπλέον τη θεωρία τού Αιτίου των όντων όπως την αποκτούμε, όσο μας είναι δυνατό, γνωρίζοντας τις ενέργειες και τις ι­διότητες Του. Είναι πρόξενο πολλής καθάρσεως το να εξετάζομε με μεγάλη επιμέλεια τις φύσεις των όντων και αυτό μας απαλλάσσει από την εμπαθή προς αυτά διάθεση και την απάτη που είναι γύρω άπ' αυτά και μας ανυψώ­νει πάρα πολύ προς την Αρχή των όλων, και από τα ωραία και θαυμαστά και μεγάλα, μας κάνει να βλέπομε σαν σε καθρέφτη το Κάλλιστο και Θαυ-μαστότατο και Μέγιστο ή μάλλον Εκείνο που υπερβαίνει κάθε κάλλος και θαυμασιότητα και μέγεθος. Όταν πάντοτε η διάνοια ασχολείται με αυτά, δεν είναι δυνατό να μην ποθήσει το όντως αγαθό· γιατί αν έλκεται από αυ­τό που της είναι ξένο, πολύ περισσότερο θα πάει προς το οικείο. Και όταν τ' αγαπήσει αυτά η ψυχή, πως θα ανεχθεί να ασχολείται με επιμονή με τα γήινα και μ' εκείνα που την αποτραβούν από το αγαπώμενο;  Άλλ’ ακόμη και αυτή η ζωή θα της φαίνεται δυσάρεστη γιατί αποτελεί εμπόδιο για τα καλά. Γιατί κι αν, όπως είπαμε, ο νους ο συνδεδεμένος με την ύλη θεωρεί αμυδρά τη νοητή καλλονή, ωστόσο τα νοητά αγαθά είναι τέτοια και τόσο μεγάλα, ώστε και μια μικρή σταλαγματιά και μια θαμπή φανέρωση τού ωκεάνιου εκείνου κάλλους, μπορεί να πείσει το νου να πετάξει πάνω άπ' όλα τα αισθητά και προς τα νοητά μόνο να στραφεί και να μη δέχεται να απο­χωρεί από την απόλαυση τους, ο,τιδήποτε λυπηρό και αν τού συμβεί.

Τρίτο, πρέπει να υπάρχει επιπλέον η νέκρωση του σώματος που είναι συνδεδεμένο μαζί του. Αλλιώς είναι αδύνατο να δέχεται τις φανερώσεις εκείνες σαφείς και ευδιάκριτες. Το σώμα νεκρώνεται με τη νηστεία, την αγρυπνία, τη χαμαικοιτία, με σκληρά τα απαραίτητα ενδύματα, με τους πόνους και τους κόπους. Έτσι νεκρώνεται η σάρκα, ή μάλλον συσταυρώνεται με το Χριστό˙ και γίνεται λεπτή και καθαρή και ελαφρή και ευκίνητη και έτσι ακολουθεί εύκολα τις κινήσεις του νου και δεν εναντιώνεται, αλλά ανυψώνεται μαζί με το νου που πετά ψηλά· ώστε χωρίς τη νέκρωση αυτή, κάθε επιμέλεια είναι μάταιη.

Αυτή η σεβάσμια τριάδα, όταν συγκροτηθεί με την αρμονική συνύπαρξη των τριών που αναφέρθηκαν παραπάνω, γεννά μέσα στην ψυχή τον κύκλο των μακαρίων αρετών. Γιατί είναι αδύνατο σ’ εκείνους που είναι στολισμέ­νοι με αυτά τα τρία, ή να βρεθεί ίχνος κακίας ή να απουσιάζει κάποια αρε­τή. Αλλά ίσως να θλίβει το λογικό η απόρριψη των χρημάτων, ή η περι­φρόνηση της δόξας, γιατί έως ότου είναι η ψυχή δεμένη με αυτά, πληγώνε­ται από πολλά πάθη. Και εγώ βεβαιώνω επιμόνως ότι είναι αδύνατο να πε­τάξει ψηλά η ψυχή που είναι προσηλωμένη στον πλούτο και στη δόξα. Ούτε και είναι δυνατό να επιμένει σ' αυτά η ψυχή, όταν έχει αθληθεί αρκετά στα τρία που είπαμε, ώστε να της γίνουν συνήθεια. Γιατί αν η ψυχή γνωρίζει ότι τίποτε δεν είναι πραγματικά καλό, εκτός από τον ύψιστο Θεό κι είναι πε­πεισμένη ότι από τα άλλα, όσο πιο όμοιο είναι κάτι με το Πρώτο Καλό, τό­σο ωραιότερο είναι, πως θα αγαπήσει ή θα δεχτεί άργυρο ή χρυσό ή κάτι άλλο γήινο; Τα ίδια λέω και για τη δόξα.

Αλλά δεν εξαιρούνται από το λόγο και οι φροντίδες, οι οποίες κυρίως κρατούν κάτω τον άνθρωπο. Για ποιο πράγμα θα φροντίσει εκείνος που δεν παθαίνεται για κανένα γήινο και δεν στρέφεται σ' αυτά; Γιατί το νέφος των φροντίδων σχηματίζεται από τις αναθυμιάσεις, ας πούμε, των βασικών πα­θών, εννοώ τη φιληδονία, τη φιλαργυρία και τη φιλοδοξία· ώστε ο ελεύθε­ρος από τα πάθη αυτά, είναι και ξένος από φροντίδες. Αλλά ούτε η φρόνη­ση, που θεωρείται συμπλήρωμα της σοφίας και είναι η πιο ισχυρή δύναμη από όσες σηκώνουν τον άνθρωπο προς τα επάνω, λείπει άπ’ αυτά που είπα­με. Γιατί στη γνώση των αρετών συμπεριλαμβάνεται και η ακριβέστατη διάκριση του καλού και του κακού, για τα οποία απαιτείται προπαντός φρόνηση. Τους τρόπους της χρησιμοποιήσεως και της πάλης, θα διδάξει η πείρα και η εναντίον του σώματος πάλη.

Δε θα παραλείψομε να κάνομε λόγο και για το φόβο. Όσο μεγαλύτερος είναι ο θείος έρωτας, τόσο μεγαλώνει μαζί και ο φόβος. Γιατί όση είναι η ελπίδα να επιτύχομε το Αγαθό (η οποία κεντά τους πληγωμένους από το θείο έρωτα περισσότερο από τις απειλές μυρίων κολάσεων, γιατί το να επι­τύχομε το Αγαθό προξενεί μακαριότητα), τόσος είναι και ο φόβος να το χάσομε, πράγμα που είναι αθλιότατο. Για να συνεχιστεί ο λόγος μας, ας εξετάσομε το σκοπό. Γιατί θεωρείται ότι στο κάθε τι, ο σκοπός του είναι που καθορίζει και τη διαίρεση των επιμέρους στοιχείων και την διάταξη αυτών. Σκοπός λοιπόν της ζωής μας είναι η μακαριότητα, η οποία ταυτίζεται με τη βασιλεία των ουρανών ή του Θεού. Αυτό σημαίνει, όχι μόνο να βλέπομε την βασιλικότατη, ας πούμε, Τριάδα, αλλά επιπλέον να δεχόμαστε την έκ­χυση της θείας χάρης και να πάσχομε, κατά κάποιο τρόπο, τη θέωση· και ό,τι ελλιπές ή ατελές έχομε μέσα μας, να αναπληρώνεται και να τελειο­ποιείται με την έκχυση της χάρης. Και αυτό είναι η τροφή των νοερών υ­πάρξεων, η αναπλήρωση των ελλείψεων με αυτή την έκχυση της χάρης. Και είναι ένας κύκλος αιώνιος που αρχίζει από ένα σημείο και καταλήγει στο ίδιο. Γιατί όσο κανείς νοεί, τόσο και επιθυμεί˙ και όσο επιθυμεί, τόσο α­πολαμβάνει· και όσο απολαμβάνει, τόσο περισσότερο νοεί και αρχίζει πάλι την ακίνητη κίνηση, ή αλλιώς την ακίνητη ακινησία. Αυτός είναι ο σκοπός μας, όσο μας είναι εφικτό να εννοήσομε˙ ας εξετάσομε πως θα φτάσομε σ' αυτόν.

Στις λογικές ψυχές που είναι νοερές ουσίες και λίγο μόνο κατώτερες από τους αγγέλους, ο παρών βίος έχει δοθεί ως αγώνας και τόπος όπου γίνε­ται προσπάθεια για τη νίκη. Έπαθλο είναι η θεία κατάσταση που αναφέραμε, δώρο αντάξιο της θείας αγαθότητας και δικαιοσύνης, από τη μία, γιατί φαίνεται ότι από τους κόπους του κερδίζει κανείς αυτά τα αγαθά, κι από την άλλη, γιατί η αφθονοπάροχη θεία δύναμη υπερνικά κάθε κόπο. Άλλω­στε και το να μπορεί κανείς και το να πράττει το αγαθό, είναι δώρο τού Θεού.

Ποιος λοιπόν είναι ο εδώ αγώνας; Η λογική ψυχή έχει ενωθεί με σώμα όμοιο με των ζώων, που έχει την ύπαρξη από τη γη και στρέφεται προς τα κάτω. Και έχει τόσο ενωθεί η ψυχή με το σώμα, ώστε να γίνει ένα από αυ­τά τα δύο τελείως αντίθετα, χωρίς μεταβολή —προς Θεού— ή σύγχυση των μερών, αλλά από τα δύο φυσικά μέρη να γίνει μία υπόσταση με δύο τέλειες φύσεις. Έτσι λοιπόν σύνθετος από δύο διαφορετικές φύσεις ο άνθρωπος, ενεργεί εκείνα που ανήκουν στην κάθε μία φύση. Και τού σώματος αρμόδιο είναι να αποβλέπει προς τα όμοιά του. Ο έρωτας αυτός προς τα όμοια είναι φυσικός στα όντα, γιατί δήθεν βοηθείται από αυτόν η ύπαρξή τους με τη συμβίωση και τη συναναστροφή με αυτά και η απόλαυση αυτών με την αί­σθηση. Ακόμη επειδή είναι βαρύ το σώμα, αγαπά την άνεση. Στη ζωώδη φύση, αυτά είναι κατάλληλα και αγαπητά. Στη λογική όμως ψυχή, επειδή είναι νοερή ουσία, φυσικά και επιθυμητά είναι τα νοητά και η απόλαυσή τους μέσω της νοήσεως. Προπάντων ο έρωτας προς το Θεό είναι εκ φύσεως ριζωμένος μέσα της. Και θέλει να απολαμβάνει το Θεό και τα άλλα νοητά, δεν μπορεί όμως να το κάνει αυτό ανεμπόδιστα.

Ο πρώτος άνθρωπος (ο Αδάμ) μπορούσε ανεμπόδιστα να εννοεί και να απολαμβάνει τα νοητά με το νου, όπως και τα αισθητά με την αίσθηση. Είχε όμως χρέος να ασχολείται όχι με τα χειρότερα, αλλά με τα ανώτερα. Καθώς μπορούσε να κάνει και τα δύο, στο χέρι του ήταν να βρίσκεται είτε με τα νοητά μέσω του νου, είτε με τα αισθητά μέσω της αισθήσεως. Δε λέω ότι ο Αδάμ δεν έπρεπε να χρησιμοποιεί την αίσθηση (γιατί δεν έφερε μά­ταια το σώμα)· λέω ότι δεν έπρεπε να προσκολλάται στα αισθητά, αλλά βλέποντας την ομορφιά τους, να οδηγείται προς το Δημιουργό τους. Και στο εξής να απολαμβάνει το Θεό με θαυμασμό, έχοντας διπλές αφορμές να θαυμάζει τον Κτίστη. Όχι όμως να προσκολληθεί στα αισθητά και αυτά να θαυμάζει και όχι το Δημιουργό τους, παραμελώντας το νοητό κάλλος. Τέ­τοιος λοιπόν πλάστηκε ο Αδάμ. Αφού όμως έκανε κακή χρήση της αισθήσεως, θαύμαζε το -αισθητό κάλλος· του φάνηκε ο καρπός ωραίος στην δράση και καλός στη γεύση111, έφαγε άπ' αυτόν και άφησε την απόλαυση των νοητών. Γι' αυτό ο δίκαιος Κριτής, κρίνοντας τον ανάξιο, αφαίρεσε από αυ­τόν τη θεωρία εκείνων που καταφρόνησε, δηλαδή του Θεού και των όντων, και έβαλε σκότος για να του αποκρύψει τον εαυτό Του112 και τις άυλες ου­σίες. Γιατί δεν έπρεπε να αφήνονται τα άγια στους βέβηλους. Και εκείνα τα οποία πόθησε, αυτά τού άφησε να απολαμβάνει, δηλαδή να ζει με την αί­σθηση και με ελάχιστα ίχνη των θείων στο νου του.

Από τότε ο αγώνας μας για τα γήινα έγινε βαρύτερος, γιατί δεν έχομε την εξουσία να απολαμβάνομε τα νοητά, όπως τα αισθητά με την αίσθηση, αν και με το βάπτισμα βοηθούμαστε πάρα πολύ, επειδή καθαριζόμαστε και υψωνόμαστε. Αλλά, όσο είναι δυνατόν πρέπει να ασχολούμαστε με τα νοη­τά και όχι με τα αισθητά, και εκείνα να θαυμάζομε και να θέλομε. Από τα αισθητά, κανένα να μη θαυμάσομε καθ' εαυτό, ούτε να θελήσομε να απολαύσομε. Πραγματικά, καμιά αξία δε φαίνεται να έχουν σε σχέση προς τα νοητά. Όσο πιο θαυμαστή είναι η ουσία των νοητών από την ουσία των αι­σθητών, τόσο και το κάλλος των νοητών είναι πιο θαυμαστό από το κάλλος των αισθητών. Να ποθήσει κανείς τώρα πιο πολύ το χειρότερο από το ω­ραιότερο και το ατιμότερο από το τιμητικότερο, ποια παραφροσύνη δεν υ­περβαίνει; Και αυτά για τα αισθητά και νοητά δημιουργήματα. Αλλά τι θα έλεγες όταν και από Εκείνον που είναι πάνω από αυτά, προτιμούμε την ά­μορφη και χωρίς κάλλος ύλη;

Αυτός λοιπόν είναι ο αγώνας, να προσέχομε τους εαυτούς μας με πολλή ακρίβεια, για να απολαμβάνομε πάντοτε τα νοητά, υψώνοντας προς αυτά το νου και την επιθυμία, και ποτέ να μην εξαπατηθούμε από τα αισθητά, ώ­στε να παρασυρθούμε από κάτι αισθητό μέσω της αισθήσεως και να το θαυ­μάσομε αυτό καθ' εαυτό. Αν είναι κάτι που πρέπει να χρησιμοποιήσομε και την αίσθηση, αυτό είναι για να αντιλαμβανόμαστε τον Κτίστη από τα κτί­σματα, βλέποντας μέσα σ' αυτά Εκείνον, όπως βλέπομε μέσα στο νερό τον ήλιο. Επειδή υπάρχουν στα όντα εικόνες του Πρώτου Αιτίου όλων όσο εί­ναι δυνατόν σ' αυτά. Αυτό λοιπόν είναι το κατόρθωμα. Ας σκεφτούμε πως θα το κατορθώσομε. Είπαμε λοιπόν ότι το σώμα επιθυμεί να απολαμβάνει τα συγγενή με αυτό, μέσω της αισθήσεως, πράγμα που είναι αντίθετο με την πρόθεση της ψυχής, και όσο πιο πολύ δυναμώνει το σώμα, τόσο περισ­σότερο επιθυμεί. Γι' αυτό ας φροντίσει η ψυχή να βάλει χαλινό σε όλες τις αισθήσεις, για να μην απολαύσομε τα αισθητά. Επειδή όταν είναι πιο ρω­μαλέο το σώμα, περισσότερο ορμά˙ και περισσότερο ορμώντας, γίνεται α­κράτητο· γι' αυτό η ψυχή, δύσκολα φροντίζει να το νεκρώσει με νηστείες, α­γρυπνίες, ορθοστασίες, χαμαικοιτίες, αλουσία και με κάθε άλλη κακοπάθεια, ώστε να καταμαράνει τη δύναμή του για να το έχει ήμερο και πειθήνιο στις νοερές πράξεις της. Αυτό είναι που έχομε να κατορθώσομε. Επειδή όμως αυτά είναι ευκολότατο να τα υποσχεθούμε, δύσκολο όμως να τα εφαρμόσομε, και είναι πολύ περισσότερα τα σφάλματα από τα κατορθώματα ακόμη και αν προσέχει κανείς πάρα πολύ, γιατί συχνά η αίσθηση εξαπατά, γι’ αυ­τό έχει επινοηθεί και τρίτο φάρμακο, η προσευχή και τα δάκρυα.

Η προσευχή περιέχει ευχαριστία για όσα καλά μας έχουν δοθεί, και αίτηση συγχωρήσεως των αμαρτημάτων και ενισχυτικής δυνάμεως για το μέλλον γιατί χωρίς τη θεία βοήθεια, όπως προείπαμε, τίποτε δεν μπορεί να κατορθώσει η ψυχή. Επίσης, οδηγεί στην ένωση με τον ποθούμενο Θεό και την απόλαυσή Του, και την ολοκληρωτική κλίση της βουλήσεως προς Αυ­τόν το να πείσομε τη βούληση να επιθυμεί αυτά όσο το δυνατόν πιο πολύ, είναι το μεγαλύτερο μέρος του κατορθώματος. Και τα δάκρυα πάλι έχουν μεγάλη δύναμη. Γιατί εξιλεώνουν τον Κύριο για τα σφάλματά μας και μας καθαρίζουν από τις κηλίδες που αποκτήσαμε από την αισθητή ηδονή και δί­νουν φτερά προς τον ουρανό στην επιθυμία μας. Και αυτά έτσι είναι. Το κα­τόρθωμα λοιπόν είναι η θεωρία των νοητών και ο τέλειος πόθος τους. Για να το πετύχομε αυτό, χρειάζεται η δουλαγώγηση τού σώματος, μέρη της ο­ποίας είναι η νηστεία, η σωφροσύνη και άλλα, που γίνονται όλα γι' αυτό το σκοπό. Και για να πετύχομε αυτά, και μαζί μ' αυτά, χρειάζεται η προσευ­χή, και το καθένα από αυτά μοιράζεται σε πολλά μέρη· γιατί όπως αυτά χρειάζονται για άλλα, έτσι και γι' αυτά χρειάζονται άλλα.

Κανείς να μη νομίζει ότι η φιλοδοξία και η φιλαργυρία αφορούν στο σώμα. Μόνον η φιληδονία αφορά στο σώμα, η οποία βρήκε κατάλληλο φάρμακο την κακοπάθεια του σώματος. Οι άλλες δύο κακίες που είπαμε, είναι γεννήματα της άγνοιας. Γιατί η ψυχή υιοθετεί τα νόθα από έλλειψη εμπειρίας των πραγματικά καλών και από άγνοια των νοητών. Με τον πλούτο νομίζει ότι παρηγορεί τη φτώχεια· συγχρόνως όμως ο πλούτος επι­διώκεται για φιληδονία και για φιλοδοξία, και καθ’ εαυτόν, σαν να ήταν κάποιο καλό. Αυτό συμβαίνει από άγνοια των πραγματικά καλών. Η φιλο­δοξία δεν οφείλεται στην ανάγκη του σώματος —γιατί δεν εξυπηρετεί διόλου το σώμα— αλλά στην απειρία και την άγνοια του Πρώτου Καλού και της αληθινής δόξας· αιτία αυτής και γενικά ρίζα όλων των κακών, είναι η ά­γνοια. Γιατί δεν γίνεται, εκείνος που εννόησε σωστά τη φύση των πραγμά­των, από που προήλθε το καθένα και που καταλήγει, κατόπιν να περιφρο­νήσει το σκοπό του και να στραφεί στα γήινα˙ γιατί η ψυχή δεν επιθυμεί ε­κείνο που φαινομενικά είναι καλό. Και αν τυραννείται από τη συνήθεια, μπορεί κάλλιστα να νικήσει και τη συνήθεια. Αλλά όταν ακόμη υπήρχε η συνήθεια, ξεγελιόταν από την άγνοια. Επομένως πρέπει να φροντίσει για το πρώτο-πρώτο αγαθό, και να αποκτήσει ορθή ιδέα περί των όντων, και ακο­λούθως να δώσει φτερά στη βούληση για να πετάξει προς το Πρώτο Αγα­θό, να καταφρονήσει όλα τα παρόντα και να πληροφορηθεί για τη μεγάλη ματαιότητα τους. Γιατί, τι μας βοηθούν στο σκοπό μας;

Και για να συνοψίσω, ένα μόνο είναι το έργο της λογικής ψυχής μέσα στο σώμα, να επιθυμεί τον τελικό της σκοπό. Και. επειδή η ενέργεια της βουλήσεως, χωρίς νόηση, είναι ακίνητη, γι' αυτό προσλαμβάνομε τη νοερή ενέργεια. Η νόηση είναι είτε για χάρη της βουλήσεως, είτε και για τον εαυτό της και για τη βούληση· πράγμα που φαίνεται πιο σωστό. Γιατί η μακα­ριότητα, της οποίας όχι μόνον πρόξενος, αλλά και τύπος είναι η εδώ ζωή του αγωνιστή, έχει και τις δύο ενέργειες, και τη νόηση και τη βούληση, δη­λαδή αγάπη και πνευματική ηδονή. Είτε λοιπόν και οι δύο ενέργειες, είτε η μία είναι η κυριότερη, ας φιλοσοφήσουν όσοι θέλουν. Προς το παρόν δεχό­μαστε και τις δύο ενέργειες. Και τη μία την ονομάζομε θεωρία, ενώ την άλ­λη, πράξη. Και είναι αδύνατο να συναντάται η μία χωρίς την άλλη, όταν μιλάμε για τις υψηλότατες αυτές ενέργειες. Σ’ εκείνες που είναι χαμηλότε­ρες και έρχονται ύστερα από αυτές, είναι ενδεχόμενο να συμβαίνει αυτό. Όσα εμποδίζουν τις ενέργειες αυτές ή οδηγούν στα αντίθετα, τα ονομάζομε κακίες. Όσα βοηθούν ή μας απαλλάσσουν από τα εμπόδια, τα ονομάζομε αρετές. Τις ενέργειες των αρετών τις ονομάζομε κατορθώματα. Τις ενέρ­γειες των κακιών τις ονομάζομε παραπτώματα και αμαρτήματα. Χαρακτη­ριστικό κάθε ενέργειας, είτε προς το χειρότερο, είτε προς το καλύτερο, είναι ο τελικός σκοπός προς τον οποίον αποβλέπει όποιος ενεργεί, και ο οποίος είναι ενέργεια σύνθετη από νόηση και βούληση.

__________________________
108. Ψαλμ. 33, 15.
109. Ματθ. 16, 24.
110. Λουκ. 15, 5.
111. Γεν. 3, 6.
112. Β' Βασ. 22, 12.
 

Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών
τόμος Β'  

(Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος) Εγωϊσμός – Ταπείνωση Η αυτοεκτίμηση που βλάπτει την ψυχή…

 

(Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος)

Εγωϊσμός – Ταπείνωση

Η αυτοεκτίμηση που βλάπτει την ψυχή…

Προσέχετε τον εαυτό σας. Η πρόοδος στην πνευματική ζωή διακρίνεται με την ολοένα και περισσότερη συναίσθησι της μηδαμινότητός μας. Ενώ όσο αυξάνει η εκτίμησις του εαυτού μας σε κάτι, τόσο βαδίζουμε στην καταστροφή. Ο εχθρός θα το εκμεταλλευθή αυτό. Θα πλησιάση και θα επιχειρήση να πετάξη κανένα πετραδάκι στον δρόμο μας για να σκοντάψουμε. Μια ψυχή που δίνει στον εαυτό της αξία, μοιάζει με τον κόρακα του Αισώπου που ακούγοντας τις κολακείες της αλεπούς για την «ωραία» του φωνή, άνοιξε το στόμα και του έπεσε το τυρί…».

«Πόσο χρήσιμο θα ‘ταν να βρισκόταν κάποιος να σας κατηγορή. Να χαίρεσθε, αν ποτέ συμβή αυτό. Είναι πολύ επικίνδυνο να σας επαινούν όλοι και κανείς να μην σας λέει την αλήθεια. Είναι νομίζετε δύσκολο να πλανηθή ή να σκοντάψη κανείς; Απέχετε πολύ από το να θεωρήτε τον εαυτό σας άγιο και άξιο να συμβουλεύη τους άλλους;».

«Στο Κίεβο ασκήτευε κάποτε κάποιος με πολλή νηστεία και μόνωσι. Τον πολέμησε όμως ο εγωισμός και άλλα πάθη. Πήγε λοιπόν και εξωμολογήθηκε τους λογισμούς του στον μακαριστό στάρετς Παρθένιο. Εκείνος του έδωσε χρήματα και τον έστειλε στην αγορά λέγοντας: «Αγόρασε κρέας και φάγε το μπροστά στους άλλους». Ο ασκητής ακολούθησε την συμβουλή του στάρετς και όλοι οι πειρασμοί του φύγανε. Να πώς οι Πατέρες πολεμούσαν την υπερηφάνεια.

Συχνά να ελέγχετε και σεις τον εαυτό σας στο σημείο αυτό. Γιατί δεν είναι μικρή συμφορά… Λένε ότι η υπερηφάνεια είναι κλέφτης που βρίσκεται μέσα στο σπίτι. Έρχεται συχνά σε συνεννόησι με τους εξωτερικούς κλέφτες, τους ανοίγει πόρτες και παράθυρα, κι εκείνοι μπαίνουν και αρπάζουν κάθε θησαυρό».

«Αγωνισθήτε, ενώ συναναστρέφεσθε με άλλους και φροντίζετε για τις βιοτικές υποθέσεις, συγχρόνως να σκέπτεσθε τον Θεό και να έχετε την συναίσθησι ότι βρίσκεται κοντά σας και σας κατευθύνει σύμφωνα με το άγιό Του θέλημα. Έτσι δεν θα διασπάσθε στην εσωτερική σας εργασία. Η διάσπασις είναι η πρώτη επιτυχία του διαβόλου.

Η δεύτερη επιτυχία του είναι η προσκόλλησις της καρδιάς σε κάτι το γήινο και η αιχμαλωσία των αισθημάτων και των σκέψεων σ’ αυτό. Αυτή είναι χειρότερη επιτυχία του εχθρού.

Προσπαθήστε ν’ αποδεσμεύεσθε από κάθε αιχμαλωσία της καρδιάς και από κάθε διάσπασι της εσωτερικής σας εργασίας. Ο τρόπος είναι ένας: Να μην απομακρύνεται η προσοχή από τον Κύριο και την συναίσθησι της παρουσίας Του.

Οι υπερβολές δεν οδηγούν ποτέ σε καλό. Το πρώτο βήμα για την υπερηφάνεια είναι η κενοδοξία, η πεποίθησις δηλαδή ότι είμαι κάτιΤο δεύτερο είναι η οίησις, η συναίσθησις δηλαδή του ότι όχι απλώς είμαι κάτι, αλλά κάτι σπουδαίο ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Από την κενοδοξία και την οίησι γεννιέται πλήθος υπερήφανων λογισμών, βδελυκτών στον Θεό. Η αυτογνωσία και η βίωσι της μηδαμινότητός μας μπορεί εδώ να βοηθήση. Συχνά ας φέρνουμε στην μνήμη μας σφάλματα του παρελθόντος και ας κατακρίνουμε τον εαυτό μας γι΄ αυτά».

«Τιμιώτατε πρωτοπρεσβύτερε. Σας ευχαριστώ πολύ για την πολύτιμη διδασκαλία σας. Απλή και βαθειά, σύντομη και ολοκληρωμένη, μεστή και απέριττη. Ας ευλογήση ο Κύριος τους ποιμαντικούς σας κόπους σ’ όλο το πλάτος τους. Σας δόθηκε η χάρις όχι μόνο να διδάσκετε, αλλά και να πράττετε. Ας σας ενισχύη ο Κύριος να υπηρετήτε καρποφόρα τους αδελφούς χριστιανούς.

Εσείς βρίσκεσθε σε δράσι. Για μένα ήλθε ο καιρός να παραδώσω τα όπλα. Εσείς είσθε ο ποιμένας ο καλός, εγώ ο αρχιποιμένας ο άχρηστος. Για τις αμαρτίες μου αδυνάτισα σωματικά και ακόμη περισσότερο πνευματικά. Πίσω μου τίποτε καλό δεν φαίνεται, μπροστά μου τίποτε αξιόλογο δεν ελπίζεται. Μένει μόνο: «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Είθε να ευδοκήση ο Κύριος, έστω κι αυτή η κραυγή να βγαίνη μέσ’ απ’ την καρδιά».

«Να καλλιεργήτε μέσα σας τον φόβο του Θεού και την ευλάβεια ενώπιον του απερίγραπτου μεγαλείου Του. Να έχετε καρδιά συντετριμμένη και τεταπεινωμένη. Να θεωρήτε όλους ανώτερούς σας. Ν’ αγαπάτε την σιωπή, την μόνωσι, την συνομιλία με τον Κύριο, που θα γίνη χειραγωγός και διδάσκαλός σας.

Τα άγια δάκρυα αποτελούν εκδήλωση θείου ελέους και ασφάλεια στην πνευματική ξηρασία και στην σκλήρυνσι των αισθημάτων. Μην τα περιφρονήτε και μην τα διώχνετε.

Τα αμαρτωλά δάκρυα προκαλούν οίησι, αγαπούν την επίδειξι και παρέρχονται σύντομα.

Όταν σας πλησιάζη η υπερηφάνεια διώξτε την και τοποθετήστε στην θέσι της το ταπεινό φρόνημα και την συντριβή».

«Δεν υπάρχει λόγος να επαναλαμβάνω ότι το απόρθητο φρούριό μας είναι η ταπείνωσις. Δύσκολα την αποκτά κανείς. Μπορεί να θεωρή ταπεινό τον εαυτό του και να μην έχη ίχνος απ’ αυτή. Ο σωστότερος ή ο μοναδικός δρόμος για την ταπείνωσι είναι η υπακοή και η απάρνησις του ιδίου θελήματος. Χωρίς αυτά είναι δυνατόν ν’ αναπτύξη κανείς εσωτερικά εωσφορικό εγωισμό, παρά την εξωτερική ταπεινή συμπεριφορά και τις ταπεινολογίες.

Σταθήτε λοιπόν και αναρωτηθήτε, αν έχετε υποκοή και απάρνησι του ιδίου θελήματος».

«Αγωνισθήτε ν’ αποκτήσετε ταπείνωσι. Η ταπείνωσις είναι ευωδία Χριστού και ένδυμα Χριστού. Για χάρι της όλα θα τα συγχωρήση ο ΘεόςΔεν θα εξετάση τις ελλείψεις που είχε ο αγώνας μας. Ενώ χωρίς ταπείνωσι καμιά άσκησι δεν μπορεί να μας βοηθήση.

Με το ταπεινό φρόνημα μπορεί ο άνθρωπος να σωθή. Χωρίς όμως αυτό το εισητήριο δεν θα του επιτρέψουν να μπη στον παράδεισο που είναι γεμάτος από ταπεινούς».

«Η ταπείνωσις πρέπει ν’ αποτελή το φόντο της ζωής σας, όπως και του καθενός που ζη ειλικρινά την εν Χριστώ ζωή».

«Αγωνισθήτε στον εαυτό σας με όλες σας τις δυνάμεις και ο Θεός θα σας βοηθήση. Έχετε σαν σκοπό ν’ αποκτήσετε «πνεύμα συντετριμμένον», «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην» (Ψαλμ. 50, 19). Όταν υπάρχουν αυτά, σημαίνει ότι βρίσκεσθε σε καλή κατάστασι. Τότε έχετε την σκέπη και την βοήθεια του Θεού. Τότε η προσήλωσις στον Θεό είναι σταθερή και η ενθύμησίς Του αδιάλειπτη».

«Προσπαθήστε να παλέψετε με το ευέξαπτο του χαρακτήρος σας. Το πάθος αυτό εκδηλώνεται όταν κάποιος ενεργήση αντίθετα με την δική σας θέλησι, επιθυμία ή εντολή. Όσο όμως ζη μέσα σας η υπερηφάνεια τίποτε δεν θα κατορθώσετε. Αυτή όλα τα κυβερνά. Αν μπορήτε πετάξτε την πέρα από την εξώπορτα του σπιτιού σας και απαγορέψτε της να ξαναπαρουσιασθή.

Να σκέπτεσθε την πανταχού παρουσία του Θεού, καθώς και την ώρα του θανάτου. Η μνήμη του Θεού και του θανάτου είναι οι καλύτεροι διδάσκαλοι για την θεραπεία των παθών».

«Είθε να σας διατηρήση ο Κύριος το χάρισμα των δακρύων για πάντα. Αυτά μαλακώνουν την καρδιά και χαρίζουν την κατάνυξι. Πρέπει όμως να τα κρύβετε. Διότι η υπερηφάνεια ολόγυρά τους περιφέρεται, όπως ο σκύλος γύρω από την τροφή».

(Από το βιβλίο: «Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ», Μετάφρασις από τα ρωσικά, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ)

από http://alopsis.gr/

Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος: Η σημασία της προσευχής στον αγώνα εναντίον των εμπαθών λογισμών



Η σημασία της προσευχής στον αγώνα εναντίον των εμπαθών λογισμών

Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος

Την περασμένη φορά σου περιέγραψα την όλη διαδικασία της μεταβάσεως από τον απλό λογισμό στην εμπαθή επιθυμία κι από εκεί στην εφάμαρτη πράξη. Όμως τα πράγματα δεν εξελίσσονται πάντα τόσο αργά όσο φάνηκε από την περιγραφή μου. Συχνά, αν όχι τις περισσότερες φορές, όλες οι φάσεις διαδέχονται η μία την άλλη αστραπιαία. Έτσι, πριν καλά-καλά προλάβει να εμφανιστεί ο λογισμός, τελείται η πράξη. Αυτό συμβαίνει κατεξοχήν στην περίπτωση του προφορικού λόγου. Δεν μπορείς, αλλά και δεν χρειάζεται ν’ αναλύεις όλα αυτά τα απρόβλεπτα και αλλεπάλληλα περιστατικά. Κάνε μόνο τούτο: Όταν αντιλαμβάνεσαι μιαν εμπαθή κίνηση, να στρέφεσαι αμέσως εναντίον της με όπλο το θυμό. Πώς θ’ αντιδράσεις, αν ένας κακοποιός σου επιτεθεί και σε χτυπήσει; Θα του ανταποδώσεις το χτύπημα μ’ όλη σου τη δύναμη. Με τον ίδιο τρόπο ν’ αντιδράς, όταν σου επιτίθεται ένας κακός λογισμός: Να τον χτυπάς με θυμό. Βέβαια, όπως ο κακοποιός δεν το βάζει πάντα στα πόδια μόλις τον χτυπήσεις, έτσι και ο λογισμός δεν φεύγει πάντα μόλις θυμώσεις. Κι αυτό γιατί στον πόλεμο των λογισμών εμπλέκονται συχνά και οι δαίμονες, που, όπως ξέρεις, είναι πείσμονες και ανυποχώρητοι. Όσο κι αν θυμώνεις μαζί τους, δεν κάνουν πίσω. Χρειάζεται, λοιπόν, πέρα από το θυμό, να χρησιμοποιήσεις κι ένα άλλο όπλο εναντίον τους. Ποιο είν’ αυτό;

Για πες μου, τί κάνει το θύμα της επιθέσεως ενός κακοποιού, αν δεν κατορθώσει να τον τρέψει σε φυγή με χτυπήματα; Καλεί σε βοήθεια. Τότε τα όργανα της τάξεως ανταποκρίνονται στο κάλεσμά του, τρέχουν και τον σώζουν. Αυτό πρέπει να γίνεται και στον πόλεμο με τα πάθη. Θα θυμώνεις εναντίον τους, αλλά και θα ζητάς τη θεία βοήθεια: «Κύριε, βοήθησέ με! Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, σώσε με!». «Θεέ μου, άκουσέ με και στείλε μου την βοήθειά σου! Κύριε, μην αργήσεις να με βοηθήσεις!» (Ψαλμ. 69:2).

Όταν προσφεύγεις στον Κύριο, μην κοιτάς τι γίνεται μέσα σου. Κράτα την προσοχή σου προσηλωμένη σ’ Εκείνον και ικέτευέ Τον για βοήθεια. Με τ’ όνομά Του μαστίγωνε τον εχθρό, όπως λέει ένας άγιος (όσιος Ιωάννης ο Σιναϊτης, Κλίμαξ , Κ΄, στ΄). Γιατί, όπως λέει ο ψαλμωδός, «ο Κύριος είναι κοντά σ’ όλους όσους τον επικαλούνται με ειλικρίνεια. Τα αιτήματα των πιστών Του τα εκπληρώνει. Ακούει τη δέησή τους και τους σώζει» (Ψαλμ. 144: 18-19). Ο Ίδιος υπόσχεται σ’ όποιον Τον επικαλείται με ελπίδα την ώρα της ανάγκης του: «Θα τον σώσω, επειδή ελπίζει σ’ εμένα. Θα τον προστατέψω, επειδή γνωρίζει ποιος είμαι. Θα μου κραυγάσει, και θα του αποκριθώ. Μαζί Του είμαι στη θλίψη του. Θα τον λυτρώσω και θα τον δοξάσω» (Ψαλμ. 90: 14-14). Με το θυμό, λοιπόν, και με την προσευχή θ’ αντιμετωπίζεις πάντοτε αποτελεσματικά τα πάθη που σε πολεμούν.

Μπορείς, πέρα απ’ αυτά, να κάνεις και κάτι άλλο, που μας συστήνουν οι άγιοι πατέρες: Μόλις αντιλαμβάνεσαι την κίνηση κάποιου πάθους στην ψυχή σου, ν’ αποκαλύπτεις – ή μάλλον να υπενθυμίζεις- στον εαυτό σου την αισχρότητά του. Αν σε προσβάλει, π.χ. ένας λογισμός υπερηφάνειας, άρχισε να λες μέσα σου: “Η υπερηφάνεια είναι βδελυκτή. Δεν ντρέπεσαι, ενώ είσαι χώμα και στάχτη, και φουσκώνεις από έπαρση; Συλλογίσου τις αμαρτίες σου…” και άλλα παρόμοια. Θα εξουδετερώνεις, δηλαδή, τον λογισμό με την επινόηση σκέψεων που καταστέλλουν την υπερηφάνεια. Πολλές φορές, πάντως, η μέθοδος αυτή η αντιρρητική, όπως λέγεται, αποδεικνύεται αναποτελεσματική. Ακόμα και όταν ο κατανοούμε την αισχρότητα του εμπαθούς λογισμού, τον διατηρούμε στο νου μας τόσο, όσο του χρειάζεται για να μολύνει την ψυχή μας, ξεσηκώνοντας το συναίσθημα και ξυπνώντας την επιθυμία. Πιο αποτελεσματική είναι η μέθοδος της άμεσης προσφυγής στη βοήθεια του Θεού. Όταν δεν εμπλεκόμαστε σε φραστικό πόλεμο με το πάθος, αλλά επικαλούμαστε τον Κύριο με φόβο, ευλάβεια, ελπίδα και πίστη, ο λογισμός φεύγει από το νου. Σε νου, βλέπεις, προσηλωμένο στον Κύριο, εμπαθής λογισμός δεν μπορεί να σταθεί. Αν, μάλιστα, αυτός έχει υποβληθεί από τον νοητό εχθρό, μόνο με την επίκληση και τη δύναμη του Θεού μπορείς να τον αποδιώξεις. Γιατί κανένας άνθρωπος δεν είναι πιο δυνατός από τους δαίμονες.

Χαρακτηριστική και διδακτική είναι η ακόλουθη ιστορία: Κάποιος γέροντας ησύχαζε στην έρημο. Μια μέρα του επιτέθηκαν οι δαίμονες. Τον άρπαξαν και άρχισαν να τον σέρνουν βίαια, πασχίζοντας να τον βγάλουν από το κελλί του και να τον απομακρύνουν από την έρημο. Ο ασκητής αντιστεκόταν μ’ όλη του τη δύναμη, αλλά μάταια. Σε λίγο τον είχαν τραβήξει ως την πόρτα. Λίγο ακόμα και θα τον έβγαζαν έξω. Τότε εκείνος, μπροστά στον έσχατο κίνδυνο, κραύγασε ικετευτικά: “Κύριε, Ιησού Χριστέ, γιατί με εγκατέλειψες; Βοήθησέ με !”. Αμέσως ο Κύριος εμφανίστηκε και έτρεψε σε φυγή τους δαίμονες. Ύστερα γύρισε στον γέροντα και είπε: “Δεν σε εγκατέλειψα, αλλά, επειδή προσπαθούσες να τα βγάλεις πέρα με τους δαίμονες μόνος σου, χωρίς να με επικαλεστείς, γι’ αυτό δεν ήρθα να σε βοηθήσω. Ζήτα τη βοήθειά μου, και παντοτινά θα την έχεις!”.

Το παραπάνω περιστατικό ήταν ένα μάθημα για τον ασκητή, όπως είναι και για όλους μας. Αντί να λογομαχείς, λοιπόν με τους εμπαθείς λογισμούς, καλύτερα είναι να καταφεύγεις στον Κύριο με την προσευχή. Μ’ αυτόν τον τρόπο ενεργούν όλοι όσοι αγωνίζονται με φρόνηση εναντίον των παθών. Ο αββάς Ιωάννης ο Κολοβός έλεγε: «Μοιάζω με τον άνθρωπο που κάθεται κάτω από ένα μεγάλο δέντρο και βλέπει να έρχονται προς το μέρος του πολλά θηρία και φίδια. Και όταν δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει, σκαρφαλώνει γρήγορα στο δέντρο και γλυτώνει. Έτσι κι εγώ. Κάθομαι στο κελλί μου και βλέπω τους εμπαθείς λογισμούς να μου επιτίθενται. Και όταν δεν μπορώ να τα βάλω μαζί τους, καταφεύγω στον Θεό με την προσευχή και γλυτώνω από τον εχθρό» (Αποφθέγματα Πατέρων Ιωάννης ο Κολοβός , ιβ΄).

Σου έγραψα παλαιότερα, όπως θα θυμάσαι, να προσεύχεσαι με τον νου στην καρδιά. Τι σημαίνει αυτό; Ότι πρέπει να συμμαζέψεις το νου σου από τη διάχυσή του στον περιβάλλοντα κόσμο, διάχυση που συντελείται με τις αισθήσεις, να τον κατεβάσεις στην καρδιά, και από εκεί να τον ανεβάσεις με την προσευχή στον Θεό. Αν ο νους μας, παραμένοντας στην καρδιά, ήταν ακατάπαυστα προσηλωμένος στον Κύριο με φόβο, ευλάβεια και πίστη, ποτέ δεν θα κινδυνεύαμε όταν από εμπαθείς λογισμούς, συναισθήματα και επιθυμίες. Δυστυχώς, όμως, ο νους μας αποσπάται από τον Κύριο, βγαίνει από την καρδιά και μέσω των αισθήσεων περιπλανιέται πέρα-δώθε. Εισβάλλουν τότε οι εμπαθείς λογισμοί, που ξυπνούν τα αντίστοιχα συναισθήματα και τις αμαρτωλές επιθυμίες. Να ο πόλεμος! Ποιός μας φταίει; Ο εαυτός μας, κανένας άλλος. Αν δεν αφήναμε το νου να ξεφύγει και να περιπλανηθεί, θ’ αποφεύγαμε τον πόλεμο. Αλλά ό,τι έγινε, έγινε. Έστω και όψιμα, ας καταφύγουμε γι’ άλλη μια φορά στον Κύριο και ας Τον καλέσουμε σε βοήθεια.

Και η ακόλουθη διδακτική παραβολή ανήκει στον αββά Ιωάννη τον Κολοβό (ο.π., ιστ΄):

Σε κάποια πόλη ζούσε μια όμορφη πόρνη, που είχε πολλούς φίλους. Πηγαίνει, λοιπόν, σ’ αυτήν ένας άρχοντας και της λέει: “Δώσ’ μου το λόγο σου ότι θ’ αφήσεις την αμαρτωλή ζωή, και σε παίρνω γυναίκα μου”, Εκείνη συμφώνησε, και ο άρχοντας την πήρε στο σπίτι του. Οι φίλοι της άρχισαν να την αναζητούν. Όταν έμαθαν πού ήταν, είπαν μεταξύ τους: “Πρέπει να την ξαναφέρουμε κοντά μας. Αν όμως, εμφανιστούμε στο σπίτι, ο άρχοντας θα μας δει και θα μας κάνει κακό. Ας πάμε, λοιπόν, πίσω από το σπίτι και ας της σφυρίξουμε συνθηματικά. Αυτή θα καταλάβει πως είμαστε εμείς και θα κατέβει. Έτσι κανείς δεν θα μπορεί να μας κατηγορήσει”. Πραγματικά, η γυναίκα άκουσε το σφύριγμα και κατάλαβε ποιοι ήταν. Αμέσως, όμως, βούλωσε τ’ αυτιά της και όρμησε στον εσωτερικό κοιτώνα, κλείνοντας πίσω της τις πόρτες. Η πόρνη συμβολίζει την ψυχή. Οι φίλοι της είναι τα πάθη και οι άνθρωποι. Ο άρχοντας είναι ο Χριστός. Ο εσωτερικός κοιτώνας είναι η αιώνια κατοικία της ψυχής. Αυτοί που σφυρίζουν στην ψυχή είναι οι πονηροί δαίμονες. Και τα σφυρίγματα είναι οι παρορμήσεις των εμπαθών λογισμών, συναισθημάτων και επιθυμιών. Μα η ψυχή τους ξεφεύγει, καταφεύγοντας πάντα στον Κύριο».

Να θυμάσαι αυτή την ιστορία και να ενεργείς σύμφωνα μ’ όσα αλληγορικά σε διδάσκει. Θα δεις πόσο γρήγορα θ’ αποκαθίσταται έτσι μέσα σου η ειρήνη, όταν διαταράσσεται από την εμφάνιση των παθών. Η χάρη του Θεού να είναι μαζί σου!

 

(«Από το βιβλίο: «ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ, Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ γράμματα σε μια ψυχή», ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΙΙΚΗΣ)

Αναδημοσίευση από:
http://alopsis.gr/η-σημασία-της-προσευχής-στον-αγώνα-ενα/

Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ -Διδαχή την Κυριακή του Αντίπασχα για τον Χριστιανισμό


Διδαχή την Κυριακή του Αντίπασχα για τον Χριστιανισμό
 

(Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ)

«Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιω. 20, 29)

«ΜΑΚΑΡΙΟΙ είναι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να μ’ έχουν δει». Αυτά τα λόγια είπε ο Κύριος στον πιστό μαθητή Του, που αρνήθηκε να πιστέψει στην ανάστασή Του, όταν οι αδελφοί του, οι απόστολοι, του τη γνωστοποίησαν. Αυτά τα Λόγια είπε ο Κύριος στον μαθητή Του, που είχε δηλώσει ότι δεν θα πίστευε στην ανάστασή Του, ώσπου να βεβαιωνόταν με τις αισθήσεις του γι’ αυτό το τόσο θαυμαστό και τόσο σημαντικό για ολόκληρη την ανθρωπότητα γεγονός. «Είδαμε τον Κύριο με τα μάτια μας!» (Ιω. 20, 25), έλεγαν με χαρά στον άγιο Θωμά οι άλλοι απόστολοι, στους οποίους εμφανίστηκε ο Κύριος την ημέρα της αναστάσεώς Του, όταν βράδιασε. Οι μαθητές ήταν συγκεντρωμένοι σ’ ένα σπίτι με κλειδωμένες τις πόρτες, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους, που μόλις είχαν διαπράξει τη θεοκτονία κι έπαιρναν ήδη μέτρα εναντίον της προαναγγελμένης αναστάσεως του Ιησού (Βλ. Ιω. 20, 19). Ο Κύριος είχε μπει στο σπίτι χωρίς ν’ ανοίξει τις πόρτες.

Ο Θωμάς, λοιπόν, αποκρίθηκε στους αδελφούς του με αμηχανία: «Αν δεν δω στα χέρια Του τα σημάδια από τα καρφιά, κι αν δεν βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδια από τα καρφιά, κι αν δεν βάλω το χέρι μου στη λογχισμένη πλευρά Του, δεν θα πιστέψω» (Ιω. 20, 25). Με τα λόγια αυτά δεν εκφράστηκε απιστία, που είναι εναντίωση στον Θεό. Με τα λόγια αυτά εκφράστηκε μια άφατη χαρά. Με τα λόγια αυτά εκφράστηκε η απορία μιας ψυχής μπροστά στο μεγαλείο ενός γεγονότος που υπερβαίνει την ανθρώπινη νόηση, ενός γεγονότος που άλλαξε την κατάσταση της ανθρωπότητας.

Ο πανάγαθος Κύριος δεν άργησε να δώσει στον μαθητή Του την επιβεβαίωση που τόσο ποθούσε. Μία εβδομάδα μετά την πρώτη εμφάνισή Του στους αποστόλους, εμφανίστηκε πάλι σ’ αυτούς εκεί που ήταν συγκεντρωμένοι. Μαζί τους βρισκόταν τώρα κι ο Θωμάς. Ξαφνικά, λοιπόν, μολονότι οι πόρτες ήταν κι αυτή τη φορά κλειδωμένες, είδαν τον Κύριο να παρουσιάζεται και να στέκεται ανάμεσά τους. «Ειρήνη σ’ εσάς» (Ιω. 20, 26), τους είπε. Έπειτα γυρίζει στον Θωμά και του λέει: «Φέρε το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου. Φέρε και το χέρι σου και βάλ’ το στην πλευρά μου. Μην αμφιβάλλεις· πίστεψε!» (Ιω. 20, 27). Έτσι ο Κύριος έδειξε ότι, ως «πανταχού παρών», βρισκόταν εκεί, ανάμεσα στους μαθητές Του, και τότε που ο Θωμάς, θεωρώντας Τον απόντα, είχε αμφισβητήσει την ανάστασή Του. Ο Θωμάς ήθελε να βεβαιωθεί για την ανάσταση του Χριστού. Αλλά τώρα, παίρνοντας μιαν ασύγκριτα ανώτερη διαβεβαίωση, δεν χρειάζεται την επιβεβαίωση της αναστάσεως. «Είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου!» (Ιω. 20, 28), αναφωνεί. Σαν να έλεγε: “Αφού βεβαιώθηκα για τη θεότητά Σου, δεν ζητώ να διαπιστώσω την ανάστασή Σου. Σ’ Εσένα, τον παντοδύναμο Θεό, είναι όλα δυνατά, ακόμα κι εκείνα που υπερβαίνουν την ανθρώπινη αντίληψη”.

Απαντώντας στην ομολογία του αποστόλου, ο Κύριος μακάρισε εκείνους που πιστεύουν χωρίς να Τον έχουν δει. Μακάρισε κι εμάς ο Κύριος μαζί μ’ όλους όσοι δεν Τον είδαν με τα σωματικά τους μάτια. Μακάρισε κι εμάς, που βρισκόμαστε τόσο μακριά Του χρονικά και τοπικά. Μας μακάρισε τότε που στεκόταν ανάμεσα στους άγιους αποστόλους Του με την ανθρώπινη φύση που την είχε προσλάβει, την είχε προσφέρει θυσία για την ανθρωπότητα και, τελικά, την είχε δοξάσει, ανασταίνοντάς την. Δεν ξέχασε ο Κύριος κι εμάς, όσους βρισκόμαστε εδώ, στον Ιερό ναό Του, αναπολώντας το γεγονός, από το οποίο μας χωρίζουν δεκαοκτώ αιώνες. Μακάριοι κι εμείς, που δεν Τον είδαμε, αλλά πιστεύουμε σ’ Αυτόν. Μακάριοι όσοι από μας πιστεύουν σ’ Αυτόν.

Η ουσία βρίσκεται στην πίστη. Αυτή φέρνει τον άνθρωπο κοντά στον Θεό και τον κάνει παιδί του Θεού. Αυτή θα παρουσιάσει τον άνθρωπο στον Θεό. Αυτή, την τελευταία ημέρα της ζωής του πρόσκαιρου τούτου κόσμου και κατά την απαρχή της αιώνιας ημέρας, θα βάλει τον άνθρωπο στα δεξιά του θρόνου του Θεού, για ν’ ατενίζει αιώνια τον Θεό, για να ευφραίνεται αιώνια με τον Θεό, για να βασιλεύει αιώνια μαζί με τον Θεό.

«Μακάριοι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να μ’ έχουν δει». Μ’ αυτά τα λόγια ο Κύριος συνένωσε τους πιστούς όλης της γης και όλων των εποχών με τους αποστόλους. Το ίδιο είχε κάνει, όταν προσευχήθηκε στον Πατέρα Του, λίγο πριν οδηγηθεί στα παθήματα και τον θάνατο για τη σωτηρία μας. «Δεν προσεύχομαι μόνο γι’ αυτούς (δηλαδή τους αποστόλους)», είχε πει τότε, «αλλά και για εκείνους που με το κήρυγμα αυτών θα πιστεύουν σ’ εμένα» (Ιω. 17,20). Έτσι κι εδώ, λοιπόν, κάνει μετόχους του μακαρισμού των αποστόλων όλους τους πιστούς, όλα τα μέλη της Εκκλησίας. «Μακάρια είναι τα μάτια σας», είχε πει στους μαθητές Του σε μιαν άλλη περίσταση, «γιατί βλέπουν, και τ’ αυτιά σας γιατί ακούνε! Σας βεβαιώνω ότι πολλοί προφήτες και δίκαιοι» της Παλαιάς Διαθήκης «επιθύμησαν να δουν και ν’ ακούσουν αυτά που βλέπετε και ακούτε εσείς, αλλά δεν τα είδαν και δεν τα άκουσαν» (Ματθ. 13, 16-17).

Οι μακάριοι αυτόπτες και υπηρέτες του Λόγου μας παρέδωσαν με ακρίβεια ό,τι είδαν και άκουσαν (Βλ. Λουκ. 1,3, Α’ Ιω. 1, 1-3), όταν, όπως λέει ένας απ’ αυτούς, «ο Λόγος έγινε άνθρωπος, κι έστησε τη σκηνή Του ανάμεσά μας, και είδαμε τη θεϊκή Του δόξα, τη δόξα που ο μονογενής (Υιός) έχει από τον Πατέρα, και ήρθε γεμάτος θεία χάρη και αλήθεια για μας» (Ιω. 1, 14). Η σαφής αφήγηση των αποστόλων μας κάνει νοερούς θεατές των γεγονότων, των οποίων εκείνοι υπήρξαν αυτόπτες.

Μέσω των Μυστηρίων της Εκκλησίας βρισκόμαστε σε διαρκή κοινωνία με τον Κύριο. Η ζωντανή πίστη κάνει τον Θεό, που είναι αόρατος με τα μάτια του σώματος, ορατό με το μάτι της ψυχής, τον νου (Πρβλ. Εβρ. 11, 27). Μυστικά μας αποκαλύπτει τον Κύριο η ζωή η σύμφωνη με τις εντολές ΤουΌταν οι “μαθητές” του Κυρίου, δηλαδή οι ιδέες που έχει προσλάβει ο νους από το Ευαγγέλιο, συγκεντρωθούν στο “υπερώο”, δηλαδή στην καρδιά και κλειδώσουν τις πόρτες της για να μην εισχωρήσουν εκεί οι “Ιουδαίοι”, δηλαδή οι λογισμοί που εναντιώνονται στον Κύριο και την πανάγια διδασκαλία Του, τότε Εκείνος εμφανίζεται πνευματικά εκεί, στον εσωτερικό άνθρωπο.

Εφόσον εξομοιωνόμαστε με τους αγίους αποστόλους, τολμούμε να ισχυριστούμε πως είμαστε πιο μακάριοι από τους δικαίους της Παλαιάς ΔιαθήκηςΕκείνοι πίστευαν σε Λυτρωτή που θα ερχόταν εμείς πιστεύουμε στον Λυτρωτή που ήρθε και πραγματοποίησε τη λύτρωση. Σ’ εκείνους είχε δοθεί η υπόσχεση των δωρεών της χάριτος· σ’ εμάς έχουν δοθεί άφθονες οι ίδιες οι δωρεές, από τις οποίες ωφελούμαστε ανάλογα με την προαίρεσή μας. Ο Δωρητής είναι απείρως πλούσιος και απείρως ελεήμων. Αν αισθανόμαστε έλλειψη των δωρεών Του, υπαίτιοι γι’ αυτό είμαστε εμείς, μόνο εμείς. Δεν τις αισθανόμαστε, επειδή έχουμε αδύναμη πίστη, ή μάλλον -θα το πω απροκάλυπτα— επειδή δεν έχουμε πίστη.

Γιατί δεν έχουμε πίστη; Επειδή δεν καταβάλαμε, δεν θελήσαμε να καταβάλουμε κανέναν κόπο για να διδαχθούμε τον Χριστιανισμό, ώστε ν’ αποκτήσουμε την πίστη από την ακρόαση του κηρύγματος (Βλ. Ρωμ. 10, 17) και την πίστη από την εκτέλεση των έργων της αρετής (Βλ. Ιω. 2, 18). Η πίστη από την ακρόαση του κηρύγματος παρέχει τη θεωρητική γνώση του Χριστιανισμού, ενώ η πίστη από τα έργα παρέχει την πρακτική γνώση του ΧριστιανισμούΟ χριστιανός που επιθυμεί με ειλικρίνεια να γνωρίσει βαθύτερα τον Θεό, οδηγείται απ’ αυτές τις δύο γνώσεις, οδηγείται από τον ίδιο τον Θεό, στη μυστική και ουσιαστική γνώση, την πνευματική. Η πνευματική γνώση είναι πάντα συνυφασμένη με τη ζωή της πίστεως. «Εκείνος που κατέχει τις εντολές μου και τις εκτελεί», είπε ο Κύριος, «αυτός με αγαπά· κι αυτός που με αγαπά, θ’ αγαπηθεί από τον Πατέρα μου, κι εγώ θα τον αγαπήσω και θα του φανερώσω τον εαυτό μου» (Ιω. 14, 21).

Τον Χριστιανισμό μπορούμε να τον παρομοιάσουμε μ’ ένα θαυμάσιο και μεγάλο λιμάνι, στο οποίο μπορούν ελεύθερα να πιάσουν πλοία όλων των τύπων και όλων των μεγεθών. Σ’ αυτό το λιμάνι βρίσκουν καταφύγιο και μια ταπεινή ψαρόβαρκα κι ένα τεράστιο φορτηγό πλοίο γεμάτο εμπορεύματα κι ένα γιγάντιο θωρηκτό οπλισμένο με πολυάριθμα μέσα καταστροφής και μια πολυτελής βασιλική θαλαμηγός προορισμένη για ταξίδια αναψυχής. Ο Χριστιανισμός δέχεται τον άνθρωπο σε οποιαδήποτε ηλικία και σε οποιαδήποτε κατάσταση, με οποιαδήποτε μόρφωση και με οποιεσδήποτε ικανότητες· τον δέχεται και τον σώζει. «Αν ομολογήσεις με το στόμα σου πως ο Ιησούς είναι ο Κύριος και πιστέψεις με την καρδιά σου…, θα βρεις τη σωτηρία. Πραγματικά, όποιος πιστεύει με την καρδιά του, οδηγείται στη δικαίωση, και όποιος ομολογεί με το στόμα, οδηγείται στη σωτηρία» (Ρωμ. 10, 9-10). Όποιος δεχθεί τον Χριστιανισμό και ενταχθεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία —γιατί μόνο σ’ αυτήν διαφυλάσσεται ο αληθινός Χριστιανισμός—, θα σωθεί.

Σε κάθε εξαγορά εκείνο που έχει σημασία είναι το τίμημά της. Το τίμημα, με το οποίο όλοι οι άνθρωποι λυτρώνονται από την αμαρτία, είναι ο Χριστός. Αυτό το τίμημα καταβάλλεται χωρίς διακρίσεις και χωρίς μεροληψίες για όλους όσοι θέλουν να λυτρωθούν, για όλους όσοι πιστεύουν στην αξία της λυτρώσεως και την ομολογούν. Η ομολογία της αξίας της λυτρώσεως είναι συγχρόνως απόρριψη κάθε δικής μας αξίας. Το τίμημα της λυτρώσεως καταβάλλεται με την προϋπόθεση της αυταπαρνήσεως.

Ένας απλοϊκός άνθρωπος, που δεν έχει καμιά κοσμική παιδεία, σώζεται διά του Χριστιανισμού όπως ένας μορφωμένος και σοφός. Ο Χριστιανισμός, ως δωρεά του υπερτέλειου Θεού, τους ικανοποιεί όλους πλήρως. Ο απλοϊκός και απαίδευτος άνθρωπος που θα πιστέψει με ειλικρίνεια, αναπληρώνει με τον τρόπο αυτόν την απαιδευσία του, ενώ ο σοφός που θα έρθει στον Χριστιανισμό χωρίς έπαρση και νομικιστικό πνεύμα, θα βρει σ’ αυτόν απύθμενο βάθος και άφθαρτο ύψος σοφίας.

Στον Χριστιανισμό υπάρχουν η αληθινή θεολογία και η γνήσια ψυχολογία. Μόνο ο χριστιανός μπορεί ν’ αποκτήσει την ορθή γνώση για τον άνθρωπο, για τα αγαθά και τα πονηρά πνεύματα, για τον αόρατο στα σωματικά μάτια κόσμο. Με τον φωτισμό που παρέχει ο Χριστιανισμός, ο άνθρωπος κατανοεί τη θέση του Θεού για την κοσμική σοφία: «Ό,τι ο κόσμος αυτός θεωρεί σοφία, είναι μωρία στα μάτια του Θεού… Ξέρει ο Κύριος πως οι σκέψεις των σοφών τίποτα δεν αξίζουν» (Α’ Κορ. 3, 19-20). Αυτές οι σκέψεις, που αναφέρονται μόνο στα πρόσκαιρα και μάταια, οδηγούν στην κενοδοξία και την υπερηφάνεια, στην αυταπάτη και την πλάνη, στην απορρόφηση από τις εγκόσμιες μέριμνες, στην αμαρτωλή ζωή, στη λήθη και την άρνηση του Θεού και της αιωνιότητας. Όταν ο νους του ανθρώπου που δεν έχει καταυγαστεί από το φως του Χριστού, αποτολμά ν’ ασχοληθεί με την εξέταση πνευματικών θεμάτων, τότε πλανιέται σαν σε απέραντη και σκοτεινή έρημο. Έτσι, αποκομίζει, αντί για αληθινές γνώσεις, τις οποίες δεν έχει καμιά δυνατότητα ν’ αποκτήσει, ιδεολογήματα και φαντασιοκοπήματα. Αυτά τα ντύνει μ’ έναν πολύπλοκο και δυσνόητο λόγο, με τον οποίο ξεγελά και τον εαυτό του και τους άλλους, αναγνωρίζοντας σοφία εκεί όπου, ούτε λίγο ούτε πολύ, πρέπει ν’ αναγνωρίσει κανείς παράνοια.

Περίεργη είναι η τυφλότητα και ακατανόητη η σκληρότητα των συγχρόνων του Χριστού, οι οποίοι, μολονότι άκουγαν την πανάγια διδασκαλία Του και έβλεπαν τα εκπληκτικά θαύματά Του, δεν πίστευαν σ’ Αυτόν. Επτά αιώνες πριν, ανεβασμένος, θαρρείς, στην κορυφή ενός μακρινού βουνού και κατάπληκτος από τη θέα της ανθρώπινης αναισθησίας, ο προφήτης Ησαΐας κραύγαζε στο πολυάριθμο πλήθος των ζωντανών νεκρών: «Θ’ ακούσετε με τ’ αυτιά, μα δεν θα καταλάβετε· θα δείτε με τα μάτια, μα δεν θ’ αντιληφθείτε» (Ησ.6, 9).

Το ίδιο περίεργη είναι και η σημερινή απιστία πολλών ανθρώπων στον Χριστιανισμό, που λάμπει με τις ακτίνες της ολοκάθαρης αλήθειας του. Αλλά η Γραφή αιτιολογεί την απιστία τους: «Γιατί έγινε αναίσθητη η καρδιά αυτού του λαού» (Ησ. 6, 10), έγινε σκληρή από τη σαρκική ζωή, έγινε τυφλή και κουφή, έγινε νεκρή για καθετί το πνευματικό, το αιώνιο, το θείο.

Η ορθή σπουδή του Χριστιανισμού δείχνει με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα την αλήθεια του. Η ορθή σπουδή του Χριστιανισμού εδραιώνει στην ψυχή την πεποίθηση για την ύπαρξη όλων των αοράτων που κηρύσσονται απ’ αυτόν, πεποίθηση πολύ ισχυρότερη από τη γνώση της υπάρξεως των ορατών, που παρέχεται από τις αισθήσεις. Η αξιοπιστία και η δύναμη αυτής της πεποιθήσεως αποδεικνύονται από το ότι εκατομμύρια άνθρωποι άφησαν τα ορατά για ν’ αποκτήσουν τα αόρατα, περιφρονώντας τα βασανιστήρια, με τα οποία η άλογη κακότητα προσπαθούσε να τους κερδίσει, και επισφραγίζοντας την πίστη τους με το αίμα του μαρτυρίου.

Ακόμα και μια επιφανειακή ματιά στην εμφάνιση, τη στερέωση και την εξάπλωση του Χριστιανισμού μας προκαλεί έκπληξη, αλλά και μας πείθει ότι αυτός δεν προέρχεται από ανθρώπους· προέρχεται από τον Θεό. Ο Κύριος, προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, ευδόκησε να φανερωθεί στη γη όχι ένδοξος, λαμπρός και μεγαλειώδης, αλλά άδοξος, ασήμαντος και ταπεινός. Ως άνθρωπος προερχόταν από βασιλική γενιά (βλ. Ματθ. 1, 1-17. Αποκ. 22, 16). Αλλά η γενιά αυτή είχε από καιρό ξεπέσει. Χάνοντας τον βασιλικό θρόνο και την ηγεμονική αξία, είχε μετοικήσει από τα μεγαλόπρεπα ανάκτορα σε φτωχικές καλύβες και είχε εξομοιωθεί με τους απλούς ανθρώπους του λαού, που κέρδιζαν το ψωμί τους με τον κόπο των χεριών τους. Μην έχοντας πάρει τίποτε από την ανθρώπινη δόξα και δύναμη, ο Θεάνθρωπος δεν πήρε τίποτε και από την ανθρώπινη σοφία. Δεν είχε σπουδάσει (Βλ. Ιω. 7, 15). Όταν άρχισε να κηρύσσει, σε ηλικία τριάντα χρονών, διάλεξε δώδεκα μαθητές από την τάξη στην οποία ανήκε και ο Ίδιος (Βλ. Μαρκ. 3, 13-19). Οι μαθητές, με τα κριτήρια της πεσμένης φύσεως, ήταν επίσης «αγράμματοι και απλοϊκοί» (Πράξ. 4, 13). Τέτοια, λοιπόν, ήταν τα πρόσωπα που θα γίνονταν οι θεμελιωτές του Χριστιανισμού.

Τι παραγγέλλει και τι προαναγγέλλει αυτός ο άσημος Διδάσκαλος σ’ αυτούς τους άσημους μαθητές Του; Τους παραγγέλνει να Τον αναγνωρίσουν ως τον ενανθρωπήσαντα Θεό, να το κηρύξουν αυτό σ’ όλον τον κόσμο και να οδηγήσουν όλη την ανθρωπότητα στην υπηρεσία και την προσκύνησή Του, καταλύοντας τις άλλες θρησκείες. Τους παραγγέλλει ν’ απαρνηθούν τις επίγειες απολαύσεις, ν’ απαρνηθούν τον ίδιο τους τον εαυτό για την πίστη σ’ Αυτόν και την ένωση μ’ Αυτόν. Προαναγγέλλει ότι ο Ίδιος θα καταδικαστεί στον ατιμωτικό σταυρικό θάνατο των κακούργων και τότε θα τους ελκύσει όλους κοντά Του. Τους προειδοποιεί ότι θα μισηθούν, θα καταδιωχθούν, θα θανατωθούν, αλλά και ότι με τη διδαχή τους θα σαγηνεύσουν την ανθρωπότητα. Σταλμένοι «σαν πρόβατα ανάμεσα στους λύκους» (Ματθ. 10, 16), αυτοί, τα πρόβατα, θα καταβάλουν τους λύκους, τους ισχυρούς και τους σοφούς της γης.

Σύμφωνα με τη λογική του κόσμου, ο Χριστιανισμός δεν μπορούσε να επιβιώσει. Η πρόθεση του Θεμελιωτή του ήταν ένα ουτοπικό όνειρο της φαντασίας και της φιλοδοξίας Του. Τα μέσα για την πραγματοποίησή του ήταν ασήμαντα, παράδοξα, αστεία. Το όλο εγχείρημα φαινόταν εξαρχής παράλογο, επιπόλαιο, καταδικασμένο σε αποτυχία. Τρία μόνο χρόνια δίδαξε ο Διδάσκαλος τους μαθητές Του. Δεν φρόντισε ούτε λίγα γράμματα να τους μάθει, ώστε να διαβάζουν τουλάχιστον τη Γραφή, ούτε τη συντήρησή τους να εξασφαλίσει. Απεναντίας, μάλιστα, τους έδωσε την εντολή της ακτημοσύνης (Βλ. Ματθ. 10, 9-10) και τους υποσχέθηκε πως η θεία πρόνοια θα τους έδινε όλα όσα χρειάζονταν για την πρόσκαιρη επίγεια ζωή (Βλ. Ματθ. 6, 25-34).

Ανεξήγητη, λοιπόν, από την ανθρώπινη λογική είναι η ίδια η ίδρυση του Χριστιανισμού. Εξίσου ανεξήγητα, όμως, είναι και τα γεγονότα που ακολούθησαν την ίδρυσή του τόσο στα Ιεροσόλυμα όσο, στη συνέχεια, και σ’ ολόκληρη την οικουμένη.

Ο Θεάνθρωπος καρφώθηκε στον Σταυρό. Η καταδίκη σε σταυρικό θάνατο ήταν εκείνη την εποχή ό,τι είναι σήμερα η καταδίκη σε απαγχονισμό. Στο ικρίωμα ανεβάζουν τους ποινικούς εγκληματίες που θέλουν να τους ατιμάσουν ακόμα και με τον τρόπο της εκτελέσεώς τους. Καρφωμένος, λοιπόν, στον Σταυρό, γυμνός και εξευτελισμένος, ο Θεάνθρωπος άρχισε ήδη να κατακτά την ανθρωπότητα, όπως το είχε προαναγγείλει: «Όταν εγώ θα υψωθώ από τη γη, όλους τους ανθρώπους θα τους τραβήξω κοντά μου» (Ιω. 12, 32). Στον Σταυρό ήταν ακόμα, και ο σταυρωμένος σαν κι Αυτόν ληστής Τον ομολόγησε Κύριο (Βλ. Λουκ. 23, 42). Στον Σταυρό ήταν ακόμα, και ο Ρωμαίος εκατόνταρχος, που Τον φρουρούσε, Τον ομολόγησε Υιό του Θεού (Βλ. Μάρκ. 15, 39).

Δέκα μέρες μετά την ανάληψη του Κυρίου στον ουρανό, ήρθε το Άγιο Πνεύμα στους αποστόλους και τους φώτισε (Βλ. Πράξ. 2, 1 κ.ε.), δίνοντάς τους σοφία και ικανότητες θαυμαστές: Εκείνοι που δεν μιλούσαν σωστά ούτε στη δική τους γλώσσα, όντας αγράμματοι, άρχισαν τώρα να μιλούν άπταιστα σε διάφορες γλώσσες, άρχισαν να ερμηνεύουν ορθά τις Γραφές που ποτέ δεν τις είχαν διαβάσει, άρχισαν να επιτελούν εξαίσια θαύματα. Τα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου, που το αποτελούσαν ιερείς, γραμματείς, πρεσβύτεροι και άλλοι επιφανείς Ιουδαίοι, άνθρωποι μορφωμένοι και σεβαστοί, επειδή θορυβήθηκαν απ’ όλα αυτά, κάλεσαν τους απλοϊκούς, όπως τους θεωρούσαν, αποστόλους και τους ανέκριναν, για να πάρουν απαντήσεις αποστομωτικές και ν’ ακούσουν κήρυγμα πρωτάκουστο. Μη βρίσκοντας λόγια ν’ αντιπαραθέσουν στην αλήθεια, κατέφυγαν σε απειλές (Βλ. Πράξ. 4, 17, 21) και ξυλοδαρμούς (Βλ. Πράξ. 5, 40), σε φυλακίσεις (Βλ. Πράξ. 12, 1-3) και λιθοβολισμούς (Βλ. Πράξ. 7, 54-60), δείχνοντας έτσι την αδυναμία τους και τη δύναμη των αντιπάλων τους.

Μετά το Συνέδριο και ο βασιλιάς Ηρώδης άρχισε να κατατρέχει τους αποστόλους, αποκεφαλίζοντας μάλιστα έναν απ’ αυτούς (Βλ. Πράξ. 12, 1-3). Ο διωγμός που ξέσπασε στα Ιεροσόλυμα, ανάγκασε πολλούς μαθητές του Χριστού να φύγουν (Βλ. Πράξ. 11, 19). Διασκορπίστηκαν στην οικουμένη κι έριξαν παντού τους σπόρους του Χριστιανισμού, τους οποίους πότισαν με το ίδιο τους το αίμα.

Μέσα σε είκοσι χρόνια ο Χριστιανισμός είχε αγκαλιάσει όλον τον γνωστό τότε κόσμο. Μέσα σε πενήντα χρόνια οι χριστιανοί είχαν αυξηθεί τόσο, που, στον καιρό του αυτοκράτορα Τραϊανού (98-117), βρέθηκε στην Ανατολή ένα στρατιωτικό σώμα του οποίου και οι έντεκα χιλιάδες άνδρες ήταν χριστιανοί. Ο αυτοκράτορας πρόσταξε πρώτα να εξοριστούν στην Αρμενία και μετά να θανατωθούν. Δέκα χιλιάδες σταυρώθηκαν σ’ έναν ερημικό τόπο, κοντά στο βουνό Αραράτ. Οι υπόλοιποι χίλιοι εκτελέστηκαν με διάφορους άλλους τρόπους. Ο Ρωμύλος, χριστιανός αξιωματούχος του παλατιού, που διαμαρτυρήθηκε για την απάνθρωπη αλλά και άκριτη αυτή εξολόθρευση ολόκληρου στρατεύματος, αφού, με εντολή του Τραϊανού, ξυλοκοπήθηκε άγρια, αποκεφαλίστηκε.

Τον Τραϊανό μιμήθηκαν κι άλλοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, κυρίαρχοι τότε της οικουμένης, οι οποίοι έτρεφαν άσβεστο μίσος εναντίον των χριστιανών. Ούτε οι Κέλτες και οι Μαρκομάνοι, ούτε ο Αττίλας και ο Γκιζέριχος εξόντωσαν τόσα πλήθη στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όσα οι διώκτες των χριστιανών αυτοκράτορες.

Τρεις αιώνες κράτησε ο αιματηρός αγώνας ανάμεσα στους λύκους και τα πρόβατα. Οι λύκοι χρησιμοποιούσαν το σπαθί, τη φωτιά, τα θηρία, τις σκοτεινές φυλακές, όλα τα μέσα βασανιστηρίων και φόνων. Τα πρόβατα αγωνίζονταν με τη δύναμη της πίστεως, τη δύναμη του Πνεύματος, τη δύναμη του Θεού, υπομένοντας ως το τέλος τις πιο φρικτές κακοποιήσεις και πεθαίνοντας γενναία για τον Κύριο. Με νίκη τους έληξε αυτός ο παράδοξος πόλεμος των τριών αιώνων.

Στην αρχή του τέταρτου αιώνα η χριστιανική πίστη είχε κυριαρχήσει στον κόσμο. Μπροστά στη διδαχή των αγράμματων ψαράδων υποκλίθηκαν τόσο οι ισχυροί όσο και οι σοφοί της γης, όπως και όλοι οι λαοί της. Ο σταυρός, όργανο ως τότε ατιμωτικής τιμωρίας και φρικτού θανάτου, έγινε σημείο μέγιστης τιμής: Στολίζει τα κεφάλια και τα στήθη βασιλέων και αρχιερέων, υψώνεται στους ναούς του αληθινού Θεού, αποτελεί το σημάδι κάθε αληθινού χριστιανού, το σημάδι της πίστεως, της ελπίδας, της αγάπης τουΠοιος δεν βλέπει το θείο θέλημα, τη θεία δύναμη και τη θεία ενέργεια, που υπερβαίνουν την ανθρώπινη λογική και τις ανθρώπινες δυνατότητες, πίσω από την εμφάνιση και την εξάπλωση του Χριστιανισμού; Πραγματοποιήθηκε κάτι το υπερφυσικό, πραγματοποιήθηκε ένα έργο θεϊκό.

Αυτά τα συμπεράσματα βγάζουμε με μια γρήγορη ματιά στην ιστορία του Χριστιανισμού. Η λεπτομερής σπουδή του διαμορφώνει μέσα μας πιο σαφή πεποίθηση για τη θεϊκή του προέλευση. Αυτή η πεποίθηση, πάντως, ολοκληρώνεται και εδραιώνεται στην ψυχή μας, όταν ζούμε σύμφωνα με τις ευαγγελικές εντολές, καθώς βεβαιώνει και ο προφήτης: «Από τις εντολές Σου κατάλαβα…» (Ψαλμ. 118, 104). Η πεποίθηση που γεννιέται και ενεργεί άμεσα στην ψυχή από την τήρηση των εντολών, είναι ισχυρότερη από κάθε εξωτερικό πειστήριο. Οι ευαγγελικές εντολές ειρηνεύουν, ζωογονούν, ενισχύουν την ψυχή. Όποιος αισθάνθηκε την ενέργειά τους, απέκτησε ζωντανή πίστη στον Κύριο Ιησού Χριστό, πίστη που εκδηλώνεται μπροστά Του με την ξεκάθαρη και αποφασιστική ομολογία: «Εσύ κατέχεις τα λόγια που οδηγούν στην αιώνια ζωή. Κι εμείς έχουμε πιστέψει κι έχουμε καταλάβει πως Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του αληθινού Θεού» (Ιω. 6, 68-69).

«Φέρε το δάχτυλό σου εδώ», λέει ο Σωτήρας στον μαθητή με την ασταθή πίστη, στον μαθητή που στεκόταν άφωνος από την αμηχανία μπροστά στο μεγαλείο των έργων του Θεού. «Φέρε το δάχτυλό σου εδώ… Φέρε και το χέρι σου… Μην αμφιβάλλεις- πίστεψε!» (Ιω. 20, 27). «Ψηλαφήστε με και δείτε» (Λουκ. 24, 39). Ψηλαφήστε με, εφαρμόζοντας τις εντολές μου. Ψηλαφήστε με, ζώντας σύμφωνα με το θέλημά μου. Ψηλαφήστε με έτσι, και θα δείτε εμένα, τον Αόρατο· θα με δείτε με την πνευματική σας αίσθηση. Όποιος με ψηλαφήσει μ’ αυτόν τον τρόπο, θα βεβαιωθεί για τη θεότητά μου και γεμάτος ενθουσιασμό θα αναφωνήσει μαζί με τον αγαπημένο μου απόστολο: «Είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου!» (Ιω. 20, 28). Αμήν.

 

(Πηγή: “Ασκητικές ομιλίες Α'” Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, επισκόπου Καυκάσου και Μαύρης Θάλασσας, Εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής)

 

Από http://alopsis.gr/