Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Κοινωνοί θείας φύσεως



«Καθώς η θεία δύναμις αυτού εχάρισεν εις ημάς πάντα τα προς ζωήν και ευσέβειαν διά της επιγνώσεως του καλέσαντος ημάς διά της δόξης αυτού και αρετής, διά των οποίων εδωρήθησαν εις ημάς αι μέγισται και τίμιαι επαγγελίαι, ίνα διά τούτων γείνητε κοινωνοί θείας φύσεως, αποφυγόντες την εν τω κόσμω υπάρχουσαν διά της επιθυμίας διαφθοράν. Και δι” αυτό δε τούτο καταβαλόντες πάσαν σπουδήν, προσθέσατε εις την πίστιν σας την αρετήν, εις δε την αρετήν την γνώσιν, εις δε την γνώσιν την εγκράτειαν, εις δε την εγκράτειαν την υπομονήν, εις δε την υπομονήν την ευσέβειαν, εις δε την ευσέβειαν την φιλαδελφίαν, εις δε την φιλαδελφίαν την αγάπην. Διότι, εάν ταύτα υπάρχωσιν εις εσάς και περισσεύωσι, σας καθιστώσιν ουχί αργούς ουδέ ακάρπους εις την επίγνωσιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· επειδή εις όντινα δεν υπάρχουσι ταύτα, τυφλός είναι, μυωπάζει και ελησμόνησε τον καθαρισμόν των παλαιών αυτού αμαρτιών. Διά τούτο, αδελφοί, επιμελήθητε περισσότερον να κάμητε βεβαίαν την κλήσιν και την εκλογήν σας· διότι ταύτα κάμνοντες δεν θέλετε πταίσει ποτέ. Διότι ούτω θέλει σας δοθή πλουσίως η είσοδος εις την αιώνιον βασιλείαν του Κυρίου ημών και Σωτήρος Ιησού Χριστού.» (2 Πέτρου 1:3-11)


Πόσο ανόητοι γινόμαστε πολλές φορές, όταν ερωτώμενοι απαντούμε ότι γνωρίζουμε το Ευαγγέλιο, πιστεύουμε το Ευαγγέλιο, ζούμε το Ευαγγέλιο. Και δίνουμε την απάντηση αυτή με ελαφρότητα, με μια επιπολαιότητα, χωρίς να προσέξουμε τα λόγια, το κείμενο, τη φωνή του Κυρίου που ενυπάρχουν μέσα σ’ αυτό. Θα επιχειρήσουμε με τη δύναμη του Κυρίου να κοιτάξουμε τα λίγα αυτά εδάφια της επιστολής του Πέτρου. 1)Εδωρήθησαν. Η θεία δύναμη έχει δωρηθεί. Ο Πέτρος την είχε. Με αυτή ζούσε. Με αυτήν ενεργούσε. Με αυτήν είχε κάποιους καρπούς και αποτελέσματα. Μα, θα μου απαντήσεις, εγώ δεν την έχω. Είμαι πιστό παιδί του Θεού, έχω μετανοήσει(Πράξεις 17:30. 2:38, Λουκάς 5:32, 13:3,5), έχω πιστέψει και έχω αναγεννηθεί(1 Πέτρου 1:23, Ιωάννη 1:13, 3:3-8, 1 Ιωάννη 4:7, 5:1,18). Μα αυτή την δύναμη δεν την έχω. Και έχεις δίκαιο. Έτσι είναι. Ο Κύριος την έδωσε, μα εσύ δεν την πήρες ακόμα. Το γιατί δεν το ξέρω. Μα φοβάμαι δεν σε έκρινε άξιο να σε τιμήσει με τη δύναμη και με τα επακόλουθα αυτής της δύναμης, που τα λέμε παρακάτω. «Κοινωνοί θείας φύσεως», «πάντα τα προς ζωήν και ευσέβειαν» κ.λ.π. Συνηθίσαμε στη μοιρασμένη ζωή, στην ταλαντευόμενη πορεία, στα σκαμπανεβάσματα. Και δυστυχώς θεωρήσαμε πως αυτή η κατάσταση είναι η φυσιολογική. Αλλά δεν είναι. Είναι μια παθολογική κατάσταση, που ίσως συγχωρείται για τα πρώτα βήματα, μα όχι σαν καθεστώς στην πορεία μας για τον Ουρανό. Το χειρότερο είναι πως οι πολλοί δεν ελπίζουν για μια τέτοια ζωή, ούτε προσεύχονται. Έτσι είναι αιώνια καταδικασμένοι σε μια πνευματική μιζέρια και κακομοιριά, από την οποία με κανένα τρόπο δεν μπορούν να βγουν. Αλλά και ούτε το επιθυμούν, αφού δεν υποψιάζονται πως είναι δυνατόν να υπάρχει μια άλλη, ανώτερη ζωή. Και αν κάποιος τους μιλήσει γι’ αυτήν, την αρνούνται, υποστηρίζοντας τη δική τους κακομοιριά και ανάγοντάς την σε φυσιολογική κατάσταση. 2)Αι μέγισται και τίμιαι επαγγελίαι. Ό,τι σπουδαιότερο, πολυτιμότερο και αξιόλογο μπορούσε να υπάρξει για τον άνθρωπο, για τη ζωή του, για το παρόν και το μέλλον του, όλα αυτά εδωρήθησαν ήδη. Είναι πολλοί που μεταθέτουν τα πάντα στον Ουρανό. Μα για το Θεό ούτε Ουρανός βαραίνει ούτε η γη. Μπορεί να τα δώσει και τα έδωσε. Εδωρήθησαν όλα αυτά, τα μεγάλα, τα πλούσια, τα καταπληκτικά, από από αιώνιες πνευματικές αξίες, γραμμές και ιδιότητες του Θεού του ίδιου, με σκοπό να μας ανεβάσει στο δικό Του επίπεδο για να γίνουμε όμοιοι με Αυτόν(1 Ιωάννη 3:2-3). Βέβαια πάλι πέφτουμε στην προηγούμενη αναφερθείσα κατάσταση με ένα τεράστιο «γιατί». Ναι, αυτός έδωσε τις «μέγιστες και τίμιες επαγγελίες», μας εμείς δεν τις πήραμε. Και βγαίνει το ερώτημα. Γιατί, αν και εδωρήθησαν δεν τις πήραμε, και πότε θα τις πάρουμε; Μέσα στη μίζερη και μοιρασμένη ζωή μας, με τους γαργαλισμούς του «κόσμου», δεν αφήνουμε το Χριστό να ολοκληρώσει το έργο Του. Βέβαια θα το ολοκληρώσει. Δεν θα το αφήσει στη μέση. Δεν κάνει μισές δουλειές. Μα αυτό εξαρτάται και από εμάς. Εάν αυτό γίνεται με τον πόθο και τη διάθεσή μας, τότε θα γίνει γρήγορα και θα έχουμε και καρπούς και αποτελέσματα. Εάν όμως αυτό γίνεται αναγκαστικά και με τη βία, τότε το πιστεύω, θα γίνει με σκληρές δοκιμασίες και θλίψεις και ίσως προς το τέλος της ζωής μας σε κάποιο γηροκομείο ή νοσοκομείο. 3)Κοινωνοί θείας φύσεως. Πολλοί δυστυχώς νομίζουν και πιστεύουν πως όλο το έργο και η δωρεά του Θεού περιορίζεται στη συγχώρηση των παλιών μας αμαρτιών. Λάθος μεγάλο. Όχι. Ο Θεός στο σχέδιό Του έχει χαράξει να Του μοιάσουμε και να γίνουμε «κοινωνοί θείας φύσεως». Τώρα είμαστε «τέκνα οργής ως και οι λοιποί». Και αυτή είναι η φύση μας. Κυριαρχούμαστε από τις επιθυμίες μας σε ένα αδιάκοπο αγώνα πάλης. Μα το σχέδιό Του είναι να φορέσουμε τη δική Του Ουράνια φύση(1 Κορινθίους 15:49), που η αμαρτία και η φθορά δεν την έχουν μολύνει. Έχουμε εγκλιματιστεί τόσο πολύ στην αμαρτωλή και διεφθαρμένη φύση μας, που ούτε φανταζόμαστε πως είναι δυνατόν να αποκτήσουμε άλλη φύση και μάλιστα θεϊκή και Ουράνια. Και αν δεν μας το έλεγε καθαρά το Πνεύμα του Θεού(2 Πέτρου 1:21), θα μέναμε χαμένοι μέσα στη φύση του θανάτου κι από πάνω θα πιστεύαμε πως είμαστε σωσμένοι. 4)Δια της επιθυμίας διαφθορά. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος, δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Ή θα πάρουμε την άλλη φύση με τις μέγιστες και τίμιες επαγγελίες ή θα θαφτούμε μέσα στον δια των επιθυμιών θάνατο. Μάλιστα το λέει διαφθορά. Οι επιθυμίες, όσο τις υπηρετείς και τις δουλεύεις, τόσο σε διαφθείρουν και σε κατατρώγουν. Τόσο σε σκλαβώνουν. Μόνο όταν φορέσουμε τη θεία φύση, την άγια φύση, την Ουράνια, θα μπορέσουμε να αποφύγουμε «την εν τω κόσμω διαφθορά». 5)Δι’ αυτό … προσθέσατε. Αυτά που λέει να προσθέσουμε είναι πολλά και ιεραρχημένα από το Πνεύμα του Θεού. Αρχίζουν από την πίστη. Με πίστη ζυγώνουμε το Θεό. Από πίστη ξεκινάμε. Και το τελευταίο και χαρακτηριστικό είναι η αγάπη.

Το «εμφύσημα» στο «πρόσωπο» του Αδάμ

«Κατ’ εικόνα», «καθ’ ομοίωσιν» και Άγιο Πνεύμα
Το θέμα αυτό, συνδέεται με άλλο ένα σπουδαίο ζήτημα, την ένοια τού «κατ’εικόνα» και «καθ’ ομοιωσιν». Πριν πούμε περισσότερα για το εμφύσημα, ας δούμε πρώτα μερικά πράγματα για τις έννοιες αυτές.
Τη στιγμή που ο Αδάμ λαμβάνει το Άγιο Πνεύμα, γίνεται ο πρώτος άνθρωπος που εισέρχεται στην πορεία του «καθ’ ομοίωσιν», καθώς το «καθ’ ομοίωσιν» είναι πορεία. Ο Αδάμ τότε εισέρχεται στην κατάπαυση του Θεού, ή αλλιώς στην 7η δημιουργική ημέρα.
Διδασκαλία πολλών πατέρων όπως ο Ειρηναίος, είναι ότι το ΄΄κατ’ εικόνα΄΄ και ΄΄καθ’ ομοίωσιν΄΄, είναι η ομοιότητα τής αθανασίας τού Θεού, που δόθηκε κατά χάριν στον άνθρωπο, με τη λήψη τού Αγίου Πνεύματος.
Πράγματι, από τη στιγμή που στον Αδάμ δόθηκε το Άγιο Πνεύμα, ο Αδάμ που ήταν σε κατάσταση αθωότητος και αγνότητος, και είχε τη δυνατότητα να παραμείνει για πάντα όμοιος με το Θεό, μετέχοντας στη δική Του αθανασία, τόσο πνευματικά, όσο και σωματικά.  Όσο λοιπόν ο Αδάμ παρέμεινε σε αυτό το ΄΄αρχαίο κάλος΄΄,  ήταν μέτοχος αυτής τής ΄΄ομοιότητος΄΄, αν και δεν μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα ΄΄τέλειος΄΄.
Όταν έχασε λοιπόν το Άγιο Πνεύμα, το αρχαίο κάλος έπαψε, και έχασε τη μετοχή τής αθανασίας τού Θεού.  Με την πίστη όμως στον ερχομό τού Ιησού Χριστού ως υποσχεμένου σπέρματος, δεν έχασε τη δυνατότητα να ξαναλάβει το Άγιο Πνεύμα κάποτε στο μέλλον, και με αυτή την άποψη, δεν έχασε και το ΄΄κατ’ εικόνα΄΄, το οποίο ήταν πλέον η δυνατότητα, (δυνάμει), να γίνει ΄΄όμοιος΄΄ με το Θεό.  (Τέλειος, και συνεπώς κατά χάριν αθάνατος).
Στην αρχή δηλαδή είχε τη δυνατότητα να ζήσει για πάντα κατά την ομοίωση τού Θεού, μετά την αμαρτία όμως, είχε ακόμα τη δυνατότητα να ζήσει για πάντα, αλλά μέσω τού Ιησού Χριστού.
Οι διαφορετικές διατυπώσεις τών πατέρων, δεν σημαίνουν αντίφαση μεταξύ τους, αλλά αλληλοσυμπληρώνουν διαφορετικές παραμέτρους τού ζητήματος, και μας δίνουν την πλήρη διάσταση τού ζητήματος τής σωτηρίας. Με λίγα λόγια:
  •  Το κατ’ εικόνα, είναι η δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος ως ελεύθερο και νοήμον πλάσμα, να ομοιάσει με τον Θεό.
  • Το καθ’ ομοίωσιν όμως, είναι η πορεία επίτευξης αυτής τής ομοίωσης, που επιτυγχάνεται μόνο με τη συνέργεια τού ανθρώπου και τού Αγίου Πνεύματος.
Οι δύο «φάσεις» τής δημιουργίας
Προηγουμένως αναφέραμε ότι η ΄΄πνοή΄΄ που ΄΄ενεφύσησε΄΄ ο Θεός στον άνθρωπο, δεν ήταν απλά η ανάσα, αλλά το Άγιο Πνεύμα.  Αυτό δεν είναι αυθαίρετο, αλλά είναι η Ορθόδοξη ερμηνεία για το χωρίο 2/β΄ 7 της δεύτερης ανθρωπολογικής διήγησης της Γενέσεως.
Μία εξαιρετική παρουσίαση τής Χριστιανικής διδασκαλίας για τους πρωτοπλάστους, κάνει ο πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης στο βιβλίο του: ΄΄Το προπατορικό αμάρτημα΄΄,όπου υπάρχουν καταγεγραμμένες οι θέσεις τής Εκκλησίας για ένα πλήθος συναφών θεμάτων.  Λόγω τής ευχριστίας και σοβαρότητος τού βιβλίου αυτού, καθώς και τού πλήθους τών Αγιογραφικών και Πατερικών χωρίων που περιέχει, παραπέμπεται ο αναγνώστης στις σελίδες που παραθέτουμε στη συνέχεια, για πλήθος θεμάτων, όπως τα παρακάτω:
Η ζωοποίησις είναι η λήψη τού Αγίου Πνεύματος.  Ο άνθρωπος είναι εικόνα και ομοίωσις μόνο όταν έχει το Άγιο Πνεύμα. Με το βάπτισμα, λαμβάνεται το Άγιο Πνεύμα, επαναφέροντας τον άνθρωπο στην προ τής πτώσεως καθαρή κατάσταση τού Αδάμ.  (Πράξεις 2/β΄ 38).  Όπου είναι το Πνεύμα τού Πατρός, εκεί υπάρχει ζωντανός άνθρωπος.  Προορισμός τού ανθρώπου είναι η τελειότητα, ξεκινώντας από νηπιακή κατάσταση. Η ψυχή είναι φύσει θνητή, αλλά χάριτι αθάνατη.  (΄΄Το προπατορικό αμάρτημα΄΄ (έκδοσις 1957), Αθήνα 1957, σελ. 85, 97, 101, 116, 119, 133 – 140, 146 κλπ).
Εκεί, μεταξύ άλλων, ο αναγνώστης μπορεί να βρει τα λόγια πατέρων όπως ο Ειρηναίος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Τατιανός, ο Μέγας Αθανάσιος και άλλοι, που τονίζουν, ότι το εδάφιο Γένεσις 2/β΄ 7 που εξετάζουμε, ΄΄δεν μιλάει για απλή πνοή μόνο, αλλοιώς ο Θεός έπλασε το θάνατο΄΄, αλλά για τη λήψη τού Αγίου Πνεύματος.
Ας δούμε λοιπόν το εξεταζόμενο εδάφιο, πώς εμφανίζεται στη μετάφραση Ο΄ και στο Εβραϊκό κείμενο:
Ο΄: Γένεσις 2/β΄ 7.
΄΄Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον,χουν από τής γης και ενεφύσισεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν.΄΄
Εβραϊκό (Βάμβας): Γένεσις 2/β΄ 7.
΄΄Και έπλασε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον από χώματος εκ τής γης.  Και ανεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού πνοήν ζωής, και έγεινεν ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν΄΄.
Στα κείμενα αυτά, η λέξη που στη μετάφραση Ο΄ αποδίδεται: ΄΄πλάθω΄΄, στο Εβραϊκό είναι ΄΄γιάτσερ΄΄.  Η λέξη αυτή, χρησιμοποιείται κυρίως για να τονίσει την κατασκευή, όπως φαίνεται και από άλλα χωρία τής Αγίας Γραφής (Ψαλμός 93/94: 9.  94/95: 5. κλπ).
Είναι όμως ενδιαφέρον, ότι τα δύο κείμενα μιλούν για δύο διακεκριμένα γεγονότα, χωρίς να λένε ότι αυτά έγιναν ταυτόχρονα.
Το ένα γεγονός, είναι ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο από συστατικά τής γης.
Το δεύτερο, ότι τον ζωοποίησε, με την ΄΄πνοή ζωής΄΄, και τον κατέστησε ζωντανή ψυχή.
Πουθενά δεν αναφέρεται ότι τα γεγονότα αυτά συνέβησαν μαζί.  Θα μπορούσε κάλιστα να υπάρχει ήδη ο Αδάμ για καιρό πριν, και ο Θεός με την πνοή του, να τον ζωοποίησε.
Μα είναι δυνατόν να υπήρχε ο Αδάμ από πριν, και να μην ήταν ζωντανός;  Εφ’ όσον το εδάφιο λέει ότι ο Θεός φύσισε πνοή ζωής, ΄΄και έγινε ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν΄΄!
Εδώ ίσως βρίσκεται η μεγάλη παρανόηση, που εμποδίζει τη σωστή ερμηνεία τού εδαφίου.  Τα ερωτήματα είναι:
Με ποιο τρόπο ο Θεός ζωοποίησε τον Αδάμ;  Μιλάει για τη φυσική ζωή, ή την πνευματική;  Πώς περιγράφεται στην Αγία Γραφή η δημιουργία τού ανθρώπου;  Μπορεί η Γένεση να εννοεί απλά ότι ο άνθρωπος αποτελείται από υλικά τής γης, και όχι ότι κατασκευάστηκε εκείνη τη στιγμή, λίγο πριν ζωοποιηθεί;
Ναι, μπορεί η αφήγηση να μιλάει μόνο για τη σύσταση τού ανθρώπου, και να μην εννοεί ότι κατασκευάστηκε εκείνη τη στιγμή.
Εδώ, θα πρέπει να δούμε και κάτι ακόμα, σχετικό με τη λέξη: ΄΄άνθρωπος΄΄.
Η λέξη ΄΄άνθρωπος΄΄ στα εβραϊκά που γράφτηκε η Γένεσις, είναι: ΄΄αδάμ΄΄, και σημαίνει: ΄΄χωμάτινος΄΄.  Η ίδια λέξη, χρησιμοποιείται για το όνομα τού ΄΄Αδάμ΄΄, τού πρώτου ανθρώπου.  Έτσι, όταν στη Γένεση συναντάμε τη λέξη: ΄΄αδάμ΄΄, μπορεί να σημαίνει: ΄΄άνθρωπος΄΄, ΄΄χωμάτινος΄΄, ΄΄Αδάμ΄΄, ή ακόμα και τους απογόνους τού Αδάμ,(κατά τον ίδιο τρόπο, που με τη λέξη: ΄΄Ισραήλ΄΄, εννοούμε τους απογόνους τού προπάτορά τους, τού Ισραήλ). (Αναλυτικότερα περί αυτού, δες το βιβλίο τού Γεωργίου Τσιμπιρίδη: «Περί Αγγέλων και Γιγάντων», όπου γίνεται ανάλυσις τού θέματους περί τής ύπαρξης ενός λαού που ονομάζετο: Αδάμ).
Ας θυμηθούμε το χωρίο Γένεσις 1/α΄ 26,27 της πρώτης ανθρωπολογικής αφήγησης:
΄΄Και είπε ο Θεός: Ας κάνουμε (ασάχ) άνθρωπο, (αδάμ), κατά την εικόνα και την ομοίωσή μας΄΄.
Η έμφαση εδώ, δίνεται στο ότι ο Θεός κάνει έναν ΄΄γήινο΄΄ ή ΄΄χωμάτινο΄΄ να είναι ΄΄εικόνα΄΄ Του.  Η λέξη ΄΄ποιώ΄΄ τού Ελληνικού κειμένου, στα Εβραϊκά είναι ΄΄ασά΄΄, η ίδια που χρησιμοποιείται στο Γένεσις 1/α΄ 16, και που δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην την εκ του μηδενός δημιουργία.  Συνεπώς, το εδάφιο αυτό, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι τον δημιούργησε τη στιγμή εκείνη εκ τού μηδενός, αλλά μπορεί να σημαίνει τη διαμόρφωση ενός ήδη προϋπάρχοντος χωμάτινου πλάσματος, σε ομοίωση Θεού.
Στη συνέχεια, στο αμέσως επόμενο εδάφιο, χρησιμοποιείται μία άλλη εβραϊκή λέξη με την έννοια ΄΄ποιώ΄΄, εναλακτικά με τη λέξη ΄΄ασάχ΄΄ που είδαμε.  Είναι η λέξη:΄΄μπαρά΄΄, που χρησιμοποιείται στο Γένεσις 1/α΄ 1, και που δε σημαίνει ούτε αυτή κατ’ ανάγκην τη δημιουργία εκ τού μηδενός, αλλά μπορεί να σημαίνει και αυτή, τηδιαμόρφωση.
Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Θεός τον ονόμασε ΄΄Αδάμ΄΄, (χωμάτινο), θέλοντας να δείξει, ότι με το ΄Αγιο Πνεύμα Του, έκανε ένα χωμάτινο πλάσμα, ΄΄θεό κατά χάριν΄΄,΄΄όμοιο΄΄ με τον εαυτό Του.
Τα παραπάνω συμφωνούν και με τη διατύπωση τού αγίου Αθανασίου: ΄΄εκ γης γαρ γέγονεν, ώσπερ πάντες.  Και η χειρ δε η πλάσασα τότε τον Αδάμ, και αύτη και νυν και αεί τους μετ’ εκείνον πάλιν πλάττει και διασυνίστησι΄΄.  (Μεγάλου Αθανασίου, «Επιστολή ότι η εν Νικαία Σύνοδος εωρακυία την πανουργίαν τών περί Ευσέβιον», Μigne, P.G., 25, 429).  Το ότι ο Θεός έπλασε εμάς, δε σημαίνει ότι μας έπλασε κατ’ ευθείαν!  Όλοι μας είχαμε γονείς! (Παράβαλλε και τα λόγια τού Ελιού στονΙώβ 33/λγ΄ 4-6, όπου εφαρμόζει τα λόγια για την κατασκευή τού Αδάμ στον εαυτό του).
Στη συνέχεια, θα παραθέσουμε τέσσερεις σημαντικούς λόγους, που πείθουν ότι το ΄΄εμφύσημα΄΄ ήταν το Άγιο Πνεύμα και όχι η βιολογική ζωή:
α.  Δεν λέει ότι έγινε ο άνθρωπος ΄΄ψυχή΄΄, αλλά ΄΄ψυχή ζώσα΄΄.  Νεκρό σώμα υπάρχει.  Υπάρχει άραγε και νεκρή ψυχή;  Και ποια είναι η νεκρή ψυχή, παρά εκείνη που δεν μετέχει τού Αγίου Πνεύματος;  Όπως λοιπόν ο άνθρωπος ζωοποιείται με το άγιο βάπτισμα, κατά τον ίδιο τρόπο και ο Αδάμ, ζωοποιήθηκε λαβαίνοντας την πνοή τού Αγίου Πνεύματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν κατ’ ανάγκην σωματικά νεκρός.  (Δες Εφεσίους 2/β΄ 1,5.  Β΄ Κορινθίους 3/γ΄ 6.  Ρωμαίους 8/η΄ 10.  Ιωάννης 2/β΄ 17.  3/γ΄ 36.  8/η΄ 51.  Α΄ Ιωάννου 3/γ΄ 10-14).
β.  Τα λόγια αυτά, θυμίζουν και τον Ιησού Χριστό, όταν φύσιξε στους μαθητές του, λέγοντάς τους: ΄΄λάβετε Πνεύμα Άγιο΄΄, σοφίζοντάς τους, και ενδυναμώνοντάς τους για την αποστολή που τους έστελνε.  (Ιωάννης 20/κ΄ 22).  Φυσικά αυτοί δεν ήταν σωματικά νεκροί!
γ.  Ας μην ξεχνάμε, και τα λόγια που είπε ο Θεός στον Αδάμ:  ΄΄Την ημέρα που θα φας απ’ αυτό, (το δένδρο), θα πεθάνεις΄΄.  Ο Αδάμ όμως, έζησε ακόμα πολλά έτη!  Συνεπώς, ο θάνατός του ήταν πνευματικός.  Έγινε ΄΄νεκρή ψυχή΄΄,  καθώς έχασε το Άγιο Πνεύμα που τού δόθηκε όταν ο Θεός τού ΄΄εμφύσησε΄΄ πνοή ζωής.  Κατά τον αντίστροφο τρόπο, με αυτό το φύσιμα, τον είχε κάνει ψυχή ζωντανή.
δ.  Κατά τους πατέρες, ο άνθρωπος δεν είναι μόνο σάρκα, ούτε μόνο ψυχή.  Είναι ψυχοσωματική ενότητα.  Έτσι, ένα νεκρό σώμα δεν θεωρείται άνθρωπος, όπως δεν θεωρείται άνθρωπος μια ψυχή χωρίς το σώμα.
Ο π. Ιερόθεος Βλάχος στο βιβλίο του: «Η ζωή μετά το θάνατο σελ. 54 έκδ. 1994, γράφει: «Ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματικό ον, που σημαίνει ότι η ψυχή δεν αποτελεί τον όλον άνθρωπο, αλλά ούτε και το σώμα συνιστά τον όλον άνθρωπο».
Φυσικά, οι άγιοι πατέρες συμφωνούν με τα παραπάνω σε πλήθος έργα τους, ενδεικτικά αναφέροντας τα εξής:
Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά: «…τού κατά ψυχήν θανάτου απόφασις, ην εις έργον ήγαγεν ημίν η παράβασις κατά δικαιοσύνην τού κτίσαντος…»(Κεφάλαια Φυσικά, Θεολογικά, Ηθικά τε και Πρακτικά ρν΄ Migne, P.G., τόμ. 150, κολ. 1157-1160)
Ο Τατιανός γράφει: «Ο μεν κατ’ εικόνα τού Θεού γεγονώς χωρισθέντος απ’ αυτού τού Πνεύματος τού δυνατοτέρου θνητός γίνεται». (Τατιανού προς Έλληνας 7.)
Επίσης κατά τον Άγιο Ειρηναίο: «Χωρισμός δε τού Θεού θάνατος». (Αγίου Ειρηναίου Έλεγχος Ε΄ ΧΧVΙΙ).  «Εκείνοι λοιπόν, όσοιδήποτε και αν είναι ούτοι, οίτινες δεν έχουν ό,τι σώζει και οδηγεί εις την ζωήν, θα κληθούν σαρξ και αίμα, διότι αυτοί είναι εκείνοι οι οποίοι δεν έχουν το Πνεύμα τού Θεού εν εαυτοίς.  Τοιούτοι άνθρωποι καλούνται δια τούτο υπό τού Κυρίου νεκροί, ως λέγει: ΄΄Άφετε τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς΄΄, διότι ούτοι δεν έχουν το Πνεύμα, όπερ ζωοποιεί τον άνθρωπον». (Ειρηναίου Έλεγχος Ε΄, ΙΧ, 1).  «Ο άνθρωπος ουχί δε μόνον μέρος αυτού, εδημιουργήθη καθ’ ομοίωσιν τού Θεού.  Τώρα, η ψυχή και το Πνεύμα αποτελούν βεβαίως μέρος τού ανθρώπου, ουχί όμως τον άνθρωπον, διότι ο τέλειος άνθρωπος συνίσταται εις την σύμμιξιν και ένωσιν τής δεχθείσης το Πνεύμα τού Πατρός ψυχής και τής σαρκικής εκείνης φύσεως, ήτις έχει μορφωθή κατά την εικόνα τού Θεού».  (Έλεγχος Ε΄ VΙ,  1).
Και κατά τον άγιο Βασίλειο: «Όσον γαρ αφίστατο τής ζωής, τοσούτον προσήγγιζε τω θανάτω.  Ζωή γαρ ο Θεός.  Στέρησις δε τής ζωής θάνατος.  Ώστε εαυτώ τον θάνατον ο Αδάμ δια τής αναχωρήσεως τού Θεού κατεσκεύασε…».  (Μ. Βασιλείου: «Ομιλία ότι ουκ έστιν αίτιος τών κακών ο Θεός», 7, Migne P.G., 31, 345).
Τα παραπάνω γραφόμενα από τών αγίων πατέρων, συνοψίζει κατάλληλα ο πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης ως εξής: «Αν και οι μη έχοντες Πνεύμα Άγιον ζουν, εν τούτοις είναι κατά ψυχήν νεκροί… ο θάνατος τής ψυχής είναι ο χωρισμός αυτής από τής ζωοποιού ενεργείας τού Αγίου Πνεύματος».  (Το Πρωπατορικό αμάρτημα σελ. 119.  Έκδοσις 1957).
Ας ξαναδούμε όμως το χωρίο Γένεσις 2/β΄ 7 πιο προσεκτικά:
΄΄Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από τής γης και ενεφύσισεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν.΄΄
Κατά το εδάφιο, ποιον έπλασε ο Θεός από το χώμα;  ΄΄ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ΄΄.  Και σε ποιον ενεφύσησε πνοή ζωής;  Σ’ ΄΄αυτόν΄΄, δηλαδή ΄΄ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ΄΄.  Και ποιος΄΄εγένετο εις ψυχήν ζώσαν΄΄;  ΄΄Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ΄΄.  Παρατηρούμε ότι ο χαρακτηρισμός: ΄΄άνθρωπος΄΄, υπάρχει και ΠΡΙΝ από το ΄΄εμφύσημα΄΄ του Θεού.
Εάν ΄΄ο άνθρωπος΄΄ ήταν βιολογικά νεκρός τη στιγμή που ο Θεός του εμφύσησε την πνοή Του, δεν θα χαρακτηριζόταν από την Αγία Γραφή ΄΄άνθρωπος΄΄!
Πιστεύουμε ότι τα παραπάνω είναι αρκετά για να πείσουν περί της ορθότητος της πατερικής ερμηνείας, ότι εδώ πρόκειται για το Άγιο Πνεύμα και όχι για τη βιολογική ζωή ή κάτι παρόμοιο.
Τα συστατικά τού ανθρώπου
Τα παρακάτω είναι απόσπασμα από το εκπληκτικό βιβλίο τού Αλεξάνδρου Καλόμοιρου, «Οι 6 αυγές», (Εκδόσεις Ζέφυρος, Θεσσαλονίκη 1993, 1η έκδοση):
Φύση και πρόσωπο
Μία από τις βασικές αιτίες της σύγχυσης που υπάρχει στη χριστιανική ανθρωπολογία προέρχεται από το γεγονός ότι η ημιμάθεια και ο ορθολογισμός πολλών, δυστυχώς, χριστιανών έχει ταυτίσει τη χριστιανική διάκριση ανάμεσα στη φύση και το πρόσωπο με την ειδωλολατρική διάκριση ανάμεσα στό σώμα και την ψυχή, στην ύλη και το πνεύμα.
Οι χριστιανοί διακρίνουν Κτίστη και κτίση, Δημιουργό και δημιουργία. Πραγματικό πνεύμα είναι μόνον ο Θεός. Αν μιλάμε γιά πνεύμα στους αγγέλους και στους ανθρώπους, το κάνουμε καταχρηστικά, γιά να εκφράσουμε σχετικές μόνο διαφορές ανάμεσα στα διάφορα κτίσματα ή στις ιδιότητές τους. Ουσιαστικά, ύλη και δημιουργία είναι ένα και το αυτό. Η διάκριση Πνεύματος και Ύλης γιά το χριστιανό τότε μόνο είναι αποδεκτή, όταν λέγοντας Πνεύμα εννοεί το Θεό και λέγοντας ύλη εννοεί τη δημιουργία του Θεού.
Η σύγχυση αρχίζει από το γεγονός ότι τόσο η Αγία Γραφή όσο και οι Πατέρες της Εκκλησίας, όταν μιλούν γιά τον άνθρωπο τον περιγράφουν διφυή, μιλούν γιά σώμα και ψυχή, γιά ύλη και πνεύμα, γιά κάτι το χωματένιο και υλικό στον άνθρωπο και γιά κάτι το πνευματικό και θείο. Και επειδή υπάρχει η ειδωλολατρική προϊστορία και η ειδωλολατρική γλώσσα, επειδή χρησιμοποιούμε οι χριστιανοί τις ίδιες ειδωλολατρικές λέξεις, εύκολα πέφτουμε στην ειδωλολατρική παγίδα και νομίζουμε ότι η Αγία Γραφή και οι Πατέρες μιλούν γιά δύο διαφορετικές φύσεις στον άνθρωπο, μια πνευματική και μία υλική, την ψυχή και το σώμα.
Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αν ο άνθρωπος ήταν, όπως λένε, δισύνθετος, αν ήταν σύνθεση δύο διαφορετικών φύσεων, τότε ο Χριστός, ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού, δεν έχει δύο φύσεις, αλλά τρείς, τη Θεότητα και τις δύο ανθρώπινες φύσεις, το σώμα και την ψυχή, την πνευματική ανθρώπινη φύση και την υλική ανθρώπινη φύση! Κάτι τέτοιο, φυσικά, κανείς χριστιανός δεν θά το ισχυριζόταν. Και όμως, αυτοί που μιλούν γιά δισύνθετο δεν αναλογίζονται ότι αυτό στην πραγματικότητα λένε. Εν τούτοις, το βασικότερο δόγμα της πίστεώς μας είναι ότι «ο Λόγος σάρξ εγένετο», τίποτε άλλο, μόνο σάρξ.
Αυτή είναι η ανθρώπινη φύση, που πήρε ο Λόγος του Θεού σαρκούμενος, η σάρξ. Αυτή η ανθρώπινη φύση είναι μία και κοινή γιά όλους τους ανθρώπους. Η φύση του ανθρώπου είναι μία, όμως οι άνθρωποι είναι πολλοί και ο κάθε ένας είναι διαφορετικός από τον άλλον, τόσο διαφορετικός, που δεν υπάρχει ένας άνθρωπος, σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, που να είναι όμοιος με κάποιον άλλον. Τι συμβαίνει λοιπόν; Τι είναι αυτό που μας κάνει τον καθένα από μας όν μοναδικό και ανεπανάληπτο; Έχουμε όλοι, άραγε, μία κοινή γιά όλους φύση, τη σάρκα, και επιπλέον μια άλλη φύση, που είναι διαφορετική στον καθένα από μας; Πόσες ανθρώπινες φύσεις υπάρχουν τότε; Όσοι και οι άνθρωποι, και επιπλέον η κοινή φύση όλων μας, αλλά δεν πήρε τη φύση του καθενός μας, που είναι μοναδική γιά τον καθένα, αφού τότε θά έπρεπε να έχει μύριες φύσεις! Πώς, λοιπόν, μας ένωσε όλους με τη Θεότητα, πώς μας έσωσε από τη φθορά και το θάνατο, πώς μας έσωσε από την επιστροφή στην ανυπαρξία, στην οποία σαν κτιστά όντα, δημιουργημένα από το μηδέν έπρεπε κατ’ ανάγκη να επιστρέψουμε;
Η απάντηση που λογικά πρέπει να δώσουν οι υποστηρικτές του δισύνθετου είναι ότι ο Λόγος του Θεού πήρε μόνο τη μία ανθρώπινη φύση, την κοινή, τη σάρκα, και δεν πήρε την άλλη, τη μοναδική γιά τον καθένα μας. Και δεν πήρε αυτή τη μοναδική γιά τον καθένα μας φύση, γιατί αυτή δεν χρειαζόταν σωτηρία, ανάσταση και αφθαρτοποίηση, επειδή αυτή ήταν μόνη της αιώνια κάι άφθαρτη. Ότι, δηλαδή, ο Λόγος του Θεού πήρε τη σωματική ανθρώπινη φύση, γιατί αυτή χρειαζόταν ανάσταση και αφθαρτοποίηση, και δεν πήρε την ψυχή, γιατί η ψυχή μας είναι θεία, αφού μόνον η θεία φύση είναι αθάνατη και άφθαρτη.
Παραλλαγή της αιρετικής αυτής γιά τον άνθρωπο και τη σάρκωση του Θεού γνώμης είναι η Μακρακιστική θεωρία περί τρισυνθέτου. Ο άνθρωπος, κατ’ αυτήν, δεν έχει δύο αλλά τρείς φύσεις: το σώμα, την ψυχή και το πνεύμα. Και το μέν σώμα και η ψυχή είναι φθαρτά και θνητά, εφ’ όσον είναι κτίσματα, αλλά το πνεύμα είναι θείο, αφού είναι τμήμα του Αγίου Πνεύματος!!
Στό βάθος και οι δύο παραλλαγές της αιρέσεως ισχυρίζονται ότι ο άνθρωπος είναι εν μέρει θνητός και εν μέρει θείος. Και οι δύο παραλλαγές είναι καθαρά παραδείγματα ορθολογισμού και σχολαστικισμού τελείως ξένου πρός την Χριστιανική πίστη. Και οι δύο παραλλαγές προσπαθούν να εξηγήσουν τον άνθρωπο αγνοώντας μια πραγματικότητα, που είναι ουσιαστικά άγνωστη στην ειδωλολατρία, την πραγματικότητα του προσώπου.
Το πρόσωπο
Το πρόσωπο δεν είναι φύση. Ο Θεός είναι μία φύση σε τρία πρόσωπα. Η φύση του Θεού είναι κοινή στα τρία πρόσωπα. Το κάθε πρόσωπο, όμως, από τα τρία είναι μοναδικό.
Το γεγονός ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα Θεού», συνεπάγεται, εκτός των άλλων, ότι και στον άνθρωπο, όπως και στον Θεό, υπάρχει η ίδια διάκριση φύσεως και προσώπων. Και ο άνθρωπος, όπως και ο Θεός, είναι ένας κατά την φύση, αλλά σε μύρια πρόσωπα.
Αυτό που μας κάνει όλους ανθρώπους είναι η φύση μας, που είναι κοινή σε όλους μας. Αυτό που κάνει τον καθένα μας όν μοναδικό και ανεπανάληπτο είναι το πρόσωπό μας.
Και τη μέν φύση μας είδαμε από που την έχουμε και πώς δημιουργήθηκε. Το πρόσωπό μας, όμως, είναι ένα μυστήριο. Ένα μυστήριο, εν τούτοις, πέρα γιά πέρα χειροπιαστό, αφού είναι κάτι που το ζούμε καθημερινά στον εαυτό μας και στους ανθρώπους που μας περιβάλλουν.
Ουσιαστικά, αυτό που μας κάνει ανθρώπους, όντα διαφορετικά από τα ζώα, είναι η ύπαρξη του προσώπου μας.
Πρόσωπο δεν υπάρχει παρά μόνο στα λογικά όντα. Στό Θεό και, κατ’ εικόνα Θεού, στους ανθρώπους και στους αγγέλους. Τα ζώα δεν έχουν πρόσωπο, έχουν μόνο φύση.
Τι είναι το πρόσωπό μας από που το έχουμε;
Το πρόσωπό μας είναι το αποτύπωμα μιας σφραγίδας επάνω στη χωμάτινη φύση μας. Η σφραγίδα είναι θεία και μοναδική. Είναι το πρόσωπο του Λόγου του Θεού. Τα αποτυπώματα της σφραγίδας είναι όσα και οι άνθρωποι. Λέγονται εικόνες του Θεού. Το πρωτότυπο μιας βασιλικής σφραγίδας, του βασιλικού δαχτυλιδιού, είναι χρυσό. Τα αποτυπώματα της σφραγίδας, όμως, είναι από την ύλη επάνω σ΄την οποία ακούμπησε το χρυσό δαχτυλίδι, κερί ή πηλός. Το σχέδιο που αποτυπώνεται είναι αυτό που υπάρχει επάνω στό χρυσό βασιλικό δαχτυλίδι.
Στη δική μας περίπτωση, η θεία σφραγίδα είναι το πρόσωπο του Θεού Λόγου. Ο πηλός που δέχεται τη σφραγίδα είναι η χωμάτινη φύση μας. Το σχέδιο που αποτυπώνεται επάνω στη χωμάτινη φύση είναι η εικόνα του Θεού. Το ακούμπημα της θείας σφραγίδας επάνω στη χωμάτινη φύση είναι η σάρκωση του Θεού Λόγου.
Το σφράγισμα αυτό της χωμάτινης φύσης μας με το πρόσωπο του Θεού Λόγου δεν είναι μόνο μια ιστορική πραγματικότητα. Είναι, κυρίως, μια οντολογική πραγματικότητα, πάνω και πέρα από το χρόνο, με τα θεμέλιά της στηριγμένα επάνω στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό.
Τα θεία, λοιπόν, χαρακτηριστικά του είναι μας δεν προέρχονται από τη χωμάτινη φύση μας, αλλά από την εικόνα του Θεού που τυπώθηκε επάνω σ’ αυτή τη φύση. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι η ελευθερία, ο λόγος, η αθανασία, η δεκτικότης της Ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, η δυνατότητα της δημιουργίας και άλλα παρόμοια. Δεν είναι χαρακτηριστικά φύσεως, αλλά χαρακτηριστικά προσώπου.
Το πρόσωπό μας δεν είναι αυτό που λέγεται ψυχή, γιατί ψυχή δεν έχουμε μόνον εμείς οι άνθρωποι. Ψυχή έχουν όλα τα ζώα και όλα τα φυτά. Ψυχή σημαίνει ζωή. Όσοι έχουν ζωή έχουν ψυχή. Ζωή και ψυχή είναι ταυτόσημες έννοιες. Τι είναι, λοιπόν, πρόσωπο;
Όπως όλα τα μυστήρια, το πρόσωπο δεν είναι κάτι που μπορεί να οριστεί. Είναι το άπιαστο «κάτι», που έδωσε στους ανθρώπους η ενανθρώπιση του Λόγου και τους έκανε να τον μοιάζουν, να γίνουν εικόνες Του και έτσι να γίνουν δεκτικοί της Χάριτος και Ενεργείας του Αγίου Πνεύματος. Δεν είναι φύση, δεν είναι μια δεύτερη ουσία. Είναι μια ιδιότητα της χωμάτινης φύσης, που όμως, είναι δοσμένη απ’ έξω, αποτύπωμα του Θείου Προσώπου του Υιού και Λόγου του Θεού στον καθένα από μας. Αυτό είναι που κάνει τον καθένα από μας όν μοναδικό, ανεπανάληπτο, ελεύθερο, γνωστό στό Θεό και επομένως, εσαεί υπαρκτό στη θεία μνήμη, έτσι ώστε και μετά το θάνατο και τη διάλυση της φύσεώς του, αυτό να μένει «εν χειρί Θεού». Η θεία μνήμη είναι ύπαρξη και ζωή αιώνιος «εν Θεώ».
Το πρόσωπο είναι ό,τι μένει από τον άνθρωπο μετά θάνατο. Ό,τι τον συνδέει με την καινούρια φύση που θά αποκτήσει με την Ανάσταση, αυτό που γεφυρώνει το παλιό σώμα της φθοράς με το καινούριο της αφθαρσίας και κάνει και το παλιό και το καινούριο σώμα, σώμα του ιδίου και ανεπανάληπτου ανθρώπου.
Ίσως, ένα παράδειγμα από τον κόσμο μας βοηθήσει γιά την ακατανόητη κατανόηση του μυστηρίου γιά το οποίο μιλάμε.
Υπάρχουν πολλά υλικά στη φύση. Όταν έρθουν σε επαφή με τη φωτιά, άλλα καίγονται, άλλα σκληραίνουν, άλλα λιώνουν και διαλύονται. Υπάρχουν, όμως, και υλικά που αν και είναι φύσεις τελείως διαφορετικές από τη φωτιά είναι φτιαγμένα έτσι ώστε, όταν έρθουν σ’ επαφή μαζί της να γίνονται κι αυτά φωτιά. Τέτοιο υλικό είναι το σίδερο. Το σκουριασμένο σίδερο είναι μια ύλη, όπως όλες οι άλλες, όσο είναι μακρυά από τη φωτιά. Όταν, όμως, έρθει σ’ επαφή με τη φωτιά πυρακτώνεται, λάμπει, ακτινοβολεί και καίει χωρίς καθόλου να πάψει στη φύση του να είναι σίδερο. Η φωτιά δεν του δίνει μια δεύτερη φύση, αλλά του δίνει ιδιότητα, που η φύση του δεν έχει. Το σίδερο είναι φτιαγμένο έτσι ώστε να δέχεται τις ιδιότητες της φωτιάς φτιαγμένο έτσι ώστε να δέχεται τις ιδιότητες της φωτιάς και να γίνεται κι αυτό φωτιά, όσο είναι σ’ επαφή μαζί της.
Κάτι τέτοιο είναι και ο άνθρωπος. Έχει ιδιότητες που πήρε από το γεγονός ότι ο Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος και πήρε επάνω του τη φύση μας.
Η Σάρκωση του Λόγου του Θεού ένεργεί στη φύση του ανθρώπου και τον κάνει πρόσωπο. Το εμφύσημα του Αγίου Πνεύματος ενεργεί στό πρόσωπο, που είναι δεκτικό του Αγίου Πνεύματος, και γίνεται ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν.
«Και έπλασε ο Θεός τον άνθρωπον χούν από της γής, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν». Ο άνθρωπος είναι από την φύση του χώμα της γής, έχει το πρόσωπο επειδή ο Θεός τον θέλησε κατ’ εικόνα Του και έγινε άνθρωπος γι’ αυτόν. Επάνω σ’ αυτό το πρόσωπο ενεφύσησε ο Θεός, πνοή ζωής, την Χάρη του Αγίου Πνεύματος και έγινε ο άνθρωπος ψυχή ζώσα. Όπως γίνεται το σίδερο, που είναι δεκτικό της φωτιάς και όταν έρθει σ’ επαφή με τη φωτιά πυρακτώνεται κι αυτό από την ενέργεια της φωτιάς.
Η σύγχυση
Η σύγχυση που υπάρχει επάνω στό θέμα της ψυχής έχει τις ρίζες της στην ειδωλολατρία. Ο Χριστιανισμός εκφράστηκε και μίλησε στον κόσμο, βασικά, με την ελληνική γλώσσα. Όμως, η ελληνική γλώσσα, όπως και όλες οι άλλες γλώσσες που χρησιμοποίησαν οι Χριστιανοί εκτός από την εβραϊκή, είναι γλώσσα ειδωλολατρικής προέλευσης, που εκχριστιανίστηκε. Οι λέξεις παρέμειναν οι ίδιες, αλλά πήραν άλλο νόημα. Ανάμεσα στις ειδωλολατρικές λέξεις, που στό Χριστιανισμό πήραν άλλο νόημα, είναι και η λέξη «ψυχή». Η λέξη αυτή μέσα στη χριστιανική γραμματεία πήρε δύο διαφορετικά νοήματα. Το πρώτο είναι αυτό με το οποίο χρησιμοποιείται στην Αγία Γραφή. Ψυχή ίσον ζωή. Π.χ. «Ός αν θέλει την ψυχήν αυτού σώσαι, απωλέσει αυτήν. Ός δ’ αν απωλέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού και του Ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν». Το δεύτερο νόημα, με το οποίο χρησιμοποιήθηκε κυρίως η λέξη από τον εκχριστιανισμένο, πρώην ειδωλολατρικό, κόσμο των εξ εθνών χριστιανών είναι ψυχή ίσον πρόσωπο.
Η έννοια του προσώπου δεν ήταν καθόλου οικεία στον ειδωλολατρικό κόσμο. Οι ειδωλολάτρες δεν ήξεραν τι σημαίνει πρόσωπο, αφού γι’ αυτούς «Θεός» είναι η κτίση, το σύμπαν, το Πάν. Το Πάν όμως αυτό του ειδωλολατρικού πανθεϊσμού είναι απρόσωπο. Οι ειδωλολάτρες έχουν ύστατο προορισμό και τελειότητα την ταύτισή τους μ’ αυτό το απρόσωπο Πάν. Το πρόσωπο, γι’ αυτούς, η ατομική ψυχή, είναι μια κατώτερη κατάσταση, που πρέπει να υπερπηδηθεί. Τα πάντα πρέπει να σβύσουν μέσα στην παγκοσμιότητα.
Γιά τους χριστιανούς, όμως, η έννοια του προσώπου είναι η βασικώτερη έννοια της πίστεώς τους. Τον Θεό δεν τον γνωρίσαμε σαν φύση, αλλά σαν πρόσωπο. Η φύση εκφράζεται και ζεί μέσα στό πρόσωπο. Αλλά, η φύση του Θεού μας είναι απρόσιτη, απλησίαστη, ενώ το πρόσωπο του Θεού το γνωρίσαμε και το ζήσαμε, γιατί θέλησε νά’ρθει ανάμεσά μας με τη δική μας φύση.
Ο Θεός μας αποκάλυψε ότι και τα δικά μας πρόσωπα είναι εικόνες του δικού Του προσώπου και ότι είναι δεκτικά της κοινωνίας με την δική του θεία φύση. Επειδή είναι εικόνες του δικού Του προσώπου, μπορούν να δεχθούν το πύρ της θείας φύσεως και να γίνουν και αυτά φωτιά, χωρίς να είναι καθόλου από τη φύση τους φωτιά.
Επειδή, όμως, η τόσο καίρια γιά τους Χριστιανούς έννοια του προσώπου ήταν ανοίκεια, δόθηκαν στη γνωστή και οικεία λέξη «ψυχή», όσα χαρακτηριστικά ανήκαν στό πρόσωπο, και χρησιμοποιήθηκε η λέξη «ψυχή» γιά να εκφράσει την έννοια πρόσωπο. Όμως, η λέξη «ψυχή» δεν έπαυσε να είναι φορτισμένη με την παλιά ειδωλολατρική της σημασία, του δεύτερου πνευματικού συνθετικού του ανθρώπου.
Το πρόσωπο είναι ένα μυστήριο, το μυστήριο της θείας σφραγίδας επάνω στη χωμάτινη ανθρώπινη φύση. Τα μυστήρια δεν είναι οικεία στον άνθρωπο. Η ειδωλολατρική έννοια της ψυχής, όμως, δεν είχε κανένα μυστήριο. Είναι μια άλλη φύση, που συμλέκεται και συζεί με την υλική φύση. Είναι το πνεύμα που συμπλέκεται με την ύλη. Πεθαίνει το σώμα και διαλύεται η υλική φύση, αλλά μένει το πνεύμα σαν δεύτερη ανεξάρτητη φύση. Πράγματα πολύ κατανοητά γιά το ορθολογιστικό ανθρώπινο μυαλό. Έτσι, σιγά – σιγά, η έννοια της ψυχής ξαναπήρε γιά μερικούς χριστιανούς την αρχαία ειδωλολατρική της σημασία και έγινε ο άνθρωπος, τουλάχιστον στη λαϊκή κατανόηση, όν δισύνθετο.
Έτσι, δόθηκε στην προσωπικότητα του ανθρώπου, που παραμένει μετά την διάλυση του σώματός του, μια δική της πνευματική φύση. Αυτό σημαίνει, βέβαια, καθαρή επιστροφή στην ειδωλολατρία. Σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη, το πρόσωπο του ανθρώπου διατηρείται μετά θάνατον έχοντας δική του ανεξάρτητη οντότητα και φύση και όχι , το επειδή παραμένει «εν χειρί Θεού», μέσα στη γνώση του Θεού, που είναι ύπαρξη πραγματική, αλλά τέλεια εξαρτημένη από τοΘεό. Μια τέτοια αθανασία της δικής του φύσης, έστω και αν είναι δοσμένη από το Θεό, καταλήγει να είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη. Μια τέτοια αθανασία μπορεί να την έδωσε ο Θεός, μπορεί να είναι χαρισμένη από το Θεό, κατά χάριν, αλλά από τη στιγμή που δόθηκε είναι πιά φυσικό κτήμα του ανθρώπου, δηλαδή μια δεύτερη φύση στον άνθρωπο, που γίνεται έτσι δισύνθετος, από ύλη θνητή και πνεύμα αθάνατο. Άς αφήσουμε που είναι πολλοί αυτοί που ισχυρίζονται με πάθος και φανατισμό ότι η ψυχή δεν είναι χάριτι, αλλά φύσει αθάνατος.
Η πηγή της αθανασίας μας είναι η Ανάσταση του Χριστού. Ο Χριστός ανέστησε τη χωμάτινη φύση μας και την έκανε άφθαρτη. Δεν υπάρχει άλλη πηγή αθανασίας εκτός από την Ανάσταση, αφού δεν υπάρχει στον άνθρωπο δεύτερη φύση. Αυτό που λέμε αθανασία της ψυχής δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εν Θεώ ταυτότης του ανθρώπινου προσώπου. Το πρόσωπό μας είναι το ίδιο και στην κατάσταση της φθοράς και στην κατάσταση της αφθαρσίας, και πρίν από την Ανάσταση και μετά. Δεν υπάρχει χρονική διάσταση σ’ αυτό που ονομάζουμε «μετά θάνατον ζωή της ψυχής», αφού τα πρόσωπά μας μετά το θάνατο και τη διάλυση του σώματος είναι «εν χειρί Θεού», και εν Θεώ δεν υπάρχει χρόνος. Δεν ζούν οι ψυχές μια άλλη δική τους αυτόνομη ζωή μετά θάνατον, αφού δεν είναι φύσεις, αλλά πρόσωπα. Η ζωή τους και η ύπαρξή τους είναι ο Θεός, το πρωτότυπο της σφραγίδας που λέγεται πρόσωπο.
Πώς να καταλάβουν οι άνθρωποι τέτοια μυστήρια; Πόσο εύκολη είναι η ολίσθηση στον ειδωλολατρικό ορθολογισμό!
Δεν ζούν οι ψυχές μετά θάνατον, το χρονικό διάστημα μέχρι την Ανάσταση των νεκρών, σε μια κατάσταση ασωμάτου υπάρξεως, σαν πνευματικές φύσεις που χωρίσθηκαν από το σώμα τους. Δεν υπάρχει τέτοιο χρονικό διάστημα παρά γιά τους ζώντες, γιά τον φυσικό κόσμο, μια διάσταση του οποίου είναι ο χρόνος. Την κατάσταση του θανάτου ουδέποτε την περιέγραψε η εκκλησία, γιατί δεν είναι κατάσταση φυσική γιά να περιγραφεί. Είναι διατήρηση του προσώπου, της υποστάσεως του είναι μας, εν Θεώ. Ό,τι είναι εν Θεώ είναι έξω από τη φύση και δεν περιγράφεται. Οι ψυχές δεν έχουν καθόλου άμεση επαφή με τους ζώντες, ούτε καταλαβαίνουν, ούτε αισθάνονται τον κόσμο και τον χρόνο που κυλάει. Εν τούτοις, οι ψυχές, τα πρόσωπα των αγίων, δέχονται τις προσευχές μας και απαντούν σ’ αυτές. Αυτό, όμως, δεν γίνεται με κάποιο φυσικό τρόπο. Τις προσευχές μας πρός τους αγίους τις δέχεται ο Θεός, και οι άγιοι διά του Θεού απαντούν και παρεμβαίνουν. Δεν έχουν δική τους αυθυπαρξία. Και όμως, οι νεκροί υπάρχουν και ζούν, όχι εν χρόνω και όχι κατά φύση, αλλά κατά Θεόν.
Ό,τι μπορεί να καταλάβει κανείς απ’ αυτές τις αλήθειες ας καταλάβει. Το μυστήριο της διακρίσεως της φύσεως και των προσώπων είναι το βασικώτερο της πίστεώς μας. Τα μυστήρια δεν τα καταλαβαίνουμε αλλά τα ζούμε. Όποιος ζεί την Ορθοδοξία κάτι καταλαβαίνει απ’ όσα είπαμε. Οι άλλοι προσπαθούν να καταλάβουν τα μυστήρια με το μυαλό, αλλά τα μυστήρια δεν χωρούν στό μυαλό.
Η φύση μας είναι υλική και χωμάτινη, όπως ολόκληρη η φύση των κτιστών. Τα πρόσωπά μας είναι θεία σφραγίδα επάνω σ’ αυτήν την χωμάτινη φύση, αποτέλεσμα ενός γεγονότος επάνω στη φύση μας, του γεγονότος της Σαρκώσεως του Λόγου. Αυτή η ενανθρώπιση του Λόγου έδωσε στη φύση μας το αποτύπωμα του Προσώπου του Λόγου του Θεού, έκανε τον άνθρωπο εικόνα του Θεού. Το πρόσωπο είναι που μας κάνει ανθρώπους, το πρόσωπο είναι που γεφυρώνει την πρό την αναστάσεως φθαρτή φύση μας με την άφθαρτη φύση που θά μας δώσει η Ανάσταση. Αυτή η αναστημένη φύση ήδη υπάρχει στό πρόσωπο του Χριστού. Ό,τι είμαστε, είμαστε εν Χριστώ. Θά βγούμε από τη σύγχυση γιά το τι είναι ο άνθρωπος μόνον αν καταλάβουμε ότι ο Χριστός είναι η ίδια η ρίζα του είναι μας και το θεμέλιο της ύπαρξής μας.
Η πνοή της ζωής
Λέγει ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ στό μαθητή του Μοτοβίλωφ:
«Έχουμε γίνει πάρα πολύ απρόσεκτοι στό έργο της σωτηρίας μας. Κι απ’ αυτό προέρχεται το ότι πολλά χωρία της Αγίας Γραφής δεν τα παίρνουμε με την έννοια που τους ταιριάζει. Κι όλα αυτά, επειδή δεν ζητάμε τη Χάρη του Θεού και δεν της επιτρέπουμε, εξ αιτίας της υπερηφανίας μας, να εισχωρήσει στις ψυχές μας και δεν έχουμε τον πραγματικό φωτισμό, που στέλνει ο Θεός σ’ όλες τις ψυχές, που πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη του.
Να ένα παράδειγμα. Πολλοί ερμηνεύουν, ότι όταν η Βίβλος λέει: «Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χούν από της γής, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. β΄ 7), αυτό σημαίνει πώς μέχρι τη στιγμή εκείνη ο Αδάμ δεν είχε ψυχή και ανθρώπινη πνεύμα, αλλά ήταν μόνο σάρκα, πλασμένη από λάσπη της γής. Η ερμηνεία αυτή δεν είναι σωστή. Διότι ο Κύριος και Θεός εδημιούργησε τον Αδάμ από λάσπη της γής, αλλά τον ανέδειξε μια σύνθεση ψυχής και σώματος, ώστε ο απόστολος Παύλος να βεβαιώνει: «Ολόκληρον ημών το πνεύμα και η ψυχή και το σώμα αμέμπτως εν τη παρουσίΆα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τηρηθείη» (Α΄ Θεσσαλ. ε΄, 23).
Και τα τρία αυτά μέρη της ύπαρξής μας ήταν δημιουργημένα από λάσπη της γής. Αλλά, ο Αδάμ δεν πλάστηκε ένα νεκρό δημιούργημα. Έγινε μια ζωντανή ύπαρξη, όμοια με τα άλλα έμψυχα πλάσματα του Θεού, που ζούσαν στη γή. Όμως, κάτι που έχει βασική σημασία είναι τούτο: Αν ο Θεός δεν εμφυσούσε, ύστερα από τη δημιουργία του, στό πρόσωπο του Αδάμ «την πνοήν της ζωής», δηλαδή, την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που εκπορεύεται από τον Πατέρα και αναπαύεται στον Υιό και στέλλεται στον κόσμο από τον Υιό, τότε ο Αδάμ, αν και ήταν το τελειότερο ανάμεσα στα δημιουργήματα του Θεού, σαν το στεφάνι των επιγείων δημιουργημάτων, θά ’μενε χωρίς να έχει μέσα του το Άγιο Πνεύμα, που ανυψώνει τον άνθρωπο και τον εξομοιώνει με το Θεό. Θά ήταν ο ίδιος μ’ όλα τα άλλα δημιουργήματα, που έχουν σώμα, ψυχή και πνεύμα – «κατά γένος αυτών» – αλλά, δεν έχουν μέσα τους το Άγιο Πνεύμα.
Όταν ο Κύριος ενεφύσησε στό πρόσωπο του Αδάμ πνοήν ζωής, τότε, σύμφωνα με την έκφραση του Μωϋσέως, «εγένετο ο Αδάμ εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. β΄ 7). Δηλαδή έγινε όμοιος με το Θεό, αθάνατος, όπως αυτός, εις τους αιώνες των αιώνων».
Έχουμε, εδώ, μια καθαρή πατερική φωνή που μας βεβαιώνει ότι:
1. -Η συνηθισμένη εξήγηση των σημερινών Χριστιανών, ότι ο Αδάμ δημιουργήθηκε από το Θεό σαν ένα πήλινο άγαλμα ή σαν ένα πτώμα και ότι η πνοή που ο Θεός εμφύσησε στό πρόσωπό του ήταν δήθεν η ψυχή, προέρχεται από το γεγονός ότι «έχουμε ξεφύγει από την απλότητα της αρχικής χριστιανικής γνώσης», γιατί «η υπερηφάνεια του νού μας δεν επιτρέπει στη Χάρη του Θεού να κατοικήσει στις ψυχές μας, γι’ αυτό και δεν έχουμε αληθινή φώτιση από τον Κύριο» και εφευρίσκουμε «μύθους».
2. – Ο Αδάμ, πρίν δεχθεί την πνοή του Θεού, ήταν ένα ζωντανό ον, όπως όλα τα άλλα ζώα στη γή με όλες τις φυσικές του ιδιότητες, έχοντας πνεύμα, ψυχή, μυαλό, καρδιά, όπως έχουν όλα τα ζώα, το καθένα κατά το είδος του.
3.– Η πνοή του Θεού δεν έχει φυσικό, βιολογικό ή ψυχολογικό νόημα, δεν είναι κάποιο από τα φυσικά συστατικά του ανθρώπου, αλλά είναι η άκτιστη Ενέργεια του Αγίου Πνεύματος δοσμένη στον άνθρωπο από το Χριστό.
Αυτή η πνοή του Θεού, η άκτιστη Ενέργεια του Αγίου Πνεύματος είναι η ίδια μ’ αυτήν που φυτεύεται στους Χριστιανούς σαν σπόρος από την Εκκλησία κατά το Άγιο Βάπτισμα και η οποία, αν η ελευθερία του ανθρώπου επιτρέψει, βλασταίνει την αγιότητα και δίνει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος.
Αυτό κατά το οποίο ο άνθρωπος πραγματικά διαφέρει από τα άλλα ζώα είναι ότι αυτός, σε αντίθεση με τα ζώα, έχει τη δυνατότητα να δεχθεί την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Αυτό που δίνει στον άνθρωπο αυτή τη δυνατότητα, πάντως, δεν είναι η βιολογική του ανωτερότητα, δεν είναι η ανωτερότητα του μυαλού. Αυτή τη δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος να δεχθεί, αν το θελήσει, την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος δεν τη δίνει σ’ αυτόν τίποτε το φυσικό. Του την δίνει το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος κατ’ εικόνα του Θεού (Γεν. α΄ 27), δηλαδη πρόσωπο (Γεν. β΄ 7).
«Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν».
Μας δίνει εδώ, η Αγία Γραφή, τρείς οντολογικές αλήθεες για τον άνθρωπο:
α. Από την πλάση του ο άνθρωπος είναι χώμα.
β. Το εμφύσημα ο Θεός το έδωσε σε κάτι που το ονομάζει «το πρόσωπον αυτού»
γ. Το εμφύσημα είναι «πνοή ζωής», που έκανε τον άνθρωπο «εις ψυχήν ζώσαν».
Δηλαδή: Ο άνθρωπος είναι χώμα (όπως όλα τα κτίσματα), που όμως έχει πρόσωπο επάνω στο οποίο ο Θεός ενεφύσησε «πνοήν ζωής», που τον έκανε «ζωντανήψυχή».
Για να καταλάβουμε καλύτερα τη διάκριση ανάμεσα σε «ψυχή», απλώς, και σε «ζωντανή ψυχή» πρέπει να θυμηθούμε τα όσα είπε ο Χριστός σ’ αυτόν που ήθελε μεν να τον ακολουθήσει, αλλά ζήτησε την άδεια να πάει πρώτα να θάψει τον νεκρό πατέρα του. Του είπε ο Χριστός: «Άφες τους νεκρούς θάπτειν τους εαυτών νεκρούς». Από αυτό φαίνεται καθαρά ότι ο Κύριος θεωρεί «νεκρούς» όλους τους ανθρώπους που δεν έχουν ζωντανή κοινωνία με το Θεό, ανεξάρτητα από το αν είναι βιολογικά ζωντανοί ή βιολογικά νεκροί. Όλοι είναι ουσιαστικά νεκροί μόνο που οι βιολογικά ζωντανοί μπορούν να θάψουν τους βιολογικά νεκρούς. Επομένως, αυτό που κάνει τον άνθρωπο πραγματικά ζωντανό, αυτό που τον κάνει «ψυχήν ζώσαν», δεν είναι κάτι που βρίσκεται σε όλους τους ανθρώπους. Είναι κάτι που δίδεται μόνον σ’ αυτούς που έχουν την προαίρεση να το δεχθούν, σ’ αυτούς που το θέλουν ελεύθερα. Δεν είναι ένα φυσικό συστατικό του ανθρώπου, όπως θα ήταν η ψυχή, αλλά μια υπερφυσική θεία δωρεά και Ενέργεια, η δωρεά και άκτιστη Ενέργεια της Χάριτος του αγίου Πνεύματος. Η απόκτηση αυτής της δωρεάς του αγίου Πνεύματος είναι ο σκοπός της ζωής μας, όπως τόσο παραστατικά το δίδαξε ο άγιος Σεραφείμ στό μαθητή του Μοτοβίλωφ. Γι’ αυτό είμαστε δημιουργημένοι και σ’ αυτό είμαστε καλεσμένοι.