Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

AΝΕΚΔΟTO ΜΑΡΤΥΡIO TOY ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ AΘANAΣIOY TOY ΛΗΜΝIOY († 1846)



Συμεὼν Ἀ. Πασχαλίδη
Ἀν. Kαθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ AΠΘ
 
                                                                                                           
AΝΕΚΔΟTO ΜΑΡΤΥΡIO TOY ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ
AΘANAΣIOY TOY ΛΗΜΝIOY († 1846)
Ὁ νεομάρτυρας Ἀθανάσιος ὁ Λήμνιος, ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον ὄ­ψι­­μους νεομάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ τὸ μαρτύριό του ἐπισυ­νέ­βη δυόμισυ δεκαετίες μετὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, κατέστη γνω­στὸς ἀπὸ μία σύντομη νεομαρτυρολογικὴ διήγηση ποὺ περιλαμ­βά­νεται στὸν ἁγιορειτικὸ κώδικα ἁγ. Παντελεήμονος 608[1]. Πρό­σφα­τα, ὡστό­σο, ἐντοπίσαμε ἕνα μετρίας ἐκτάσεως Μαρ­τύ­ριό του, στὸ ὁποῖο πα­ρέ­χονται ἐπιπλέον στοιχεῖα τόσο γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Ἀθανασίου κατὰ τὴ νεανική του ἡλικία, τὴν ἐξωμοσία του, τὴ μεταστροφή του στὴ χρι­στιανικὴ πίστη καὶ τὸ μαρτυρικό του τέλος, ὅσο καὶ γιὰ τὰ πρό­σω­πα τὰ ὁποῖα σχετίζονται μὲ τὴ γνωστοποίηση τοῦ μαρτυρίου του καὶ τὴ συγγραφὴ αὐτοῦ τοῦ νεομαρ­τυ­ρο­λο­γικοῦ κειμένου. Τὸ Μαρ­τύ­ριο αὐ­τὸ κα­ταλαμβάνει τὶς σελίδες 169-173 τοῦ κώδ. Ἁγ. Παν­τε­λεή­μονος 716 (Λάμ­προς 6223), τοῦ 19ου αἰώνα[2], καὶ κατακλεί­ε­ται μὲ τὸ ἀπολυ­τί­κιο τοῦ Νεο­μάρ­­τυ­ρος, πιθανότατα σύνθεση κά­ποι­ου ἀπὸ τοὺς γνω­στοὺς ἁγιο­ρεῖ­τες ὑμνο­γρά­φους αὐτῆς τῆς περιόδου.
Σύμφωνα μὲ τὸ ἀνέκδοτο Μαρτύριό του, ὁ Ἀθανάσιος  κατα­γό­ταν ἀπὸ τὴ Λῆμνο. Ἔλαβε τὴ στοι­χει­ώ­δη παιδεία τῆς ἐποχῆς του στὴ γενέτειρά του καὶ ἐν συ­νε­χεία, κι­νού­μενος ἀπὸ θεῖο ζῆλο με­τέ­βη στὸ Ἅ­γιον Ὄρος, στὸν παραγωγικὸ χῶρο τοῦ ὁποίου ἀνῆκε ἡ Λῆμνος ἤδη ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ ἐποχή[3], καὶ εἰσῆλθε στὴ Mε­γίστη Λαύ­ρα, τε­θεὶς ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση κάποιου γέροντος. Kατὰ τὴν περίοδο τῆς ὀδυνηρῆς γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος πε­ριό­δου τῆς Ἐπα­να­στά­σεως τοῦ 1821[4], ὁ Ἀθανάσιος, ὅπως καὶ ἄλλοι Ἁ­γιο­ρεῖτες, αἰχμα­λω­τίσθηκε καὶ μεταφέρθηκε, μαζὶ μὲ ἄλλα ἑβδο­μήν­τα «παιδία», ἀρ­χι­κὰ στὴ Θεσσαλονίκη[5] καὶ ἐν συνε­χεί­α στὴν Aἴ­γυ­πτο, ὅπου καὶ ἐξι­σλα­μί­σθη­κε. Ὁ συντάκτης τοῦ Μαρ­τυρίου προσ­θέ­τει ὅτι μόνο ἕνας λαϊ­κός, ποὺ ὀνομαζόταν Ζαφείρης, δὲν ὑπέ­κυ­ψε στὶς πιέσεις νὰ ἐξω­μό­σει καὶ τελικὰ μαρτύρησε[6].
Στὴν Αἴγυπτο, πιθα­νό­τα­τα στὸ Κάϊρο, ποὺ μνημονεύεται στὸ ὅραμα τοῦ Μαρ­­τυρίου ὡς «μέγα Κάερον»[7], ὁ Ἀθανάσιος ἔζησε ἀρ­χι­κὰ ὡς δοῦ­λος, ἐνῶ λίγο ἀργότερα νυμφεύθηκε μία γυναίκα ποὺ εἶχε ἐπίσης ἐξω­μό­σει καὶ ἀπέκτησε ἀρκετὰ μεγάλη περιουσία. Ἡ τριττή, ὅμως, θαυ­μα­στὴ ἐμ­φάνιση καὶ παρέμβαση τοῦ Mεγά­λου Ἀ­θα­­νασίου, ἡ ὁποία συνοδεύτηκε καὶ ἀπὸ μία ὅ­ρα­ση[8], ἡ ὁποία ἐντάσ­σε­ται στὸ πλαίσιο τῆς ἀποκαλυπτικῆς καὶ χρησμο­λο­γικῆς γραμ­μα­τεί­ας τῆς Τουρκοκρατίας[9], τὸν ὁδήγησε τελι­κὰ σὲ με­­τά­νοια καὶ στὴν ἀ­πό­φαση, μὲ τὴν καταλυτικὴ παρέμ­βα­ση καὶ τῆς συζύγου του, ἡ ὁποί­α τὸν προέτρεψε νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρώα πίστη του[10], νὰ ἐγκα­τα­λείψει τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ πλούτη ποὺ εἶχε ἀποκτήσει καὶ νὰ ἐπι­στρέψει μὲ πλοῖο στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου διέμει­νε στὸ Kελλὶ τοῦ Ἁγί­ου Ἀντωνίου, «κα­λούμενον Σεράγιον πλησίον τῶν Kαρυῶν». Πρό­κει­ται γιὰ τὴ σημε­ρι­νὴ Σκήτη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, ὅπως μετο­νο­μά­σθη­κε μετὰ τὴν ἀγορά του καὶ τὴν ἀνέγερση τοῦ νεότερου ἐπιβλητικοῦ κα­θο­λι­κοῦ του ἀπὸ τοὺς Ρώ­σους τὸ 1849, τὸ Βατο­πε­δι­νὸ Κελλὶ τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀνα­συ­στήσει ὁ ἐξό­ρι­στος πατριάρχης Σερα­φεὶμ Β΄[11]. Ἐκεῖ ἐξο­μο­λογήθηκε σὲ κά­ποι­ον πνευματικό, ποὺ εἶ­ναι πι­θα­νὸ νὰ ταυτίζεται μὲ τὸν ἱερο­μό­ναχο Σά­βα τὸν πνευματικό, ­ποῖ­ος ὑπῆρξε τελευ­ταῖ­ος ἑλλη­νι­κῆς κα­τα­γωγῆς ἀγοραστὴς τοῦ ἐν λό­γω Kελλίου[12], κα­τη­χήθηκε, νή­στευ­σε καὶ ἔλαβε τὸ ἅγιο χρίσμα, ἀνα­κτών­τας πλέον τὴ χρι­στιανική του ἰδιό­τη­τα. Ὑποδηλώνεται, μά­λι­στα, ἐδῶ, μὲ τὴ φράση «τοῦ ἀνέγνωσε τὰς ἐ­ξι­λα­στι­κὰς εὐ­χάς», τὸ καθιε­ρω­μένο καὶ ἀπο­δι­δό­μενο ἀπὸ τὶς πη­γὲς στὸν πα­τρι­άρ­χη Με­θό­διο τυ­πι­κὸ τῆς ἐπανεισ­δο­χῆς στοὺς κόλ­πους τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῶν ἀρ­νη­­σι­χρί­στων[13], μέσα σὲ ἕνα πλαίσιο τὸ ὁποῖο δὲν ἀ­παι­­τοῦσε τὴν ὁμο­λο­γία τῆς πίστεώς τους ἐνώπιον τῶν Τούρ­κων. Ἡ πε­ρίπτωση δηλαδὴ τοῦ Ἀθανασίου δὲν ἐντάσσεται στὴν εὐ­ρύ­τατα διαδεδομένη κατὰ τοὺς προγενέστερους αἰῶνες ἐν­θου­σια­στι­κὴ πα­ρά­δοση, ποὺ καλλιερ­γή­θηκε ἰδιαίτερα καὶ ἀπὸ τοὺς Κολ­λυ­βά­δες κα­τὰ τὰ τέλη τοῦ 18ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα, τῆς προε­τοι­­μα­σίας πρώην ἀρνη­σι­χρί­στων γιὰ τὸ μαρτύριο[14], ἀλλὰ στὴν πα­ράλ­ληλη ἐκκλησιαστικὴ παρά­δο­ση ποὺ ἐκπροσωπεῖται ἀπὸ ἐκ­κλη­σιαστικὰ πρόσωπα τῆς ἴδιας πε­ριόδου, ὅπως ὁ πατριάρχης Καλ­λί­νικος Γ´ ἀπὸ τὴ Ζαγορά[15].
Φεύγοντας ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἀθανάσιος μετέβη ἀρχικὰ στὶς ἀπελευθερωμένες πλέον περιοχές τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ τελικὰ ἐγκατα­στά­θη­κε στὴν τουρκοκρατούμενη ἀκόμη γενέ­τει­ρά του Λῆμνο, λαμ­βά­νοντας θάρρος ἀπὸ κάποια συνθήκη ποὺ ὑπογράφηκε με­τα­ξὺ τῶν μεγάλων δυνάμεων τῆς Εὐρώπης καὶ τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους καὶ διασφάλιζε τὴ θρη­σκευτικὴ ἐλευθερία τῶν ὀθωμανῶν ὑπηκόων, ἀ­να­φορὰ ποὺ πι­θα­νότατα ὑπονοεῖ τὴ σχετικὴ συνθήκη ποὺ ὑπο­γράφηκε μετὰ τὴ ναυ­μα­χία τοῦ Ναυαρίνου τὸ 1827 ἢ ἴσως μετὰ τὴν ἧττα καὶ συνθη­κο­λόγηση τῶν Τούρκων στὴν Ἀδριανού­πο­λη κατὰ τὸ Ρωσο­τουρ­κι­κὸ πόλεμο τοῦ 1829[16]. Ἐκεῖ ὅμως οἱ Tοῦρκοι κάτοικοι τοῦ νησιοῦ τὸν ἀ­να­γνώρισαν καὶ ἀναζη­τοῦσαν τρόπο γιὰ νὰ τὸν φο­νεύσουν[17]. Προ­φα­σι­ζόμενοι λοιπὸν κά­ποι­α ἐμπο­ρι­κὴ συν­ερ­γα­σία, τὸν ἔπνι­ξαν, ρί­χνοντάς τον ἀπὸ τὸ πλοῖο στὴ θάλασσα τοῦ Ἑλλή­σπον­­του.
Tὰ περιστατικὰ συγγραφῆς τοῦ Μαρτυρίου τοῦ νεομάρτυρος Ἀ­θα­νασίου καὶ ἡ διάσωση τῆς μνήμης του σὲ δύο κώδικες τῆς μονῆς Ἁγ. Παντελεήμονος στὸ Ἅγιον Ὄρος, καθίστανται ἐν μέρει γνω­στὰ ἀπὸ τὴν ἐπιγραφή του, ὅπου σημειώνεται ὅτι συντάχθηκε «προτροπῇ καὶ εἰσηγήσει τοῦ πανοσιωτάτου Θωμᾶ ἱερομονάχου, διατελοῦντος ἐν τῇ Ἱερᾷ Mονῇ τοῦ ῾Ρωσσικοῦ». Πρόκειται προφανῶς γιὰ τὸν ἱερο­μό­να­χο Θωμᾶ Γερμανό, ὁ ὁποῖος προσωνυμεῖται σὲ κάποια σημειώ­μα­τα κωδί­κων τῆς μονῆς ἁγίου Παντελεήμονος ὡς «ὁ ἀγράμ­μα­τος»[18] καὶ ἐγ­καταβίωνε, τουλάχιστον ὣς τὸ 1860, στὴ μονὴ τοῦ ἁ­γί­ου Παν­τε­λεήμονος, ἡ ὁποία κατὰ τὰ μέ­σα τοῦ 19ου αἰώνα δια­κρι­νόταν γιὰ τὴ συν­οί­κη­ση μο­ναχῶν ἑλληνικῆς καὶ σλαβικῆς κατα­γω­γῆς, ἂν καὶ σὲ ἕνα κλίμα ἀνερχόμενου ἐθνικι­σμοῦ[19]. Φαίνεται πὼς συντά­κτης τοῦ Μαρτυρίου ἱερομόναχος Θωμᾶς Γερμανὸς εἶχε γνω­ρί­σει τὸ νεομάρτυρα Ἀθανάσιο κατὰ τὴ δεύτερη ἔλευσή του στὸ Ἅγιον Ὄ­ρος, ἀφοῦ τὸν ἐπικα­λεῖ­ται ὡς πηγή του σὲ δύο σημεῖα[20].
Στὴ συγγραφὴ τοῦ Μαρτυρίου δὲν εἶναι ἀπίθανο νὰ ἐμπλέ­κον­ται καὶ ἄλλα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα διέμεναν στὴν ἐν λόγω Μονὴ κατὰ τὴν πε­ρίο­δο αὐτή, ὅπως ὁ λόγιος ἱερομόναχος Προκόπιος Δενδρι­νὸς[21] καὶ ὁ διάκονος Βενιαμὶν ὁ Συμιακός, συνθέτης τῆς Ἀκολουθίας  στὴν ἐφέστιο εἰκόνα τοῦ “Ἄξιόν ἐστι” καὶ ἄλλων ὑμνογραφημάτων[22]. Δὲν γνωρίζουμε ἐπίσης ἂν στὴν ἴδια Μονὴ  ἐγκαταβιοῦσε καὶ ὁ συν­θέ­της τῆς Ἀκολουθίας τοῦ ὁσιομάρτυρος Παύλου τοῦ ἐν Τριπό­λει, μοναχὸς Χριστοφόρος ὁ Λήμνιος[23], γεγονὸς ποὺ θὰ δικαιολογοῦσε ἀφενὸς τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ ἕνα συμπατριώτη του νεομάρτυρα καὶ ἀφετέρου τὴ σύνθεση τοῦ ἀπολυτικίου τοῦ Ἀθανασίου ὡς κατακλεί­δα τοῦ Μαρτυρίου του.


[1] Ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Ἀπ. Γλαβίνα, «Ὁ ἐκ Λήμνου νεομάρτυς Ἀθανάσιος», ΓΠ 62 (1979) 326-328. Ἀπὸ τὸ κείμενο αὐτὸ ἀντλοῦν πληροφορίες οἱ π. Ἀθανάσιος Σι­μω­νοπετρίτης, Ἀκολουθία πάντων τῶν ἐν τῇ νήσῳ Λήμνῳ Ἁγίων μετὰ Παρα­κλη­τι­κοῦ Κανόνος, Λῆμνος 2005, σ. 46-47· Θ. Παλαμηδᾶ-Εὐθυμιάδου, Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Λήμνου κατὰ τὸν τελευταῖο αἰώνα τῆς Τουρκοκρατίας (1800-1912), Ἀλεξανδρού­πο­λη 2007, σ. 203· μον. Mωϋσῆς Ἁγιορείτης, Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 625· Ν. M. Vaporis, Witnesses for Christ. Orthodox Chri­sti­an Neomartyrs of the Ottoman Period 1437-1860, New York 2000, σ. 364-365. Ἐπαν­εκ­δόθηκε στὸ Συνα­ξα­ρι­στὴς Nεο­μαρ­τύρων, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 753-754.
[2] Βλ. Σπ. Λάμπρος, Κατάλογος τῶν ἐν ταῖς Βιβλιοθήκαις τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἑλ­λη­νικῶν Κωδίκων, Amsterdam 1966 (φωτ. ἀνατ.), τ. ΙΙ, σ. 419.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου